Πέντε ανώνυμες επιστολές που εξομολογούνται ανεξιχνίαστα εγκλήματα- 5 ιστορίες θρίλερ & ανομολόγητων εγκλημάτων
Οι τύψεις δουλεύουν με περίεργο και εντελώς δικό τους τρόπο στον ανθρώπινο ψυχισμό, αναγκάζοντας πολλές φορές τον δράστη να εκφραστεί με ομολογουμένως απροσδόκητα μέσα.
Όταν μάλιστα η πράξη εγείρει ποινικές συνέπειες, τότε ένα ανώνυμο γράμμα είναι ο πλέον ακίνδυνος και ανώδυνος τρόπος να ομολογήσει το έγκλημα χωρίς να μπει στο στόχαστρο των αρχών.
Κι έτσι, όσο περίεργο κι αν μοιάζει, στις παρακάτω ανεξιχνίαστες υποθέσεις το μόνο πειστήριο είναι μια επιστολή που φέρεται να γράφτηκε από τον δράστη.
Όσο πιο άρρωστο παίρνει δηλαδή…
Ο φόνος ανήλικης Αυστραλής
Την πρωτοχρονιά του 1921, η 12χρονη Νελ Άλμα Τίρτσκε από τη Μελβούρνη στάλθηκε από τους γονείς της στο διπλανό παντοπωλείο, από το οποίο δεν επέστρεψε ποτέ. Το άψυχο κορμί της βρέθηκε γυμνό, βιασμένο και στραγγαλισμένο σε ένα σοκάκι, όταν και επικράτησε πανικός για το ανατριχιαστικό έγκλημα. Με την κοινωνική πίεση στον λαιμό της, η αστυνομία έσπευσε να αναγνωρίσει ως ύποπτο τον ιδιοκτήτη ενός μπαρ, κάποιον Κόλιν Κάμπελ Ρος, ο οποίος δεν διέθετε καλό άλλοθι. Στο σπίτι του βρέθηκε μάλιστα ένα κουβάρι τρίχες και αμέσως συνελήφθη.
Ό,τι ακολούθησε, στέκει μνημείο κακοδικίας στα αυστραλιανά δικαστικά χρονικά! Πληρωμένοι μάρτυρες ενοχοποίησαν τον Ρος, αν και το τεστ στις τρίχες έδειξε υπεράνω αμφιβολίας ότι δεν ανήκαν στο τραγικό κοριτσάκι. Κι όμως ο ύποπτος καταδικάστηκε σε απαγχονισμό. Στις 23 Απριλίου 1922, μία μέρα πριν από την προγραμματισμένη εκτέλεσή του, ο Ρος έλαβε μια ανώνυμη επιστολή, στην οποία ο αποστολέας ισχυριζόταν ότι εκείνος είχε βιάσει και σκοτώσει τη Νελ. Ο φερόμενος ως δράστης ένιωθε τύψεις για το ειδεχθές του έγκλημα και τον πόνο που προκάλεσε στους οικείους του κοριτσιού, παραδεχόταν ωστόσο ότι δεν μπορούσε να ομολογήσει για να μην πικράνει τη δική του οικογένεια.
Ο δικηγόρος του Ρος προσπάθησε να καθυστερήσει την εκτέλεση στο φως της επιστολής, αν και δεν τα κατάφερε: ο Ρος κρεμάστηκε την επόμενη μέρα. Ήταν 29 χρονών. Το 2008 έλαβε χάρη για το αδίκημα που δεν διέπραξε ποτέ, καθώς 86 χρόνια μετά η δικαιοσύνη έκανε τη δουλειά της. Όσο για τον πραγματικό δράστη, δεν βρέθηκε ποτέ…
Η εξαφάνιση καναδής ιερόδουλης
Η Ντανιέλ Λαρού δεν είχε ποτέ εύκολη ζωή. Κακοποιήθηκε σεξουαλικά και σωματικά ως παιδί και πέρασε πολλά χρόνια σε ανάδοχες οικογένειες, όταν σε ηλικία 13 ετών το έσκασε και ζούσε πια στους δρόμους της Βρετανικής Κολούμπια του Καναδά. Αργότερα έγινε χρήστης ναρκωτικών και ζούσε τώρα σε διαβόητη για την εγκληματικότητά της συνοικία του Βανκούβερ, όπου μετατράπηκε σε ιερόδουλη για να συντηρεί τα αδέρφια της αλλά και τον εθισμό της. Όλα αυτά μέχρι τον Νοέμβριο του 2002, όταν και εξαφανίστηκε χωρίς ίχνος.
Το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που είχε η καναδική αστυνομία για την περίεργη υπόθεση της εξαφάνισης της 24χρονης ήταν η δακτυλογραφημένη επιστολή που κατέφτασε σε τοπικό τμήμα του Βανκούβερ την Πρωτοχρονιά του 2003. Ο συντάκτης του γράμματος ισχυριζόταν μάλιστα ότι ήταν η δεύτερη φορά που απευθυνόταν στην αστυνομία για την εξαφάνιση μιας ιερόδουλης τον Νοέμβριο του 2002. Αφού δήλωσε πως δεν θυμόταν το όνομά της, καθώς δεν είχε πάνω της ταυτότητα, έδωσε μια λεπτομερέστατη περιγραφή της κοπέλας και κατέληξε ωμά και ξερά πως «είναι νεκρή».
Ο αποστολέας ζήτησε μάλιστα από τις Αρχές να δημοσιεύσουν μια φωτογραφία της στην εφημερίδα για να σιγουρευτεί πως ήταν αυτή και τους κάλεσε να ειδοποιήσουν την οικογένειά της, αλλάζοντας το καθεστώς της από «εξαφανισμένη» σε «νεκρή». Αφού απολογήθηκε για το έγκλημά του, δήλωσε πως ήταν διατεθειμένος να πηγαίνει μια στο τόσο λουλούδια στο μνήμα που θα φτιαχνόταν γι’ αυτή. «Δεν είναι κάτι σημαντικό, είναι όμως καλύτερο από το να μην έχει καθόλου επισκέπτες», κατέληξε…
Ο φόνος αμερικανού πατέρα
Στις 21 Νοεμβρίου 1985, ώρα 7:00 το πρωί, στο Κολοράντο των ΗΠΑ, η Ντόρις Ντιν βγήκε από το μπάνιο για να βρει έναν ένοπλο μασκοφόρο να απειλεί τον 51χρονο σύζυγό της Ρότζερ. Ο εισβολέας έδεσε το ζευγάρι, αν και ο σύζυγος λύθηκε και στη συμπλοκή που ακολούθησε ο δράστης τον πυροβόλησε πέντε φορές. Η υπόθεση ενείχε στοιχεία εκβιασμού, καθώς η σύζυγος άκουσε τον άντρα της να λέει στον εισβολέα «θα σου δώσω τα 30.000 δολάρια».
Μετά τον στυγερό φόνο, η κόρη Ταμάρα άρχισε να λαμβάνει απειλητικά τηλεφωνήματα και μετακόμισε με την οικογένειά της στην Αριζόνα, φοβούμενη τα χειρότερα. Πέντε χρόνια μετά, επέστρεψε στο Κολοράντο, όταν ξεκίνησαν και πάλι οι φοβέρες. Αυτή τη φορά οι απειλές γίνονταν μέσω επιστολών που κατέφταναν στο σπίτι της κόρης. Στα γράμματα, ο αποστολέας κόμπαζε για τη δολοφονία του πατέρα της παρέχοντας λεπτομέρειες που μόνο ο δράστης θα μπορούσε να ξέρει. Τώρα ζητούσε από την Ταμάρα 100.000 δολάρια για να μη σκοτώσει την ίδια, τη «μόνη ζωντανή κόρη του Ρότζερ», όπως έλεγε. Δυο χρόνια πριν από τη δολοφονία του Ρότζερ, ο γιος της Ντόρις από άλλο γάμο είχε σκοτωθείς σε δυστύχημα, αφήνοντας πράγματι την Ταμάρα το μόνο παιδί της οικογένειας εν ζωή.
Σε συνεννόηση με την αστυνομία, η Ταμάρα άφησε τα χρήματα τον Αύγουστο του 1990 στο προκαθορισμένο σημείο, αν και ο συντάκτης των επιστολών δεν εμφανίστηκε ποτέ να τα παραλάβει. Στην τελευταία του επιστολή, της είπε ότι είχε δει την αστυνομία και την απείλησε ξερά «είσαι νεκρή»: «περιμένω τη στιγμή που δεν θα σε προστατεύει η αστυνομία», έκλεισε χαιρέκακα το γράμμα του. Η οικογένεια μετακόμισε για άλλη μια φορά από το Κολοράντο και οι Αρχές δεν διαθέτουν μέχρι και σήμερα ύποπτο…
Η έκτρωση που πήγε στραβά
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1965, η 22χρονη Τζούντιθ Χάιαμς από τη Φλόριντα απέσυρε 300 δολάρια από τον τραπεζικό της λογαριασμό και πήγε στη δουλειά της, σε μια κλινική του Τζάκσονβιλ. Κατόπιν χάνονται τα ίχνη της. Το αμάξι της βρέθηκε αργότερα στην Ατλάντα, 1.000 χιλιόμετρα μακριά δηλαδή, και οι περίοικοι είδαν έναν άντρα να το εγκαταλείπει εκεί.
Ξετυλίγοντας το νήμα της υπόθεσης, η αστυνομία βρήκε ότι η κοπέλα είχε κάνει ένα τεστ εγκυμοσύνης στην κλινική που εργαζόταν, ζητώντας να σταλούν τα αποτελέσματα σε έναν οδοντίατρο. Σύμφωνα με τις έρευνες, η Τζούντιθ και ο οδοντίατρος εραστής της είχαν κανονίσει παράνομη έκτρωση για τη 14η Σεπτεμβρίου. Ο ρουμάνος γιατρός που θα διέκοπτε παρανόμως της κύηση συνελήφθη μεν, αν και το έσκασε αργότερα αφήνοντας τις Αρχές χωρίς περαιτέρω στοιχεία.
Για τα επόμενα 25 χρόνια καμία εξέλιξη δεν σημειώθηκε, μέχρι το 1990 τουλάχιστον, όταν πήρε η ιστορία μια αναπάντεχη τροπή. Ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος του Τζάκσονβιλ έδινε μια διάλεξη στην Ομάχα της Νεμπράσκα, όταν και άκουσε στο ραδιόφωνο έναν παραγωγό που ζητούσε άμεση συνάντηση μαζί του για την υπόθεση της Τζούντιθ Χάιαμς! Όταν τηλεφώνησε ο αστυνομικός στον σταθμό, ο παραγωγός αρνήθηκε ότι είχε ζητήσει επικοινωνία, αν και δύο μέρες αργότερα κάποιος άλλος επικοινώνησε μαζί του λέγοντάς του πως η κοπέλα ήταν ζωντανή και ζούσε στην Ομάχα. Τρίτο ανώνυμο τηλεφώνημα «έδωσε» τον φυγά ρουμάνο γιατρό, που ζούσε τώρα στη Βουδαπέστη, αν και μέχρι να καταφτάσει η Interpol τα ίχνη του είχαν χαθεί.
Η ιστορία μπήκε κάποια στιγμή στο στόχαστρο της τηλεοπτικής εκπομπής «Unsolved Mysteries» και όταν μεταδόθηκε το επεισόδιο ένα ανώνυμο γράμμα κατέφτασε στο αστυνομικό τμήμα του Τζάκσονβιλ. Ο αποστολέας ισχυριζόταν ότι η Χάιαμς είχε πεθάνει κατά τη διάρκεια της έκτρωσης και η σορός της είχε ριχτεί στη θάλασσα του Μαϊάμι. Οι εξαντλητικές λεπτομέρειες που παρείχε η επιστολή για την υπόθεση έπεισαν τις Αρχές ότι ήταν αυθεντική…
Ο φόνος και οι δικαστικές του περιπέτειες
Επιστρέφοντας από τη δουλειά στις 15 Ιουνίου 1965, ο Άρνφιν Τόμπσον είδε τη σύζυγό του Ντόροθι κρεμασμένη στην αυλή της οικίας του, χτυπημένη μέχρι θανάτου: ο δράστης την κακοποίησε φριχτά και την κρέμασε κατόπιν έξω από την πίσω πόρτα με ένα καλώδιο. Μέσα στο σπίτι, ο άντρας βρήκε την κόρη και τη μητέρα του στα δωμάτιά τους, αμφότερες καλά στην υγεία τους, αν και δεν είχαν πάρει καν μυρωδιά το φρικιαστικό περιστατικό που εκτυλίχθηκε στον κάτω όροφο.
Τέσσερις μέρες μετά τη δολοφονία, ο Άρνφιν έλαβε ένα γράμμα, στο οποίο παραδεχόταν ο αποστολέας ότι είχε σκοτώσει τη σύζυγό του καθώς ήταν αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της: «Αν δεν μπορώ να την έχω εγώ, ας μην την έχει κανένας». Ο δράστης ισχυριζόταν ότι ήθελε απλώς να την κρεμάσει(!), αν και το καλώδιο έσπασε, γι’ αυτό και αναγκάστηκε να τη μαχαιρώσει και να της λιώσει το κεφάλι με ένα σφυρί. Η υπόθεση προχωρούσε αργά και μικρή πρόοδος είχε σημειωθεί μέχρι το φθινόπωρο, όταν άρχισε η αστυνομία να υποψιάζεται την πεθερά της Ντόροθι, η οποία φαινόταν να ξέρει κάτι.
Τον Μάριο του 1966, ένας 20χρονος νεαρός συνελήφθη για το αποτρόπαιο φονικό, ο οποίος παραδέχτηκε μεν ότι εκείνος είχε συντάξει την επιστολή, όχι όμως ότι είχε κάνει και τον φόνο. Αργότερα ομολόγησε αδιάφορα ότι «τη μαχαίρωσα και την κακοποίησα», αν και η επικεφαλής των αστυνομικών ερευνών δεν πίστεψε ποτέ ότι ο νεαρός ήταν ο δράστης, παρά την ομολογία του. Έφτασε μάλιστα μέχρι και να καταθέσει υπέρ του στη δίκη!
Η πρώτη δίκη ακυρώθηκε ως κακοδικία και η δεύτερη απορρίφθηκε λόγω κακών αστυνομικών πρακτικών. Στο τέλος ο ύποπτος συμφώνησε να δηλώσει ένοχος για τη σύνταξη της επιστολής και έφαγε από 1-10 χρόνια στη φυλακή…
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr