Η επίσκεψη στη Βίλα Ιόλα: Καταγράφοντας τα απομεινάρια του κτηνώδους «αυριανισμού» πάνω στον άρχοντα της διεθνούς τέχνης (φωτό)
Πλησιάζοντας προς το σπίτι, το μάτι μου πέφτει πάνω σε μια σειρά βυζαντινές κολόνες. «Υπήρχαν κοντά στις 2.500 αρχαιότητες στη συλλογή του Ιόλα.
O Αλέξανδρος Ιόλας με τον Άντι Γουόρχολ και τον Νίκο Σταθούλη στο "Factory", Νέα Υόρκη, 1985.
Ο Νίκος Σταθούλης περιμένει στην είσοδο. Φορά ένα λινό, μαύρο σακάκι με δυο κονκάρδες καρφιτσωμένες στο πέτο. Η πρώτη απεικονίζει τον Αλέξανδρο Ιόλα. Η δεύτερη τον Άντι Γουόρχολ. «Είναι οι δύο σημαντικότερες προσωπικότητες που γνώρισα στη ζωή μου. Θέλησα σήμερα να τους τιμήσω», μου εξηγεί καθώς ανοίγει τη σιδερένια καγκελόπορτα της άλλοτε επιβλητικής έπαυλης. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που μπαίνω στη «Βίλα Ιόλα» -το σπίτι, εγκαταλελειμμένο και «αταξινόμητο» εδώ και χρόνια, ακτινοβολεί μια καθησυχαστική ηρεμία.
Παρατηρώ διερευνητικά το καλοδουλεμένο, εκτενές πλακόστρωτο. «Το επιμελήθηκε ο Δημήτρης Πικιώνης», μου αποκαλύπτει ο Νίκος. «Ένας εξαίρετος αρχιτέκτονας. Ο Ιόλας έλεγε συχνά πως -την περίοδο που κατασκευαζόταν το μονοπάτι της εισόδου- τον έπαιρνε τηλέφωνο ο πατέρας του, ο οποίος επέβλεπε τις εργασίες, απορημένος: “Αυτός ο αρχιτέκτονας που έφερες, μιλάει και χαϊδεύει τις πέτρες προτού ξεκινήσει τη δουλειά κάθε πρωί”. Ο Ιόλας τότε του απαντούσε “Γι’ αυτό τον πληρώνω τόσο καλά πατέρα, γι’ αυτό. Γιατί μπορεί και μιλά στις πέτρες».
Πλησιάζοντας προς το σπίτι, το μάτι μου πέφτει πάνω σε μια σειρά βυζαντινές κολόνες. «Υπήρχαν κοντά στις 2.500 αρχαιότητες στη συλλογή του Ιόλα. Τα αγάλματα ήταν από τα πρώτα που εξαφανίστηκαν μετά το θάνατό του. Έγινε κανονική λεηλασία στη βίλα», μου λέει ο Νίκος Σταθούλης. Υπολογίζεται ότι συνολικά εκθέτονταν στην έπαυλη 11.000 έργα τέχνης –ανάμεσά τους δημιουργίες του Πικάσο, του Ερνστ, του Μιρό, του Γουόρχολ, του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, του Ακριθάκη, του Τάκι και δεκάδων άλλων σημαντικών καλλιτεχνών μαζί με αναρίθμητες υστεροελληνικές δημιουργίες.
Λίγο μέτρα πριν από την κύρια είσοδο τραβούν την προσοχή μου δύο μαρμάρινα λιοντάρια, τα οποία αποτελούσαν κάποτε τη βάση ενός τραπεζιού, στη μια από τις πολλές βεράντες του σπιτιού. Σήμερα στέκουν «πληγωμένα» -η καταβροχθιστική μανία του πλιάτσικου έχει αφήσει μονάχα ένα μέρος τους όρθιο. «Δεν αποκλείεται την επόμενη φορά που θα έρθεις να λείπουν τελείως. Βλέπεις τα κλέβουν κομμάτι, κομμάτι», μου εξηγεί κυνικά ο Σταθούλης.
Μπαίνοντας στο σπίτι επικρατεί αναστάτωση –κόσμος πηγαινοέρχεται με αλαφιασμένες κινήσεις, μεταφέροντας εξοπλισμό. Ο «οικοδεσπότης» μού υπενθυμίζει ότι την επόμενη μέρα κάνει πρεμιέρα η θεατρική παράσταση «Alexandros Iolas», βασισμένη στη βιογραφία που έγραψε ο ίδιος, ο Νίκος Σταθούλης, «Αλέξανδρος Ιόλας – Η ζωή μου». Τον ρωτώ πότε γνωρίστηκαν. «Ήμουν περίπου 24 ετών και εκείνος προς το τέλος της ζωής του. Από την πρώτη στιγμή υπήρξε μέντορας για μένα -ένας πνευματικός πατέρας», μου εξηγεί. «Με τoν καιρό μου εμπιστεύτηκε τη βιογραφία του, πάνω στην οποία είναι βασισμένη η σημερινή παράσταση. Μου είχε ζητήσει να την εκδώσω 25 χρόνια μετά το θάνατό του -πίστευε ότι τότε μόνο θα εκτιμηθεί η προσφορά του. Μόλις κατακάτσει η σκόνη -μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα δέχθηκε σκληρές και χυδαίες επιθέσεις από τους εκφραστές του “αυριανισμού”. Τον διέσυραν με κάθε τρόπο». Η αλήθεια είναι ότι ο Ιόλας στα χρόνια του κτηνώδους «αυριανισμού» αποτέλεσε το θύμα λυσσαλέων επιθέσεων. Μια γεύση -τόσο του κλίματος της εποχής όσο και της μυθιστορηματικής ζωής του Ιόλα- μπορεί να πάρει κανείς στο εξαιρετικό, προ διετίας, ρεπορτάζ του δημοσιογράφου, Χρήστου Παρίδη, στη Lifo.
«Αισθάνομαι ότι οφείλουμε να ανακαταλάβουμε σήμερα τα σύμβολά και τους μύθους μας –για μένα αυτό ήταν ο Ιόλας. Ένας αθάνατος άρχοντας του σουρεαλισμού, ένα αέναο σύμβολο αυτού του τόπου», μου λέει, καθώς περπατάμε μέσα στη βίλα. Δεξιά και αριστερά, ατέλειωτα δωμάτια γεμάτα προχειροφτιαγμένα γκράφιτι, «ορφανά» έργα τέχνης, που δεν «γυάλισαν» το μάτι κανένος αρπάγα, δαιδαλώδη επίπεδα, στριφογυριστές σκάλες -ένα μεγαλοπρεπές παλάτι που με τα χρόνια υπονομεύτηκε, από την πολιτεία και δεκάδες άλλους παράγοντες και εν τέλει ξέπεσε. Οι τοίχοι της έπαυλης φέρουν μαρμάρινη «επένδυση» από τη Ραβέννα και την Πεντέλη –οι πίνακες που κάποτε κοσμούσαν το χώρο έχουν εξαφανιστεί εδώ και χρόνια. Τη θέση τους έχουν πάρει κενά τελάρα. Ένα μέρος των έργων διεσώθη από την αδερφή του Ιόλα, Νίκη Στάινφελ, τα υπόλοιπα «λεηλατήθηκαν» έπειτα από το θάνατό του -κανείς δεν ξέρει που βρίσκονται σήμερα.
Κατεβαίνουμε στο υπόγειο για να μου δείξει το χώρο όπου δέσποζε κάποτε η «Ρόμα» -η περίφημη μολυβένια εγκατάσταση του Ιταλού καλλιτέχνη Ελιζέο Ματιάτσι. Το σπίτι «ζωντανεύει» μέσα από τις διηγήσεις του Νίκου για τα έργα του Ιταλού γλύπτη Νοβέλο Φινότι, τη φημισμένη «λευκή βιβλιοθήκη» του Ιόλα, τους πίνακες των μεγάλων ζωγράφων, τις θεατράλε βραδιές με τους υψηλούς προσκεκλημένους του «Μεγάλου Αφυπνιστή», όπως έγραφε κάποτε η «Le Monde».
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, όλοι πέρασαν από εδώ. Άλλοι χάρη στις εμπνευσμένες δημιουργίες τους κι άλλοι ως συνδαιτημόνες των υπερρεαλιστικών δείπνων του Ιόλα: Ντε Κίρικο, Μαξ Ερνστ, Πικάσο, Νταλί, Καντίνσκι, Μιρό, Μαν Ρέι, Φοντάνα Τινγκελί, Ελεονόρ Φινί, Τσόκλης, Τσαρούχης, Πανιάρας, η λίστα είναι ατέλειωτη. Πίσω από τη βαριά πόρτα της έπαυλης ο ταραγμένος γάμος του εμπορίου και της τέχνης «ηρεμούσε» προς στιγμήν και η μοντέρνα τέχνη αντανακλούσε σε βενετσιάνικους καθρέφτες και λευκά μάρμαρα αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών αγαλμάτων.
Το τηλέφωνο του Νίκου χτυπά επίμονα. «Έχουν συγκεντρωθεί έξω από το σπίτι κάποιοι κάτοικοι της περιοχής και διαμαρτύρονται», με ενημερώνει. «Θα πρέπει να διακόψουμε για λίγο». Τον συνοδεύω μέχρι την κεντρική είσοδο, όπου κάποιες συλλογικότητες της περιοχής έχουν κρεμάσει ένα πανό και μοιράζουν φυλλάδια με ενημερωτικό υλικό. Πιάνω την κουβέντα σε μια παρέα παιδιών και μαθαίνω ότι αυτό που ζητούν είναι να περάσει η βίλα «στα χέρια των κατοίκων και να δοθεί τέλος, τόσο στην απαξίωση και την αδιαφορία από τη μεριά του δήμου, όσο και στα ιδιωτικά συμφέροντα που ψάχνουν να ανοίξουν το δρόμο για οικοπεδοποίηση». Μαθαίνω ότι το επόμενο διάστημα θα ακολουθήσουν κι άλλες δράσεις του σχήματος στην Αγία Παρασκευή.
Ο Νίκος στέκει στην είσοδο και παρατηρεί το ανθρώπινο «κουβάρι» που ολοένα και μεγαλώνει -αποτελείται από θεατές της παράστασης και κατοίκους που διαμαρτύρονται. Τον ρωτώ αν γνώριζε κάτι για αυτή τη συγκέντρωση. «Όχι, οι αντιδράσεις είναι μεμονωμένες. Άλλοι κάτοικοι υποδέχθηκαν την πρωτοβουλία για την παράσταση, προσφέροντάς μας ταψιά με φαγητό. Υπήρξε κόσμος που χάρηκε το άνοιγμα της βίλας», μου λέει. Οι συλλογικότητες έξω από το σπίτι, όμως, φαίνεται πως έχουν τελείως διαφορετική άποψη.
Η Λιλή Ψημένου είναι μία από εκείνες τις γυναίκες, οι οποίες την περίοδο των προετοιμασιών της παράστασης, πέρασαν το κατώφλι της βίλας με ένα ζεστό ταψί στα χέρια της. «Χάρηκα πραγματικά που άνοιξε ξανά το σπίτι, που ζωντάνεψε ύστερα από χρόνια παρακμής και εγκατάλειψης. Όταν έμαθα από το φύλακα για την παράσταση, έψησα ένα κέικ και το έφερα το βράδυ της δεύτερης πρόβας. Το επόμενο έκανα μια πίτα, έτσι σαν ευχαριστώ γιατί φώτισε η βίλα μέσα στη νύχτα. Γέμισε αισιοδοξία η καρδιά μου. Ζω 25 χρόνια στην περιοχή, η έπαυλη ήταν από τα πρώτα πράγματα που ανακάλυψα όταν ήρθα νέα στη γειτονιά. Με είχε εντυπωσιάσει από την πρώτη στιγμή η πανύψηλη, κομψή μάντρα του Ιόλα που προστάτευε τον κήπο με τις ελιές και τους ευκάλυπτους. Κι εκείνη η περίεργη αλλά γαλήνια σιωπή της».
Την ρωτώ αν θυμάται την εποχή του πλιάτσικου. «Δυστυχώς πολύ καθαρά», απαντά. «Η λεηλασία ξεκίνησε με το θάνατο του Ιόλα. Περπατώντας, θυμάμαι, ένα από εκείνα τα πρωινά έξω απ τη βίλα, είδα πεταμένα στο πεζοδρόμιο ένα σωρό βιβλία. Ξένες, ακριβές εκδόσεις - όλα σχετικά με την τέχνη. Μια μπαλκονόπορτα έχασκε ορθάνοιχτη -ήταν ολοφάνερο πως κάποιος είχε μπει το προηγούμενο βράδυ και είχε αρπάξει ότι μπορούσε αλλά μετάνιωσε για τα βιβλία και τα παράτησε στο δρόμο, Ή απλώς του έπεσαν, ποιος ξέρει... Τα μάζεψα και τα πήρα σπίτι, τέτοια ήταν η αδιαφορία όλων... Μια Κυριακή πρωί περιπλανήθηκα στο λεηλατημένο εσωτερικό της βίλας. Κρέμονταν ακόμη κάποιες βαρύτιμες, χρυσαφένιες κουρτίνες, ενώ τα μαρμάρινα πάτωματα ήταν σκέπασμενα με ρούχα, άπειρα χαρτιά, καταλόγους εκθέσεων, βιβλία. Είχε σφιχτεί η καρδιά μου. Αναρωτιόμουν πως ένας ιδιοφυής και χαρισματικός συλλέκτης όπως ο Ιόλας άφηνε εν τέλει για “κληρονομιά” πίσω του ένα όργιο λεηλασίας και καταστροφής. Είναι τόσο άδικο».
Σκαλίζοντας το «ιστορικό» της βίλας, βρίσκω ότι μετά το θάνατο του Αλέξανδρου Ιόλα, το 1987 στη Νέα Υόρκη, το κτήμα περιήλθε αρχικά στην ιδιοκτησία της αδελφής του, Νίκης Στάιφελ, με την οποία διατηρούσε μια πολύ ιδιαίτερη και εκρηκτική σχέση όπως σημειώνουν όσοι τον γνώριζαν προσωπικά. Το 1994 ξεκινά μια προσπάθεια προστασίας του ακινήτου από τον Δήμο Αγίας Παρασκευής με τη εγκατάσταση λουκέτου στην κεντρική είσοδο. Δυο χρόνια αργότερα, το 1996, η έκταση πωλείται στον κατασκευαστή, Σπύρο Γεωργίου, προς 500 εκατομμύρια δραχμές, ο οποίος αγοράζει και το διπλανό κτήμα που ανήκε στη Στάιφελ. Το 1998 η βίλα χαρακτηρίζεται διατηρητέο ιστορικό μνημείο, ενώ το 2000 το σύνολο της έκτασης βάσει Προεδρικού Διατάγματος θεωρείται «Κέντρο Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων». Υπεύθυνοι για την δημοσίευση και εκτέλεση του Διατάγματος είναι το Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε με Υπουργό την εποχή εκείνη τον Κώστα Λαλιώτη.
Αργότερα γίνεται μια προσπάθεια να αποκτηθεί το ακίνητο από το Δήμο Αγίας Παρασκευής, με χρήματα από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, όμως η διαδικασία δεν προχωρά. Το 2002 το κτήμα κηρύσσεται απαλλοτριωτέο για τις ανάγκες της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας ώστε να δημιουργηθεί ένα μουσείο σύγχρονης τέχνης, αλλά οι διαπραγματεύσεις με τον κατασκευαστή Σπύρο Γεωργίου δεν καρποφορούν. Το 2004 η απόφαση για απαλλοτρίωση ανακαλείται, ενώ το 2007, το υπουργείο Πολιτισμού εγκρίνει εκ νέου την απευθείας αγορά ή αναγκαστική απαλλοτρίωση του κτήματος, ώστε να «προστατευθεί, προβληθεί και αναδειχθεί το μνημείο». Εν τέλει στις 4 Νοεμβρίου του 2009, γίνεται προσφυγή του κατασκευαστή Γεωργίου στο ΣτΕ για ανάκληση τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου του 2000. Σήμερα, 27 χρόνια μετά το θάνατο του Αλέξανδρου Ιόλα, η γραφειοκρατική «μηχανή» συνεχίζει να χτυπά μονότονα τα πλήκτρα, γράφοντας ξανά τα ίδια και τα ίδια επεισόδια. Τίποτα νέο στον ορίζοντα –παρά μονάχα προθέσεις, καλές, «πονηρές», επικίνδυνες, ποιος μπορεί να τις χαρακτηρίσει με σιγουριά;
Ο Νίκος Σταθούλης με συνοδεύει ως την έξοδο. Τον ρωτώ, στα όρθια, κάτι τελευταίο. Πως κι ένας άνθρωπος με τόσο «πυρακτωμένη», αντισυμβατική και απρόβλεπτη ζωή, όσο ο Ιόλας, επέλεξε για βιογράφο του ένα άγουρο παιδί δίχως περγαμηνές, δεδομένου ότι εκείνη την εποχή ο Σταθούλης διένυε μόλις την τρίτη δεκαετία της ζωής του. «Θυμάμαι σαν τώρα το βράδυ που το ανακοίνωσε. Έπεσε σιωπή στο τραπέζι. Μόνο ο Κώστας Ταχτσής σηκώθηκε, πήρε ένα μεγάλο τασάκι και του το πέταξε. Ο Αλέξανδρος είχε υποσχθεί σε εκείνον τη βιογραφία του. Μετά το περιστατικό πάγωσαν όλοι. Ο Ιόλας ατάραχος είπε απλώς: “Αγαπητέ μου, είμαι ο Αλέξανδρος Ιόλας, έχω ζήσει χίλιες και άλλες τόσες ζωές. Μπορώ να έχω όσους βιογράφους θέλω”»...
Πηγή: http://www.vice.com/gr/ - Αντώνης Ντινιακός, Φωτογραφίες: Αλεξία Τσαγκάρη
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr