Χρήστος Χωμενίδης:''Η μεγαλύτερη ηδονή του κόσμου δεν είναι να σε βλέπει να ανεβαίνεις, είναι να σε βλέπει να πέφτεις.''
Για άνθρωπος που αυτοκτόνησε πρόσφατα, ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης σφύζει από ζωή και ενέργεια! Και σε πείσμα όσων διέδωσαν ότι εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο, εκείνος παραμένει με ορμητική σκέψη και απολαυστικό λόγο. Η ευρυμάθεια και το κοφτερό του μυαλό είναι χαρακτηριστικά που σίγουρα συνδυάζονται με την ιδιότητά του, δεν είναι όμως αυτά που τον κάνουν καλό συγγραφέα. Ο Χρήστος Χωμενίδης ζει και αναπνέει ως συγγραφέας, δε γράφει μυθιστορήματα και διηγήματα έως ότου βρει τον πραγματικό επαγγελματικό του προσανατολισμό.
Για άνθρωπος που αυτοκτόνησε πρόσφατα, ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης σφύζει από ζωή και ενέργεια! Και σε πείσμα όσων διέδωσαν ότι εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο, εκείνος παραμένει με ορμητική σκέψη και απολαυστικό λόγο. Η ευρυμάθεια και το κοφτερό του μυαλό είναι χαρακτηριστικά που σίγουρα συνδυάζονται με την ιδιότητά του, δεν είναι όμως αυτά που τον κάνουν καλό συγγραφέα.
Ο Χρήστος Χωμενίδης ζει και αναπνέει ως συγγραφέας, δε γράφει μυθιστορήματα και διηγήματα έως ότου βρει τον πραγματικό επαγγελματικό του προσανατολισμό.
Γράφει γιατί αυτό ήταν ανέκαθεν η μεγάλη πρόκληση με την οποία ήθελε να αναμετρηθεί.
Γράφει επίσης γιατί οι ιστορίες που δημιουργούνται μέσα στο κεφάλι του διεκδικούν την αυτονομία τους, πιέζουν επίμονα να βγουν στην επιφάνεια του χαρτιού. Ψάχνοντας πάντα μια απροσδόκητη οπτική γωνία στα πράγματα, ο Χρήστος Χωμενίδης γεννά ιδέες και βιβλία με την ευκολία που άλλοι τον «αυτοκτόνησαν».
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
Προφανώς δεν αυτοκτόνησες ποτέ και εξίσου προφανώς η είδηση της «αυτοκτονίας» σου ήταν μια πολύ μοχθηρή και μακάβρια φάρσα. Πιστεύεις όμως ότι θα καταφέρεις κάτι επιμένοντας να ψάχνεις το θέμα με τη Δικαιοσύνη;
Έχω υποβάλει μηνύσεις, βρίσκομαι σε επαφή με τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος και η υπόθεση προχωρά. Αυτό το κάνω για δύο λόγους: Αφενός επειδή εγώ υπέστην τεράστια ψυχική οδύνη, αφετέρου –και ίσως αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό– επειδή δε θα ήθελα να συμβεί κάτι παρόμοιο σε οποιονδήποτε άλλο.
Κυνηγάς ανώνυμους τύπους στο χάος του Ίντερνετ. Δεν είναι κάπως μάταιο και ρομαντικό αυτό;
Ό,τι κι αν ισχύει στο Διαδίκτυο, δεν μπορώ να δεχτώ ότι κάποιοι συμβάλλουν στο να γίνει οχετός χωρίς κανένα όριο ενώ οι ίδιοι κρύβονται για λόγους κοινωνικής ευπρέπειας στο απυρόβλητο. Νομίζω ότι ξέρω πού έγινε η πρώτη δημοσίευση – ήταν σε ένα blog. Επιπλέον, από συγγραφική περιέργεια θα ήθελα να δω το πρόσωπο του ανθρώπου που συνέταξε την είδηση. Με ενδιαφέρει να δω ποιος είναι, υπό ποιες συνθήκες ζει, πώς του ήρθε να γράψει ότι αυτοκτόνησα. Θα καθόμουν να του μιλήσω, να μάθω ποια ήταν η ψυχική διαδικασία που τον οδήγησε να γράψει ό,τι έγραψε, τι του συνέβη, αν σκέφτηκε τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για μένα, για τους οικείους μου. Τι θα γινόταν, π.χ., αν ζούσε η μητέρα μου, πληροφορούνταν το «θάνατό» μου και τύχαινε να μη με βρίσκει στο τηλέφωνο;
Η «αυτοκτονία» ήταν η αιτία για το διαζύγιό σου από τα social media;
Εγκατέλειψα το Twitter γιατί βαρέθηκα να ξυπνάω κάθε πρωί και να βλέπω δεκάδες μηνύματα που με βρίζουν. Νομίζω ότι τα social media, επειδή είναι εθιστικά, προκαλούν παρενέργειες των οποίων θα επιληφθούν σύντομα ψυχίατροι. Πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι που, εάν τους έβαζες στο δίλημμα «Τι προτιμάτε; Να ζήσετε, αλλά χωρίς πρόσβαση σε κανένα social medium, να μην έχετε λογαριασμό σε κανένα Twitter, Facebook κ.λπ., ή να πεθάνετε ως πρόσωπα, αλλά να συνεχίσετε να έχετε τους λογαριασμούς σας;», θα διάλεγαν το δεύτερο. «Φόβος και παράνοια» στο Τwitter;
Η μεγαλύτερη ηδονή του κόσμου δεν είναι να σε βλέπει να ανεβαίνεις, είναι να σε βλέπει να πέφτεις. Είναι σαν θεοφαγία. Πώς οι άνθρωποι παλιά έτρωγαν τους βασιλιάδες και τους θεούς τους; Έτσι γίνεται συμβολικά σήμερα και με τα λεγόμενα είδωλα, ειδικά τα ποπ είδωλα, τους επώνυμους κ.λπ. Όμως δε μου αρκεί αυτή η εξήγηση για την τόση επιθετικότητα. Πολύ χαρακτηριστικό είναι αυτό που συνέβη με τον Πάσχο Μανδραβέλη. Ως δημοσιογράφος αλλά και ως απλός άνθρωπος, έχει δικαίωμα να εκφράζει τις απόψεις του. Το να του γράφουν όμως διάφοροι, κρυμμένοι πίσω από ψευδώνυμα, σε σειρά tweets «να βγάλουν καρκίνο τα παιδιά σου» είναι τρελό, ένα μίσος που δεν ξέρω από πού εκπορεύεται και πού κρυβόταν τόσα χρόνια. Αναρωτιέμαι αν υπήρχε ανέκαθεν ή αν είναι ακόμη μία κακή παράπλευρη συνέπεια της κρίσης.
Δεν είναι λογικό η κρίση να προκαλεί αρνητικά συναισθήματα και επιθετικότητα;
Είναι σίγουρο ότι, όταν ένας άνθρωπος χτυπηθεί από κάποια σοβαρή ασθένεια, το πρώτο που κάνει είναι να αρνηθεί ότι πάσχει και το δεύτερο να οργίζεται κατά παντός υπευθύνου. Στη συνέχεια το αποδέχεται και στο τέλος το παλεύει. Φοβάμαι ότι μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας βρίσκεται μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου σταδίου, είμαστε δηλαδή μεταξύ άρνησης και οργής. Όταν συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή είναι η κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπίσουμε, θα αρχίσουμε να κάνουμε και βήματα προς τα μπρος. Βέβαια, αυτό μοιάζει με το να είσαι σε έναν κυλιόμενο ιμάντα που σε τραβάει προς τα κάτω κι εσύ πρέπει να αρχίσεις να ανεβαίνεις. Είναι παράδοξο, αλλά αυτό έχουμε μπροστά μας.
Η οργή, έστω και ως αυθόρμητη αντίδραση, δεν είναι χρήσιμη για να κινητοποιεί το λαό και να θέτει φραγμούς στην εξουσία;
Αιτίες οργής υπήρχαν ανέκαθεν. Δεν είδα όμως το πλήθος να οργίζεται, να γίνονται διαδηλώσεις έξω από τα δημόσια νοσοκομεία που παρείχαν άθλιες υπηρεσίες υγείας – και μιλάω για την υποτιθέμενη καλή εποχή. Δεν είδα κόσμο να μαζεύεται έξω από τα δημόσια σχολεία που παρείχαν υποβαθμισμένη εκπαίδευση. Μια κοινωνία που έχει μετατρέψει τα δημόσια γυμνάσια και λύκειά της σε πρόσχημα είναι καταδικασμένη να καταρρεύσει. Εάν τελικά καταρρεύσει εξαιτίας μιας φυσικής καταστροφής ή μιας οικονομικής κρίσης, αυτό είναι ζήτημα τύχης. Η μοίρα της πάντως ήταν να καταστραφεί ούτως ή άλλως. Εγώ πιστεύω στη θεωρία του «υποκείμενου νοσήματος». Αν παρομοιάσουμε την οικονομική κρίση με μια επιδημία γρίπης, εμείς οι Έλληνες κοντεύουμε να πεθάνουμε διότι είχαμε πολλά υποκείμενα νοσήματα ως κοινωνία, ήμασταν εξασθενημένοι οργανισμοί ήδη, οπότε η έλευση της κρίσης μάς τσάκισε.
Ως συγγραφέας και διανοούμενος, ποιος πιστεύεις ότι είναι ο δικός σου ρόλος σε μια τόσο δύσκολη και μπερδεμένη περίοδο;
Δε θεωρώ τον εαυτό μου διανοούμενο και δε μου αρέσει καθόλου αυτή η ετικέτα, ειδικά όταν χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τους απλούς ανθρώπους. Διότι, αφενός μεν για τους δημοσιογράφους ο διανοούμενος είναι κάτι σαν κοινωνικό μπιμπελό, αφετέρου ο καθένας είναι διανοούμενος. Προσωπικά, θα γινόμουν πολύ πιο δημοφιλής, θα με συνέφερε και επαγγελματικά ως συγγραφέα να γίνω κι εγώ μια πασιονάρια των αγανακτισμένων. Να φωνάζω κι εγώ ότι «βρισκόμαστε υπό γερμανική κατοχή» και «πάρτε τα όπλα». Όπου κι αν πήγαινα, θα με σήκωναν στα χέρια. Ε, όχι, δεν το κάνω. Το θεωρώ έως και αντιπατριωτικό. Οι άνθρωποι που σπείρουν τον πανικό, εκείνοι που κλαίγονται ή αγανακτούν από τα μικρόφωνα και τις τηλεοράσεις, δεν ανήκουν στους άνεργους. Είναι opinion makers που τον παλιό καλό καιρό ήταν στην αιχμή του δόρατος του lifestyle και ξαφνικά άλλαξαν τροπάριο και έγιναν οι μπροστάρηδες των αγανακτισμένων.
Οπότε, ποια είναι η δική σου στάση ως δημόσιου προσώπου και ως λογοτέχνη;
Η θέση μου απέναντι στα πράγματα είναι ότι έχω υπηρετήσει στο στρατό, έχω πληρώσει όλους μου τους φόρους, δεν έχω πάρει έστω και ένα ευρώ κρατικής επιχορήγησης και κατά συνέπεια, μην έχοντας υποχρέωση σε κανέναν τέτοιου τύπου, νομίζω ότι μπορώ να λέω ό,τι θέλω. Εγώ ζω πουλώντας το προϊόν της εργασίας μου, το οποίο μάλιστα δε θεωρώ ευγενέστερο από το προϊόν της εργασίας κάποιου άλλου, π.χ. ενός επιπλοποιού κ.λπ. Αν δίνω χαρά σε αυτούς που αγοράζουν τα βιβλία μου, είμαι διπλά χαρούμενος κι εγώ. Ο δρόμος που ακολουθεί ένας άνθρωπος που παράγει βιβλία, μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων κ.λπ. είναι ο πιο επισφαλής που υπάρχει και έχει τεράστιο ρίσκο. Διότι, όπως έλεγε και ο Παπαδιαμάντης, «ασχολούμεθα με πράγματα μη παραδεδεγμένης χρησιμότητος». Ωστόσο, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει –περίπου το ίδιο για όλους μας– αυτό που συνέβη στην αρχαία Αθήνα: Όταν είπαν στο Σωκράτη: «Φύγε για να γλιτώσεις, άδικα και εξαιτίας συκοφαντίας αύριο θα σου δώσουν το κώνειο και θα πεθάνεις», εκείνος απάντησε: «Εγώ μένω στην Αθήνα και όταν είναι δίκαιη και όταν είναι άδικη. Και όταν ευημερεί και όταν δυστυχεί, και στα καλά της και στα δεινά της. Δε σκοπεύω να φύγω τώρα, δεν είναι πρέπον». Ο Σωκράτης παρέμεινε και έκανε το καθήκον του, το οποίο εκείνη τη στιγμή ήταν να υποστεί την άδικη απόφαση της πόλης. Διότι ή είσαι με την πόλη ή δεν είσαι. Εγώ είμαι με την πόλη, εννοώντας την Ελλάδα. Θεωρώ ότι αυτή η χώρα μού έδωσε αγάπη, μου έδωσε ευκαιρίες –τόσο οι κοντινοί μου άνθρωποι όσο και το ευρύτερο περιβάλλον–, μου έδωσε αυτή την υπέροχη γλώσσα που μιλάω. Αυτόν το χώρο στον οποίο κατοικώ δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω. Ούτε να ποντάρω στη δυστυχία του.
Παρ’ όλ’ αυτά, κατά κάποιον τρόπο εγκατέλειψες τη δική σου πόλη, την Κυψέλη και την Αθήνα.
Εδώ και αρκετούς μήνες μοιράζω το χρόνο μου ανάμεσα στην Αθήνα και την Κέρκυρα, και επίσης υπάρχει ένα μωρό 17 μηνών. Είναι δύο πράγματα καινούρια: Από τη μία το να βλέπεις ένα παιδάκι να μεγαλώνει και να ανακαλύπτει τον κόσμο από την αρχή – και η πατρότητα έχει να κάνει με αυτό, εφόσον μέσα από το παιδί ανακαλύπτεις κι εσύ τον κόσμο. Το δεύτερο είναι να βλέπεις μια τελείως διαφορετική κοινωνία από αυτήν που έχεις συνηθίσει. Γιατί εγώ δεν είχα μείνει ποτέ εκτός Αθηνών στην Ελλάδα, και μάλιστα σε μικρό μέρος. Η Κέρκυρα μοιάζει περισσότερο με ιταλική επαρχία παρά με ελληνική. Γιατί ο δημόσιος χώρος –αυτό που βλέπει κανείς στο δρόμο– είναι εξαιρετικά όμορφος, ενώ και από ιστορική άποψη τα Επτάνησα, ιδίως δε η Κέρκυρα, απέφυγαν την τουρκοκρατία, την ανατολική δομή της κοινωνίας. Κι έτσι βλέπεις πώς θα ήταν η Ελλάδα αν δεν είχε γίνει κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εξάλλου, ο Διεθνής Οργανισμός Υγείας λέει ότι η υγεία στον άνθρωπο είναι η ικανότητα προσαρμογής. Και είναι καλό να αλλάζεις τρόπο ζωής.
Δύσκολο να σε φανταστεί κάποιος ως πατέρα.
Νομίζω ότι ο βαθύτερος λόγος που ήθελα να κάνω παιδί ήταν ότι είχα ο ίδιος μια πολύ ωραία παιδική ηλικία, την οποία ήθελα με έναν τρόπο να ξαναζήσω. Επίσης, από μικρός πήρα πολλή αγάπη, την οποία ήθελα να δώσω με τη σειρά μου σε ένα άλλο παιδί. Ένας επιπλέον λόγος είναι ότι πέθανε η μητέρα μου. Μέχρι την ημέρα που πέθανε εκείνη, ήθελα να γίνω πατέρας, αλλά μόνο θεωρητικά. Όταν η μητέρα μου αρρώστησε και έβλεπα ότι θα πεθάνει, πλέον το παιδί έγινε ανάγκη. Δυστυχώς είμαι τόσο ανώριμος μάλλον, που έπρεπε να φύγει κάποιος ώστε να ανοίξει ο δρόμος για να έρθει κάποιος άλλος. Το παιδί είναι απορροφητήρας ενέργειας, αλλά και πολλαπλασιαστής αγάπης και χαράς. Πάντως, νομίζω ότι όταν αποκτάς κόρη οφείλεις να υπερβείς τον εαυτό σου. Με το γιο μπαίνεις στον πειρασμό να προεκτείνεις τον εαυτό σου ως άντρας.
Η κόρη σου, η κρίση, η ζωή στην Κέρκυρα... Από τι πήρες έμπνευση για το νέο σου βιβλίο;
Το Ο κόσμος στα μέτρα του, που θα κυκλοφορήσει σύντομα, δεν έχει σχέση με τίποτε από αυτά, τουλάχιστον όχι άμεσα. Είναι ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στον Άγιο, τη μοναδική ελληνική αποικία που υπήρξε ποτέ, αν και μόνο στο δικό μου μυαλό. Εκεί ζουν Μανιάτες πολεμιστές του αμερικανικού εμφυλίου, ο Μανώλης Χιώτης και ένας εντεταλμένος από τον Ανδρέα Παπανδρέου διοικητής. Αυτός είναι και ο κεντρικός μου ήρωας, τον οποίο και παρακολουθούμε να μεταλλάσσεται από μποέμ τύπος σε κάτι άλλο. Φυσικά, το νησί είναι μια αλληγορία, είμαστε όλοι εμείς.
Πιστεύεις ότι μπορεί κάποιος να φέρει τον... κόσμο στα μέτρα του;
Μέχρι μια ηλικία το πίστευα, τουλάχιστον για τον εαυτό μου. Έπαιξα όμως και έχασα. Κατάλαβα με το χειρότερο δυνατό τρόπο ότι ο κόσμος δεν είναι στα μέτρα σου, ότι δεν μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, ακόμη κι αν οι προθέσεις σου είναι ευγενείς. Η καταστροφή θα έρθει από εκεί που δεν το περιμένεις. Πάντα από εκεί έρχεται.
Άρα, πώς πρέπει να ζούμε; Με διαρκή προετοιμασία για τη στιγμή που θα μας έρθει ο ουρανός στο κεφάλι ή χωρίς καμιά έννοια;
Ούτε το ένα ούτε το άλλο ακριβώς. Νομίζω ότι πρέπει να είναι κανείς χαλαρός, να αναπτύξει την προσαρμοστικότητά του, να νοιάζεται για τους άλλους και, κυρίως, να μην παίρνει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του. Σοβαρά αξίζει να παίρνει κανείς μόνο τα πάθη του.
Τελικά, με όλα αυτά, συνεχίζεις να είσαι αισιόδοξος;
Εννοείται. Νομίζω ότι η φιλοσοφία της ζωής μου σήμερα εκφράζεται ιδανικά από ένα τραγουδάκι, το οποίο περιέχει το στίχο «hope for the best, expect the worst», «να ελπίζεις για το καλύτερο και να περιμένεις το χειρότερο». Και ναι, αισιοδοξώ, για διάφορους λόγους. Κατ’ αρχάς, ιστορικά, οι παππούδες μας μεγαλούργησαν αν και έφυγαν από τη Μικρά Ασία χωρίς δεύτερη αλλαξιά ρούχα. Η Ελλάδα παραμένει ένας υπέροχος τόπος, ένα από τα καλύτερα «οικόπεδα» του κόσμου, με ένα λαό που μόνο για πέταμα δεν είναι. Και, τέλος πάντων, οφείλουμε να αισιοδοξούμε. Εμείς που είμαστε στην ακμή της ζωής μας και έχουμε ένα δημόσιο λόγο δεν επιτρέπεται να μην είμαστε φάροι αισιοδοξίας και αλεξικέραυνα του πανικού. Εάν εμείς στέλνουμε μηνύματα καταστροφής, ουσιαστικά παρασύρουμε όσους και όποιους μας ακούνε στην κατάθλιψη και στο φούντο. Κανείς υγιής και αρτιμελής άνθρωπος, ιδιαίτερα στην ηλικία των -άντα, δεν επιτρέπεται να μην αισιοδοξεί.
Αυτές είναι οι τελευταίες σου λέξεις; Γι’ αυτό το τεύχος, για να μην παρεξηγηθώ...
Όχι. Είναι πολύ αστείο το εξής: Ανάμεσα στις ύβρεις που δέχτηκα μέσω Twitter ήταν και το ότι είχα δημοσιεύσει το πρώτο μου διήγημα στο Playboy. Όλοι αυτοί οι τύποι έχουν τόσο μαύρα μεσάνυχτα, ώστε θεωρούν πως το Playboy είναι ένα πορνογραφικό περιοδικό και, επειδή κατατρύχονται από έναν επαναστατικό πουριτανισμό, πιστεύουν ότι με το να δημοσιεύσεις το διήγημά σου στο Playboy είσαι ένας πορνογράφος. Βοήθειά μας .
Πηγή: playboy.gr
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr