Η σπουδαία μας σκηνοθέτης Κατερίνα Ευαγγελάτου: μεγάλωσα στο θέατρο, οι γονείς μου ο Κώστας & η Λήδα......

Αυτό το καλοκαίρι, μετά τις παραστάσεις της «Άλκηστης» με το Εθνικό Θέατρο, η Κατερίνα Ευαγγελάτου ετοιμάζει την αναβίωση της παράστασης του πατέρα της, που θα ξαναπαιχτεί στο Ηρώδειο, στις 26 Σεπτεμβρίου.

«Ο άνθρωπος ζει τρεις κορυφαίες φάσεις », μου έλεγε πέρσι τον Αύγουστο ο Σπύρος Ευαγγελάτος, σε μια συνάντησή μας στις πρόβες του «Αμύντα». «Τη γέννηση, τον έρωτα το θάνατο. Τη γέννηση δεν την επιλέγουμε. Το θάνατο κατά συντριπτική πλειοψηφία όχι – εξαιρούνται οι αυτόχειρες – ο έρωτας όμως,  αν έχουμε την τύχη να ερωτευθούμε στη ζωή μας μια ή καμία φορά, τρεις ή πέντε, είναι κάτι που σχετίζεται και με τη βούληση του ανθρώπου και με την ιδιοσυγκρασία του. Στον έρωτα ενώνονται όλες οι εποχές. Δεν υπάρχει εποχή που να μην έχει ασχοληθεί με τον έρωτα πλην του αρχαίου δράματος, εκεί μόνο δεν υπάρχει σαν κεντρικός πυρήνας. Αυτό μας συνδέει σήμερα με τον Αμύντα»

Με την ευκαιρία της αναβίωσης της παράστασης, η Αργυρώ Μποζώνη συναντήθηκε με την Κατερίνα Ευαγγελάτου και μίλησε για τον «Αμύντα», αλλά και την κληρονομιά του Σπύρου Ευαγγελάτου και του ιστορικού Αμφι-θεάτρου μέσα από τις αναμνήσεις της, για λογαριασμό του elculture.gr

Φωτογραφίες: Δανάη Κωτσάκη

 

«Η ιδέα του να ξαναπαιχτεί ο «Αμύντας» είχε ξεκινήσει αμέσως μετά την περσινή πρεμιέρα στο Ηρώδειο», λέει η Κατερίνα Ευαγγελάτου. 

«Είχε επιτυχία και επειδή παίχτηκε μόνο για μια μέρα ξεκίνησαν οι συζητήσεις για το πώς μπορεί να ξαναπάει στο Ηρώδειο, οπότε τοποθετήθηκε κατευθείαν για το επόμενο καλοκαίρι, δηλαδή για φέτος. Aυτή η ιστορία είχε ξεκινήσει ενώ ο πατέρας μου ζούσε, εν συνεχεία η μοίρα, ας πούμε, έφερε τα πράγματα με ένα τρόπο ανάποδο και άλλο από αυτόν που θα περίμενε κανείς, όλοι όμως οι συντελεστές ήθελαν να το ξαναπαίξουν. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε ότι έχει νόημα να γίνει και έτσι πήρε το δρόμο του, να γίνει σαν μια γιορτή στη μνήμη του, γιατί είναι μια παράσταση ευφρόσυνη, πολύ αστεία και εκείνος την έκανε με μεγάλο κέφι. Εγώ δεν έχω καμία σκηνοθετική παρέμβαση, αυτή η παράσταση φέρει την υπογραφή του πατέρα μου, ήρθα να βοηθήσω όπως θα το ‘κανε οποιοσδήποτε άλλος συνεργάτης του, που βοηθάει τους ηθοποιούς να θυμηθούν το πνεύμα της σκηνοθεσίας. Είμαι ένας παράξενος μεσολαβητής αυτή τη στιγμή, ώστε να ξαναπάρει η παράσταση τη ζωντάνια της».

Ψυχολογικά σού φαίνεται περίεργο;

 

Κοίταξε, μου φαίνεται κάπως περίεργο, ή μάλλον είναι από αυτά που προτιμάς να μη σκέφτεσαι, λες «αυτό είναι και πάμε τώρα να κάνουμε τη δουλειά μας», άλλες στιγμές φυσικά είναι πιο συναισθηματική η προσέγγιση. Νομίζω, πάντως, πως επειδή ακριβώς είναι πολύ αστεία η παράσταση και οι πρόβες είναι πολύ ευχάριστες, αυτό είναι πολύ ωραίο. Η ατμόσφαιρα δεν έχει τίποτα το πένθιμο.

Εσύ είσαι ένα γέννημα του Αμφι-θεάτρου, του θεάτρου που ίδρυσε ο πατέρας σου, πες μου μια ανάμνηση που έχεις. Πώς θυμάσαι τον εαυτό σου;

 

Μια ανάμνηση που έχω καθαρή, είναι να παίζω όταν ήμουν έξι χρονών στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας, στους «Επιτρέποντες». Ήταν μια από τις επαναλήψεις των «Επιτρεπόντων» και στα ιντερμέδια χρειαζόταν ένα παιδάκι. Συνήθως έβρισκαν ένα παιδάκι από το μέρος που έπαιζαν, εκεί το ζήτησα μόνη μου να παίξω και έβγαινα στα ιντερμέδια μαζί με τη μητέρα μου που έσερνε ένα κάρο και δρασκελούσαν τις εποχές οι ηθοποιοί και στο κάρο εμείς είχαμε τα ρούχα τους, ήμουνα ας πούμε το παιδάκι του μπουλουκιού. Θυμάμαι την αίσθηση του θεάτρου, ένα αρκουδάκι που το έχω ακόμα…

Στη συνέχεια, στα χρόνια του σχολείου, σε επηρέαζε η ζωή των γονιών σου;

 

Όταν ήμουν στο δημοτικό μου άρεσε πολύ το θέατρο, κάναμε παραστάσεις, στο διάλειμμα έπαιρνα ένα παραμύθι και αυτοσχεδίαζα, μετά στο γυμνάσιο πέρασα μια περίοδο που είπα «δε θέλω να κάνω θέατρο», θέλω να κάνω κινηματογράφο, το είχα πάρει πολύ ζεστά, αλλά ο έρωτας αυτός ήταν βραχύβιος. Μετά πήγα στη Φιλοσοφική, απογοητεύτηκα οικτρά από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και μετά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους με το θέατρο.

Μπορείς να μου μιλήσεις για παραστάσεις του Αμφι-θεάτρου που θυμάσαι και σε έχουν με ένα τρόπο επηρεάσει;

 

Θυμάμαι όλες τις παραστάσεις, άλλες περισσότερο άλλες λιγότερο, κάποιες τις έχω δει και παραπάνω από δυο φορές, τέτοιες ήταν ο «Άμλετ», ο «Βόϊτσεκ», το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», η «Ηλέκτρα», οι «Νεφέλες» με τον Καρακατσάνη, πολύ διαφορετικές παραστάσεις μεταξύ τους, αυτές σίγουρα τις ξεχώριζα. Αλλά έβλεπα και παραστάσεις άλλων θεάτρων, κυρίως με τη γιαγιά μου ή με φίλες μου.

 

Τι ήταν αυτό που έκανε το Αμφι-θέατρο τόσο ξεχωριστό;

 

Είναι δύσκολο να σου απομονώσω εγκεφαλικά ένα πράγμα. Ήταν ένα μέρος που το ένιωθα απολύτως οικείο. Και τους ανθρώπους του, μου άρεσε αυτή η κλειστή οικογενειακή ατμόσφαιρα που υπήρχε, σε σχέση με το ποιος ήταν στο ταμείο, στο μπαρ, μου άρεσε ο τρόπος που οι θεατές προσέρχονταν και παρέμεναν μετά την παράσταση και μιλούσαν και τους γνώριζες πια. Υπήρχε μια προσωπική σχέση με τον θεατή. Επειδή ήταν ένα θέατρο που έμεινε εκεί 30 χρόνια έμπαινε κόσμος μέσα και ρωτούσε «Τι ετοιμάζετε φέτος;». Ήταν μια εστία μέσα στην οποία μου άρεσε το ότι υπήρχαν οι ίδιοι ηθοποιοί, ένα είδος ensemble, έφταναν καινούριοι συνέχεια, αλλά υπήρχε πυρήνας. Είχε κάτι πολύ ζεστό όλη η ατμόσφαιρα όπως ήταν οργανωμένη χωρίς βεντετιλίκια, νομίζω για όλους αυτούς τους λόγους, αλλά και γιατί μπορούσες να ανεβάσεις έργα ρεπερτορίου χωρίς να έχεις το νου σου στο ταμείο, δηλαδή με το νου σου να προσφέρεις ένα κείμενο που κανείς δε το γνωρίζει, όλη αυτή τη μανία του πατέρα μου ή να κάνεις κλασικά έργα σαν να είσαι ένα εθνικό θέατρο. Όλα αυτά ήταν συναρπαστικά.

Θα ήθελα να θυμηθούμε τις λιγοστές, δυστυχώς, αλλά πολύ ιδιαίτερες σκηνοθεσίες της μητέρας σου, Λήδας Τασοπούλου.

 

Άργησε πολύ να ξεκινήσει να σκηνοθετεί η μητέρα μου και δεν πρόλαβε να κάνει περισσότερα. Είχε πάντα πολύ καλή επαφή με τον ηθοποιό, ήταν μια πολύ καλή δασκάλα, ακριβώς επειδή και η ίδια είχε πολλά χιλιόμετρα πίσω της και είχε μεγάλο ταλέντο μετάδοσης στη διδασκαλία. Αυτό φαινόταν και στις σκηνοθεσίες, έκανε τους ηθοποιούς να νιώθουν ελεύθεροι και αυτό ήταν κάτι πολύ ωραίο. Στο Αμφι-θέατρο έκανε εντελώς διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους, τα έργα «Τρεις κύβοι ζάχαρης για τον καφέ της Κίρκης», «Το Πάσχα», «Αστραπές χωρίς βροντή», «Το τέλος του παιχνιδιού», «Ο δρόμος της Μήδειας είναι μονόλογος».

 

Από το Αμφι-θέατρο ξεκίνησες και εσύ την καριέρα σου.

 

Στο Αμφι-θέατρο έκανα την «Ερωτευμένη νεκρή», μετά τη «Λέσχη της αυτοκτονίας» και το 2010 έκανα την «Εκδίκηση». Εκεί είχα δημιουργήσει μια μικρή σκηνή 40 θέσεων, την «είσοδο κινδύνου». Μετά έκλεισε το θέατρο, αν δεν είχε κλείσει σίγουρα θα επανερχόμουν.

Για ποιο λόγο θα έλεγες σε κάποιον σήμερα αν θα σε ρωτούσε, ότι το Αμφι-θέατρο ήταν ένα σπουδαίο θέατρο;

 

Νομίζω το Αμφι-θέατρο κατάφερε κάτι μοναδικό γιατί συνδύασε δυο διαφορετικά σκέλη, που το ένα ήταν παιδευτικό και το άλλο ήταν καλλιτεχνικό. Αυτό είναι όντως μοναδικό. Υπήρχε η λαχτάρα των άγνωστων κειμένων και μετά το κομμάτι του μεγάλου οράματος σε σχέση με τα κλασικά έργα και την τραγωδία και το πώς αντιμετωπίζουμε το αρχαίο δράμα. Είναι και αυτός ένας από τους λόγους που πιστεύω πως το Αμφι-θέατρο άλλαξε τη ροή ων πραγμάτων. Στην εποχή του έλεγαν ότι ήταν ο τρίτος δρόμος μεταξύ Εθνικού και θεάτρου Τέχνης. Ήταν ένα θέατρο που με αυτό τον τρόπο διαμόρφωσε γενιές θεατών μέσα σε δύσκολες συνθήκες, με μεγάλη συνέπεια προκειμένου να κρατήσει το όραμα της προσφοράς, του ρεπερτορίου, συνέχεια, αδιάλειπτα με στόχο την Επίδαυρο, με αγάπη για την Επίδαυρο και ας λένε κάποιοι ότι ήταν απλώς ένα προσωπικό πάθος.
 

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr