Τι ζητάει το ΔΝΤ για τα εργασιακά: Τα μέτρα - φωτιά που είναι προ των πυλών
Την ώρα που οι δανειστές –και κυρίως το ΔΝΤ- εμφανίζονται έτοιμοι να κρατήσουν εξαιρετικά σκληρή στάση στα εργασιακά εγείροντας αξιώσεις που δύσκολα θα μπορέσει να «περάσουν» από τη Βουλή, η κυβέρνηση καταβάλλει κάθε προσπάθεια, μέσω δηλώσεων, να εμφανιστεί διατεθειμένη να κρατήσει αυτή τη φορά τις «κόκκινες γραμμές».
Το αν θα περιοριστεί η διαπραγμάτευση μόνο στα θέματα που εμφανίζεται διατεθειμένη να συζητήσει η ελληνική πλευρά ή όχι, θα φανεί το φθινόπωρο.
Δεδομένου ότι απέχουμε χρονικά περίπου τρεις μήνες από την τελική μάχη για τα εργασιακά, οι δηλώσεις είναι πιο... εύκολες για τα μέλη της κυβέρνησης. Για μια ακόμη φορά, ο υπουργός Εργασίας δήλωνε ότι στη διαδικασία για την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης, δεν θα τεθεί θέμα μισθών.
Την ίδια ώρα όμως, το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα παραμένει υψηλός –αναλογικά με το ΑΕΠ της χώρας- ενώ οι θεσμοί δεν ξεχνούν ότι η χώρα έχει αποδεχτεί τη θέσπιση του ενός ενιαίου κατώτατου μισθού κάτι που σημαίνει κατάργηση των τριετιών και κάθε επιδόματος που μπορεί να προσαυξάνει τον ελάχιστο μισθό στη χώρα.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος, επιχείρησε να διαψεύσει για μια ακόμη φορά ότι σε αυτό τον γύρο διαπραγμάτευσης θα τεθεί θέμα κατώτατου μισθού. Όπως ανέφερε, το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης στα εργασιακά περιορίζεται σε τρία μόνο ζητήματα: ένα που ετέθη από την πλευρά της κυβέρνησης, αυτό της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων, και δύο πάγια αιτήματα του ΔΝΤ: τις ομαδικές απολύσεις και το συνδικαλιστικό νόμο.
Το αν θα περιοριστεί η διαπραγμάτευση μόνο στα θέματα που εμφανίζεται διατεθειμένη να συζητήσει η ελληνική πλευρά ή όχι, θα φανεί το φθινόπωρο. Γεγονός είναι πάντως ότι το μνημόνιο αφήνει όλα τα περιθώρια «ανοικτά» δεδομένου ότι μιλά για την υιοθέτηση των βέλτιστων πρακτικών.
Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό στην πράξη;
Κατώτατος μισθός
Το ζητούμενο είναι αν οι δανειστές θα μας επιβάλλουν να πάμε σε έναν νομοθετημένο κατώτατο μισθό (single rate) ή αν θα παραμείνει το σημερινό καθεστώς. Το ζητούμενο, πρακτικά, είναι αν την επόμενη ημέρα των διαπραγματεύσεων, θα υπάρχουν (ή όχι) οι λεγόμενες τριετίες οι οποίες προσαυξάνουν τον βασικό μισθό των εργαζομένων ανάλογα με τα χρόνια προϋπηρεσίας.
Σήμερα, ο βασικός μισθός των 586 ευρώ (ή 511 ευρώ για τα άτομα ηλικίας κάτω των 25 ετών) προσαυξάνεται κατά 10% για κάθε τριετία. Αν πάμε στο καθεστώς του ενός ενιαίου μισθού για όλους, τότε πρακτικά θα υπάρξουν εργαζόμενοι με πείρα οι οποίοι θα χάσουν έως και το 30% των αποδοχών τους.
Θεσμοθετημένος εθνικός κατώτατος μισθός, χωρίς επιδόματα και τριετίες, υπάρχει σήμερα σε 22 από τις 28 χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε όλες σχεδόν τις χώρες, ωστόσο, η απόφαση για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου γίνεται κρατικά και όχι μέσω απ’ ευθείας διαπραγματεύσεων των κοινωνικών εταίρων.
Αυτό ισχύει και στην Ελλάδα (ο βασικός μισθός καθορίζεται με νόμο από τότε που ψηφίστηκε ο νόμος 4172/2013) και δύσκολα θα αλλάξει. Πιθανό είναι βέβαια να αλλάξει το ύψος του κατώτατου μισθού καθώς ο νόμος 4172, προβλέπει μηχανισμό καθορισμού του κατώτατου μισθού και του ημερομισθίου από το κράτος με βάση αντικειμενικά κριτήρια (παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα, κόστος ζωής, επίπεδο απασχόλησης κ.α.), ύστερα από προηγούμενη διαβούλευση με τη ΓΣΕΕ και τις εργοδοτικές οργανώσεις.
Στο στόχαστρο αναμένεται να μπει, εκτός από τις τριετίες, και το θέμα του επιδόματος γάμου το οποίο παραμένει σε ισχύ μέχρι το τέλος του 2016. Τι θα μπορούσε να κερδίσει η κυβέρνηση αν ανοίξει η κουβέντα για το single rate; Την κατάργηση της διαφοροποίησης του μισθού με βάση ηλικιακά κριτήρια.
Απεργίες
Η σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες του εξωτερικού (σ.σ όπως προαναφέρθηκε πιλότος είναι οι βέλτιστες πρακτικές στην Ευρώπη) δείχνει ότι στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά περιορισμένος ο χρόνος προειδοποίησης για την κήρυξη απεργιών (24 ώρες στον ιδιωτικό τομέα και 4 ημέρες στον ευρύτερο δημόσιο) ενώ «ελέγχονται» οι διαδικασίες λήψης των αποφάσεων και οι συνδικαλιστικές «διευκολύνσεις» (άδειες, απαγόρευση απόλυσης κ.ά.).
Είναι πιθανό, να ζητηθεί αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου ώστε οι απεργίες να προκηρύσσονται με την ψήφο του 50% των εγγεγραμμένων στο σωματείο και όχι του 50% των παρευρισκομένων.
Ομαδικές απολύσεις
Σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν προβλέπεται υπουργικό «βέτο» σε ομαδικές απολύσεις ενώ μόνο στην Ολλανδία ζητείται προηγούμενη έγκριση από την περιφερειακή υπηρεσία απασχόλησης η οποία εφαρμόζει την «ουσία» της ευρωπαϊκής οδηγίας 98/59/ΕΚ και των διεθνών συμβάσεων, επιβάλλοντας στον εργοδότη ακόμη και την υποχρέωση καταβολής επιδομάτων ανεργίας.
Στην Ελλάδα είναι ελεύθερες οι απολύσεις σε επιχειρήσεις με λιγότερα από 20 άτομα, και δεν ελέγχονται οι απολύσεις μέχρι 6 εργαζομένων το μήνα για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν 20 έως 150 άτομα και 5% του προσωπικού και μέχρι 30 εργαζόμενοι για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν πάνω από 150.
Το ζητούμενο είναι, για τους δανειστές, να αλλάξει το ποσοστό (στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης) για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Το θέμα είναι αν η απελευθέρωση, θα συνοδευτεί και από μέτρα προστασίας των εργαζομένων αντίστοιχα με αυτά που υπάρχουν στο εξωτερικό. (σχέδιο για τη στήριξη, κατάρτιση ή και επαναπρόσληψη, κατά σειρά προτεραιότητας, των απολυομένων).
Η Ελλάδα αποκλίνει, και σε ό,τι αφορά στο δικαίωμα των εργοδοτών στην ανταπεργία (lockout). Στις περισσότερες χώρες, υπάρχει αυτό το δικαίωμα, ωστόσο, ακόμη και οι ίδιοι οι εργοδότες στην Ελλάδα δεν φαίνεται να ζητούν μια τέτοια αλλαγή.
Επέκταση συμβάσεων
Έχοντας ως «πάτωμα» ασφαλείας τον κατώτατο (νομοθετημένο) μισθό για τις ελάχιστες αμοιβές κάθε ατομικής ή επιχειρησιακής σύμβασης εργασίας, η ευρωπαϊκή πρακτική ενθαρρύνει την αποκέντρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την (υπό όρους) επέκταση όσων υπογράφονται σε επίπεδο κλάδου.
Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας, της Δανίας κ.α όπου έχει αναπτυχθεί κουλτούρα διαπραγμάτευσης σε κλαδικό και επιχειρησιακό επίπεδο.
Στην Ελλάδα κυριαρχούν, πλέον, οι ατομικές (σχεδόν για τους 8 στους 10 εργαζόμενους) και οι επιχειρησιακές συμβάσεις (163 μέσα στο πρώτο 5μηνο) ενώ οι ελάχιστες κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές (μόνο 6 και 3, αντίστοιχα) δεσμεύουν μόνο τα μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων που τις υπογράφουν, δημιουργώντας συνθήκες άνισου ανταγωνισμού (και αποχώρησης των εργοδοτών από τις οργανώσεις τους).
Αυτό είναι άλλο ένα πεδίο στο οποίο θέλει να εμφανίσει μια «νίκη» η ελληνική κυβέρνηση, εμφανιζόμενη ότι επαναφέρει, έστω και μερικώς, τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr