Vintage Story: Αύγ/ 44 ένας Γερμανός χτυπάει βάρβαρα στον δρόμο τον περίφημο Αττίκ & εκείνος αυτοκτονεί...
Η Πέλεια Τζαρτίλη μας ξεναγεί, με ανέκδοτο υλικό, στον μελωδικό κόσμο του ποιητή της ερωτικής απογοήτευσης, που εξακολουθεί να συγκινεί 64 χρόνια μετά το θάνατό του.
Aρχές Αυγούστου, ο θείος έρχεται στο σπίτι μας. Αυτό το θυμάμαι. Είμαι μικρό παιδί. Βλέπω κι ακούω όλη τη στιχομυθία μεταξύ της μητέρας μου και του Κλέωνα. Η μητέρα μου λεγόταν Βακώ. Του λέει η μητέρα μου:
Κλέων, να σε κεράσω μια βυσσινάδα; Είναι φρεσκοκαμωμένη
Ναι, της λέει εκείνος, να μου την κεράσεις. Σηκώνει το ποτήρι και προσθέτει:
Στην υγειά σου Βακώ, αυτή είναι και η τελευταία που πίνω από τα χέρια σου. Γιατί εγώ θα αυτοκτονήσω. Tου απαντά η μητέρα μου:
Έλα, καημένε Κλέων, για όνομα του Θεού, μια ζωή μας απειλείς με αυτή την αυτοκτονία σου. Και το έφερε βαρέως μετά, γιατί δεν τον πήρε στα σοβαρά τότε.
Αρχές Αυγούστου του 1944 το είπε αυτό. 28 Αυγούστου το είχε κάνει. Εκείνο τον Αύγουστο ο Κλέων επιστρέφει με το ποδήλατο στο σπίτι και κατά λάθος σκουντά έναν Γερμανό στρατιώτη, ο οποίος εκφράζει πάνω του τα πιο βίαια ένστικτά του. Αιμόφυρτος φτάνει στο σπίτι, μπαίνει στο δωμάτιό του και ζητάει ένα χαμομήλι. Το ποτήρι της ευαισθησίας και της περηφάνιας του ξεχειλίζει. Στα κατάλοιπα του χαμομηλιού αυτού εντοπίζεται η υπερβολική δόση από το υπνωτικό βερονάλ.
Η προσωπική μαρτυρία της Πέλειας Τζαρτίλη που με μουσειακή φροντίδα διασώζει σήμερα το μοναδικό αρχείο που υπάρχει για τον αγαπημένο της θείο, έναν από τους πιο σπουδαίους συνθέτες, ποιητές, ερμηνευτές και πιανίστες που ανέδειξε στο πρώτο ήμισυ του περασμένου αιώνα αυτός ο τόπος, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Γιατί αν το όνομα Κλέων Τριανταφύλλου δεν λέει κάτι σε πολλούς, τότε σίγουρα το ψευδώνυμό του, Αττίκ, μαρτυρεί πολύ περισσότερα. Ο Αττίκ γεννιέται το 1885 στο Ζαγαζίκ της Αιγύπτου. Ο πατέρας του, Δημήτριος Τριανταφύλλου, βαθύπλουτος βαμβακοπαραγωγός και έμπορος της Αιγύπτου, πεθαίνει μόλις μεταφέρει την οικογένειά του στην Ελλάδα.
Από την άλλη, η μητέρα του, η Εριθέλγη, διαθέτει ένα απαράμιλλο πάθος για τις τέχνες και τα γράμματα. Μάλιστα, σε τέτοιο βαθμό που νοικιάζει ολόκληρο σιδηροδρομικό συρμό για την ίδια, τα παιδιά και το υπηρετικό προσωπικό για ένα ταξίδι-αστραπή στο Παρίσι μόνο και μόνο για να μη χάσουν την παράσταση με τον Καρούζο στην Όπερα! Επιπλέον, οι «Μουσικές Ώρες» αποτελούν κάτι σαν θεσμό για την οικογένεια, όταν η μητέρα και τα δύο αγόρια εναλλάξ, κάθονται στο πιάνο, παίζοντας μουσικές για «τέσσερα χέρια» (a quatre mains). Ο Αττίκ μαθαίνει πιάνο και παράλληλα φλάουτο, τελειοποιώντας το στο Ωδείο Αθηνών.
Μετά τις νομικές σπουδές στην Αθήνα τα δύο αδέλφια φεύγουν το 1907 για το Παρίσι. Όπου αντί να σπουδάσουν Πολιτικές Επιστήμες -προορίζονταν για μια λαμπρή διπλωματική καριέρα- εγγράφονται στο περίφημο Conservatoire de Paris. Ο Κλέων μαθαίνει αντίστιξη στην τάξη του Penard και μεταξύ των δασκάλων του συγκαταλέγεται και ο Saint-Sans. Γρήγορα γίνεται περιζήτητος συνθέτοντας και παίζοντας στα μεγαλύτερα κέντρα του Παρισιού. Η αναγνώρισή του είναι τέτοια που υπογράφει συμβόλαιο με τον εκδοτικό μουσικό οίκο Editions Universelles ως ένας από τους τέσσερις μόνιμους συνθέτες του. Αφού όμως στο Παρίσι πηγαίνει ως Τριανταφύλλου, πώς μένει στην ιστορία της γαλλικής πρωτεύουσας ως Αττίκ; «Οι Γάλλοι συνάδελφοί του συνήθιζαν να τον πειράζουν. Το «φυλλού» στα Γαλλικά πάει να πει μπαγαπόντης», εξηγεί η ανιψιά του.
«Και έλεγε: αυτό πρέπει να το αλλάξω. Το έκοψε και το έκανε «Τριανταφύλλ». Αλλά ήταν μακρόσυρτο. Και σκεφτόταν: κάτι που να θυμίζει και Ελλάδα και να διαβάζεται στα Λατινικά. Έτσι κατέληξε στο Αττίκ. Και από τότε δεν το άλλαξε». Λόγω της ασθένειας της αδερφής του Νόρας πολύ γρήγορα γυρίζει πίσω στην Ελλάδα. Η Αθήνα δεν του κόβει τα φτερά. Αντιθέτως: Εδώ ανακαλύπτει την έφεσή του στο στίχο. «Είχε από μικρός τη φλέβα. Οταν ήταν στο Παρίσι ο στίχος ήταν ως επί το πλείστον Γάλλων ποιητών. Από τη στιγμή που βάζει τα ελληνικά λόγια αποφασίζει και λέει μόνο δικά του. Αποδεικνύει ότι ήταν και ποιητής».
Πόσοι περνούν απελπισμένοι / με βλέμμα σκυθρωπό / γιατί τρελά πίστεψαν οι καημένοι / στη λέξη «σ' αγαπώ»
Tη λέξη αυτή τη μάγισσα / που 'χει ομορφιές πολλές / μ' άρωμα χάνει, / γίνεται πλάνη
Παντρεύεται τρεις φορές. Το μοναδικό παιδί που κάνει, μωρό ακόμη, πεθαίνει. Η πρώτη του γυναίκα, ο μεγάλος του έρωτας, η Μαρί-Ελέν, μη αντέχοντας την απώλεια, έπειτα από λίγους μήνες φεύγει κι εκείνη από τη ζωή. Η σχέση με τη δεύτερη σύζυγό του, ηθοποιό και καλλονή Μαρίκα Φιλιππίδου, θα αποτελέσει ένα από τα πιο θρυλικά ρομάντζα της εποχής. Για εκείνη γράφει το πασίγνωστο «Είδα Μάτια»:
Είδα μάτια πολλά γαλανά / στη ζωή μου / να κοιτούν απαλά / Και ν' ανάβουν την ψυχή μου
Μα τόσο μαγικά να μιλούν πιο γλυκά / Δεν είδα άλλα και τόσο μεγάλα / στο λέω αληθινά.
Μούσα για τον Αττίκ είναι κάθε του έρωτας. Όταν η Μαρίκα Φιλιππίδου «ξεμυαλίζεται» με τον ψηλό ίλαρχο Σταμάτη Μερκούρη (πατέρα της Μελίνας Μερκούρη) και εγκαταλείπει τον Αττίκ, εκείνος βιώνει μία τραγωδία, την οποία μετουσιώνει σε ποίηση και μουσική. Μάλιστα, όταν κάποιο βράδυ η Μαρίκα επισκέπτεται με το δεύτερο σύζυγό της τη Μάντρα, το κοινό αντιλαμβάνεται την παρουσία τους και ζητάει επίμονα και ρυθμικά το «Είδα Μάτια». Ο Αττίκ φεύγει από τη σκηνή και μέσα σε ελάχιστο χρόνο επιστρέφει με ένα τραγούδι-απάντηση, όπου αποτυπώνει τη συναισθηματική του οδύνη.
Πρόκειται για το «Ζητάτε να σας πω»:
Ζητάτε να σας πω / τον πρώτο μου σκοπό / τα περασμένα μου γινάτια / ζητάτε «είδα μάτια» / με σκίζετε κομμάτια
«Αυτό ήταν το μυστικό του: Ανθρωπιά, ευγένεια, ευψυχία. Μελωδίες τέλειες. Αρμονίες άψογες και πλούσιες. Στίχοι ποιητικοί, πότε Βερλαίν και Πορφύρας, πότε Σουρής και Ραμπαγάς. Σε ουσία και φόρμα», γράφει το 1986 στο βιβλίο της, με τίτλο μόνο τη λέξη ΑΤΤΙΚ και μάλιστα σε κεφαλαία γράμματα, η Δανάη Στρατηγοπούλου, μούσα του Αττίκ και του Πάμπλο Νερούδα. «Ηταν ολόκληρος κόσμος γεμάτος μουσική ο άνθρωπος αυτός. Ήταν μια πλημμύρα από μελωδίες, μια ανάγκη έκφρασης με τραγούδια, τραγούδια, τραγούδια…».
Σε μια παλιά πληγή / που ακόμη αιμορραγεί / μη μου γυρνάτε το μαχαίρι, / αφού ο καθένας ξέρει, / τι πόνο θα μου φέρει.
«Εμιμείτο πολύ ωραία τι νομίζετε; Τη μύγα. Άκουγε το βουητό το οποίο εμιμείτο θαυμάσια. Του άρεσε από μικρός να χαζεύει στα τζάμια τις μύγες. Πώς ερωτεύονταν, πώς πήγαιναν δυο δυο, πώς μιλούσε μια μύγα στην άλλη», θυμάται η ανιψιά του Πέλεια. Τις πλούσιες καλλιτεχνικές του ιδιότητες και ανησυχίες θα ξετυλίξει το 1930 στην περίφημη Μάντρα. Ένα πρωτοποριακό εγχείρημα με πρωταγωνιστή τον ίδιο στον πολλαπλό ρόλο του πιανίστα, του συνθέτη, του τραγουδιστή, του ηθοποιού, του μίμου, του «κονφερανσιέ». Πλάι του η Κάκια Μένδρη, η Δανάη, η Νινή Ζαχά, ο Μίμης Τραϊφόρος και αργότερα το «παιδί της ψυχής του», όπως ονομάζει τη Λουίζα Ποζέλι.
Ο Αττίκ γράφει για τη Μάντρα τον Ιούνιο του 1944: «Τι ήταν η πρώτη Μάντρα; Πολλές σανίδες, λίγη μπογιά και αρκετή πρωτοπορία. Ενα ξύλινο παράπηγμα-σκηνή, ύψους 6-7 μέτρων και δίπλα η αυλόπορτα είσοδος. Στο δρόμο η πρόσοψη παριστάνει ένα φτωχικό διώροφο σπιτάκι με ζωγραφισμένα πορτοπαράθυρα». Αρχικά στην οδό Μεθώνης και αργότερα στην οδό Αχαρνών, «μαντρώνει» τους Αθηναίους, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι νυχτόβιοι της εποχής, συγκεντρώνει τους πιστούς της καλής μουσικής και συγκινεί με τα «οχτάστιχά» του, που αποδεικνύουν τη μανία του για την τέλεια ρίμα και τη μαγική του διάθεση για αυτοσχεδιασμό πάνω στη σκηνή. Ο Αττίκ είναι ο πρώτος που κάνει οne-man-show στην Ελλάδα. Είναι ο εμπνευστής τού -χωρίς ιστορικό προηγούμενο- ταυτόχρονου διπλού σφυρίγματος.
Από τα χείλη του ηχεί μια διπλή μελωδία ισάξια με δύο πνευστά μουσικά όργανα. Και φυσικά στη Μάντρα επιστρατεύει το χιούμορ του ως αντίδοτο στην έντονα συναισθηματική του φόρτιση. Τραγουδά λοιπόν για τον «ξακουστό στην πολυφαγία και λαιμαργία» φίλο του:
Δε σου πάει το πάχος Δημητράκη / Κάνε πια και δίαιτα λιγάκι / Πρέπει να αποφεύγεις τα πολλά πιοτά / Σούπες, μακαρόνια και ζαχαρωτά.
Το ίδιο τραγούδι λέει στα δύσκολα και στη μητέρα του. «Οταν ήταν κακόκεφη εκείνος πήγαινε στο πιάνο, της το τραγουδούσε, εκείνη άρχιζε να χαμογελάει και άλλαζε η ατμόσφαιρα», θυμάται η αγαπημένη ανιψιά του, εξηγώντας την παθολογική αγάπη του Αττίκ για τη μητέρα του. Και όταν το 1940 εκείνη πεθαίνει, η δημιουργική του διάθεση πέφτει ξαφνικά στο κενό. Το τελευταίο του τραγούδι με τον εύγλωττο τίτλο «Χωρίς εσένα», αν και πολλοί νομίζουν ότι είναι ερωτικό, αναφέρεται στη μητέρα του. Μάλιστα, το γράφει, παρατηρώντας τη θέση των πουλιών πάνω στα καλώδια του ρεύματος. Φαντάζεται τα καλώδια ως πεντάγραμμο και τα πουλιά ως νότες. Έτσι γράφονται οι πρώτες νότες του «Χωρίς Εσένα». «Είδες που μπορείς να ξανασυνθέσεις;» του λέει ο αδερφός του. «Ναι, αλλά δεν έχω διάθεση, δεν θέλω. Αυτό το έκανα για τη μητέρα», απαντά εκείνος.
Χωρίς εσένα το μυαλό μου αργεί / άλλους κόσμους η ψυχή μου / τραγικά νοσταλγεί / σαν υπνοβάτης μόλις βγούνε τ' αστέρια / όλο απλώνω τα χέρια προς άλλη γη.
Ο θάνατος της μητέρας του, το άσβεστο μίσος του για τους Γερμανούς κατακτητές, το γεγονός ότι δεν προλαβαίνει έγκαιρα να μεσολαβήσει για να σωθούν τα δύο παιδιά συνεργάτη του από τη Μάντρα και οι συνεχείς αιμοδοσίες στον Ερυθρό Σταυρό κλονίζουν τον εύθραυστο χαρακτήρα του. Αν και σε όλη του τη ζωή αστειεύεται απειλώντας με την αυτοκτονία, εκείνο τον Αύγουστο του 1944 σοβαρολογεί και συντάσσει τη διαθήκη του, γνωρίζοντας πως το τέλος δεν αργεί.
Χωρίς εσένα με βαραίνει η ζωή / όσο και να την υμνούνε τα πουλιά το πρωί / κι όταν βραδιάζει το φριχτό μου μαράζι / χρωματίζει μ' ασχήμια ως κι αυτά τα γιασεμιά / στην ερημιά.
Ευφυής και τρυφερός. Αιματηρά γνήσιος και ειλικρινής. Με ακραία μελό λέξεις και ιστορίες. Χωρίς να γίνεται «μελό». Με το σφυγμό να χτυπά δυνατά στο σήμερα. Ακριβώς έτσι, με τα δάχτυλα στο πιάνο και με πεντάλ κάποιον έρωτα στην τσέπη,
ο Αττίκ διαχρονικά αυτοσχεδιάζει, σφυρίζει, τραγουδάει, γελάει, πονάει. Μουσικά ανυπότακτος και τολμηρός. Πάντα πιστός στην αληθινή νότα της ευαισθησίας.
Ως πότε; Όσο ακόμη αντέχουν τα συναισθήματα. Κι όπως εκείνος συνοψίζει:
Έκλαψα για να γράψω / έγραψα για να τραγουδήσω / κι ετραγούδησα για να ζήσω
ΛΕΩΝΙΔΑ ΝΤΙΛΣΙΖΙΑΝ
http://anemourion.blogspot.gr/
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr