Το τραγούδι στον πόλεμο του ’40 - Βέμπο & Δανάη, ρεμπέτες και μούσες του ελαφρού ρεπερτορίου κατά του κατακτητή! (βίντεο)
Ηταν οι αγαπημένες ερμηνεύτριες των Ελλήνων στα δύσκολα χρόνια του πολέμου.
Η πρώτη από λαϊκή οικογένεια, αυτοδίδακτη, ξεχώρισε νωρίς για τη φωνή και την εκφραστικότητά της στη θεατρική σκηνή.
Η δεύτερη, αντίθετα, από λόγιο περιβάλλον, με καλές μουσικές σπουδές, μεγαλωμένη σε ένα σπίτι όπου κυριαρχούσαν οι τέχνες, ξεχώρισε στην πίστα και το βαριετέ.
Σοφία Βέμπο
βικιπαίδεια/Δανάη Στρατηγοπούλου
Ηταν οι αγαπημένες ερμηνεύτριες των Ελλήνων στα δύσκολα χρόνια του πολέμου.
Η Σοφία Βέμπο έγινε εθνικό σύμβολο. Αλλά δραστήρια με μαχητικό πνεύμα ήταν και η Δανάη Στρατηγοπούλου.
Σοφία Βέμπο
Η Σοφία Βέμπο (Καλλίπολη Ανατολικής Θράκης, 10 Φεβρουαρίου 1910 – Αθήνα, 11 Μαρτίου 1978) Χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης» λόγω των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευε κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.
Τον Σεπτέμβριο του 1933 αποφάσισε να πάει στη Θεσσαλονίκη να βρει τον αδελφό της Τζώρτζη που σπούδαζε εκεί που είχε καιρό να στείλει γράμμα. Έτσι παίρνοντας την κιθάρα της επιβιβάστηκε στο Α/Π Κεφαλληνιά όπου στη διάρκεια του ταξιδιού της άρχισε με την κιθάρα της το τραγούδι. Σε ελάχιστο χρόνο όλοι οι επιβάτες του πλοίου και το πλήρωμα βρίσκονταν γύρω της και την χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι από τη φωνή της. Αυτή θεωρητικά ήταν και η πρώτη δημόσια εμφάνιση της Σοφίας.
Μεταξύ των επιβατών ήταν και ένας καλλιτεχνικός διευθυντής που, ακούγοντάς την, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που στο τέλος την πλησίασε και της συστήθηκε, Κωνσταντίνος Τσίμπας, ήταν ο μεγαλύτερος ιμπρεσάριος της Θεσσαλονίκης, (που αργότερα αποδείχθηκε και πράκτορας των Γερμανών), ο οποίος και πρότεινε στη Μπέμπο με την άφιξή της στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει στο μεγάλο κοσμικό κέντρο ΑΣΤΟΡΙΑ. Φθάνοντας η Μπέμπο στη Θεσσαλονίκη, όπου την περίμενε ο αδελφός της, συζήτησε την πρόταση του Τσίμπα οπότε με τη συγκατάθεση εκείνου η Μπέμπο την επομένη ξεκίνησε τις πρώτες καλλιτεχνικές της εμφανίσεις, όπου οι θαμώνες κάθε βράδυ παρέτειναν το πρόγραμμά της με τα συνεχή χειροκροτήματά τους.
Αρχή καριέρας
Μέσα σε μια μόλις εβδομάδα η φήμη της έχει φθάσει στην Αθήνα όπου και αμέσως της γίνεται πρόταση να εμφανιστεί στο θέατρο του Φώτη Σαμαρτζή. Η Μπέμπο, ενημερώνοντας σχετικά τους γονείς της που δεν έφεραν αντίρρηση, αποδέχθηκε την πρόταση και στις 25 Οκτωβρίου του 1933 βρίσκεται στην αθηναϊκή σκηνή του θεάτρου «Κεντρικόν», του Φώτη Σαμαρτζή, στην πλατεία Κολοκοτρώνη, συμμετέχοντας στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 33», με τον θίασο Σαμαρτζή-Μηλιάδη.
Στην επιθεώρηση αυτή η Μπέμπο παρουσιαζόταν σαν τσιγγάνα με μια κιθάρα με την οποία και απέδιδε το πρώτο της τραγούδι που ήταν «Μια γυναίκα πέρασε». Η επιτυχία που είχε ήταν εκπληκτική, όταν στο τέλος υποκλίθηκε και περνώντας την κιθάρα της στον ώμο κατευθύνθηκε προς τα παρασκήνια, οι άλλοι ηθοποιοί τής φώναζαν:
— «Που πας, δεν ακούς τον κόσμο που σου φωνάζουν "μπιζ";»
— «Και τι με νοιάζει εμένα αν φωνάζουν "μπιζ";» αποκρίθηκε η Μπέμπο, μη γνωρίζοντας τον όρο που σήμαινε επανάληψη.
Τέσσερις φορές χρειάστηκε η Μπέμπο να επαναλάβει αυτό το τραγούδι κατά τη πρεμιέρα προκειμένου να ικανοποιήσει το κοινό που παραληρούσε και χειροκροτούσε όρθιο. Στο τέλος της παράστασης όλοι οι ηθοποιοί την συνεχάρησαν λέγοντας της «μπράβο ήσουν υπέροχη», μεταξύ των οποίων ο Ορέστης Μακρής, η Μαρίκα Νέζερ, ο Φώτης Αργυρόπουλος κ.ά. Τότε υπέγραψε συμβόλαιο 10.000 δραχμών το μήνα, αστρονομικό για την εποχή εκείνη για έναν τραγουδιστή και για μία θεατρική περίοδο. Σημειώνεται μάλιστα ότι στη παράσταση αυτή ο Πολ Νορ την βάπτισε καλλιτεχνικά Σοφία Βέμπο (αντί Έφη Μπέμπο). Από εκείνη την πρώτη παράσταση η καλλιτεχνική εξέλιξη της Σοφίας Βέμπο πλέον, υπήρξε αλματώδης.
Η Βέμπο στον πόλεμο
Η έκρηξη στην καριέρα της ήρθε με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Τότε, όλες οι επιθεωρήσεις προσάρμοσαν τη θεματική τους στην πολεμική επικαιρότητα και τα τραγούδια επαναγράφονται με πατριωτικούς στίχους.
Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο. Την ίδια εποχή, σε μία συμβολική πράξη, προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες. Με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα φυγαδεύεται μεταμφιεσμένη σε καλόγρια στη Μέση Ανατολή, όπου συνεχίζει να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα.
Το «βαρύ πυροβολικό της Μάντρας του Αττίκ», όπως χαρακτήριζαν τη Δανάη, τραγουδούσε σε νοσοκομεία και συμμετείχε στην Εθνική Αλληλεγγύη και την Αντίσταση. Ενώ η Βέμπο ζούσε τον δικό της μοναδικό θρίαμβο όπου τη χρειάζονταν.
Ενας άλλος κόσμος έβρισκε παρηγοριά στο αίσθημα του λαϊκού, που επίσης ήταν στις επάλξεις. «Καιρός πια το μπουζούκι μου στο πλάι να τ’ αφήσω/ να πάρω το ντουφέκι μου να πάω να πολεμήσω./Δε το βαστάω σπλάχνο μου να κάθομαι εδώ πέρα/ και τα παιδιά να πολεμούν ’κεί πάνω νύχτα-μέρα», έγραψε ο ρεμπέτης Στέλιος Κερομύτης.
Δανάη Στρατηγοπούλου
Η Δανάη Στρατηγοπούλου (8 Φεβρουαρίου 1913 – 18 Ιανουαρίου[ 2009) ήταν Ελληνίδα τραγουδίστρια, μουσικός, συγγραφέας, μεταφράστρια και καθηγήτρια της ελληνικής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγου της Χιλής, καθώς και φωνητικής μουσικής σε πολλά ωδεία.
Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος η Δανάη κατέφυγε στα Τρίκαλα όπου και διέμενε η αδελφή της. Το 1946 βρίσκεται καθηγήτρια φωνητικής μουσικής στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών και στη Δραματική Σχολή Ευγ. Χατζίσκου. Στην περίοδο της Χούντας διετέλεσε καθηγήτρια «τιμής ένεκεν» στην έδρα Ελληνικής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο και κατά την περίοδο 1972–1973 τακτική έμμισθη καθηγήτρια στο αυτό Πανεπιστήμιο.
Ήταν μέλος της Εταιρίας Στιχουργών και Μουσικοσυνθετών Ελλάδος, της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Επιτροπής Αλληλεγγύης με την Χιλή, του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών κ.ά. Επίσης η Δανάη είχε δώσει σειρά διαλέξεων σε Πανεπιστήμια της Χιλής καθώς και πολλά ρεσιτάλ με ελληνικά τραγούδια.
Είχε τιμηθεί με πολλές καλλιτεχνικές διακρίσεις, επαίνους, δύο βραβεία για τους στίχους της καθώς και ειδικό βραβείο της Προεδρίας της Χιλής επί Αλλιέντε στο Φεστιβάλ του Χιλιανού ελαφρού τραγουδιού το 1972. Η Δανάη μιλούσε γαλλικά, ισπανικά και αγγλικά, και ήταν μόνιμος κάτοικος της Ραφήνας. Διατηρούσε άριστες σχέσεις με τη Χιλιανή Πρεσβεία των Αθηνών, μέχρι το θάνατό της στις 18 Ιανουαρίου του 2009.
Η Δανάη έγραψε περισσότερα από 300 τραγούδια, πολλά σε στίχους δικούς της, και πολλά βιβλία, ενώ ασχολήθηκε και με μεταφράσεις. Μετέφρασε, ανάμεσα στα άλλα, ελληνικά δημοτικά τραγούδια στα ισπανικά και ποιήματα του Πάμπλο Νερούδα στα ελληνικά. Ξεχωριστή θέση κατέχει η μετάφραση του Canto General. Είχε εκδώσει πολλά βιβλία καθώς και τον δίσκο Τα πιο όμορφα τραγούδια του Αττίκ. Επίσης διατηρούσε το ψευδώνυμο «Αργυρώ Καλλιγά».
Σοφία Βέμπο
Είναι η εποχή που οι πολεμικές επιθεωρήσεις («Πολεμική Αθήνα», «Φινίτο Μπενίτο», «Κορόιδο Μουσολίνι», «Πολεμικές Καντρίλιες» κ.ά.) έχουν απήχηση παντού. Τα τραγούδια άλλοτε ντύνουν αγαπημένες μελωδίες με επίκαιρους στίχους («Παιδιά της Ελλάδος παιδιά») και άλλοτε είναι νέες συνθέσεις ή σατιρικές παρωδίες βασισμένες σε διεθνείς επιτυχίες, όπως το «Με το χαμόγελο στα χείλη» σε στίχους Γ. Οικονομίδη, που δεν είναι άλλο από την ιταλική μελωδία « Reginella Campagnola» του Eldo di Lazzaro.
Στη δίνη του Εμφυλίου, γράφει ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας στην πολύτιμη έκδοση «Το ελληνικό τραγούδι από το 1821 έως τη δεκαετία του 1950» (Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.), που είναι οδηγός σε αυτή τη μουσική διαδρομή, η Βέμπο «είπε ένα τραγούδι του Μιχάλη Σουγιούλ για το “παιδομάζωμα” και περιόδευσε το 1949 στον Γράμμο και στο Βίτσι στις τάξεις του εθνικού στρατού».
Η Βέμπο τραγούδησε και για την εθνική συμφιλίωση (σε στίχους του Μίμη Τραϊφόρου και μουσική του Θεόφραστου Σακελλαρίδη): «Τώρα που αίμα αδερφικό το χώμα ιδρώνει/ κι η Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά…».
Ρεμπέτικα και λογοκρισία
Τα ρεμπέτικα, τα λαϊκά και τα νεοδημοτικά της εποχής δεν είχαν βέβαια την προβολή του ελαφρού ρεπερτορίου και των επιθεωρήσεων. Πολλά δεν δισκογραφήθηκαν καν. Οι ρεμπέτες ωστόσο εξέφρασαν με τον δικό τους απλό και άμεσο λόγο τις αγωνίες τους: «Οσο κι αν το ’λεγαν πολλοί εγώ δεν φανταζόμουν/ πως τώρα στα γεράματα φαντάρος θα γινόμουν/», τραγουδά ο Μάρκος Βαμβακάρης, ενώ ο Δημήτρης Γκόγκος-Μπαγιαντέρας και ο Στέλιος Χρυσίνης καταγράφουν στο «Του Κυριάκου το γαϊδούρι» την ιστορία ενός μανάβη που του κλέψανε το 1942 στη μεγάλη πείνα το γαϊδούρι του για να το φάνε…
Αλλοι το ρίξανε στο τσάμικο και τους ρυθμούς του (Γιώργος Παπασιδέρης, Γεωργία Μηττάκη, Χρήστος Κονιτόπουλος κ.ά.) και άλλοι σε παλιές επιτυχίες με νέους στίχους. Η γνωστή «Βαρβάρα» του Παναγιώτη Τούντα έγινε «Ακου Ντούτσε μου τα νέα», ο «Αντώνης ο βαρκάρης» μετατράπηκε σε «Μπενίτο» από τον Βαμβακάρη, το «Σιγά καλέ την άμαξα» του Τσιτσάνη σε «Ψηλά στ’ αλβανικά βουνά». Ο Βαμβακάρης έγραψε το «Χαϊδάρι» για τους φυλακισμένους, ενώ ο Μιχάλης Γενίτσαρης κατέγραψε όσο λίγοι την περίοδο εκείνη: «Οι Γερμανοί μάς κυνηγούν μα εμείς δεν τους ακούμε/ εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να σκοτωθούμε./ Θα σαλτάρω θα σαλτάρω/ τη ρεζέρβα να του πάρω/». Τραγούδι έκανε και τη δράση των μαυραγοριτών: «Μικροί μεγάλοι γίνανε/ μαυραγορίτες όλοι/ κι αφήσαν όλο τον ντουνιά/ με δίχως πορτοφόλι/ (…) Πουλήσαμε τα σπίτια μας/ και τα υπάρχοντά μας/ για δυο ελιές κι ένα ψωμί/ να φάνε τα παιδιά μας».
Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη κλείνει μέσα της όλη την τραγική εκείνη περίοδο. «Ο,τι είχα μέσα μου και ό,τι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα», έλεγε ο ίδιος, «τα είπα με το τραγούδι μου αυτό», που είχε αρχικό τίτλο «Ματωμένη Κυριακή». «Διότι εκείνη τη βαριά χειμωνιάτικη νύχτα μιας Κυριακής, είδα με τα μάτια μου τον θάνατο ενός παλικαριού. Μάτωσε η καρδιά μου και εγώ με τη σειρά μου μάτωσα το τραγούδι…».
Ομως και η Αντίσταση είχε το δικό της μεγάλο ρεπερτόριο, είτε αναφερόταν στον Αρη Βελουχιώτη και τους αντάρτες του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ είτε στον Ναπολέοντα Ζέρβα και τον ΕΔΕΣ.
Η απελευθέρωση έφερε σε πολλούς όνειρα για μια νέα αρχή και σε άλλους προβλήματα. «Η ζωή ξαναρχίζει για μας πιο χαρούμενη τώρα», τραγουδούσε η Κάκια Μένδρη, όμως οι Βαμβακάρης, Γενίτσαρης κ.ά. δίνουν μια διαφορετική εικόνα: «Ερχότανε μια παρέα, σου έλεγε “παίξε «ΕΛΑΣ- ΕΛΑΣ για την πατρίδα"”, ερχόταν η άλλη και σου έλεγε “παίξε «Ζέρβα σε θέλει ο βασιλιάς"”».
Η λογοκρισία χειρότερη από πριν, και για δισκογράφηση ούτε λόγος. Εκτός αν πήγαινε διά της πλαγίας οδού. «Απ’ τη μάνα μου διωγμένος» τραγουδούσε ο Τσιτσάνης με τον Βαμβακάρη, όμως το «Κάποια μάνα αναστενάζει», που έγραψε ο πρώτος με τον Μπακάλη, απαγορεύτηκε ένα μήνα από την κυκλοφορία του, και το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Απόστολου Καλδάρα πέρασε από τη λογοκρισία μόνο όταν άλλαξαν κάποιοι στίχοι.
Στο μεταξύ, η χώρα αρχίζει να φλερτάρει με την επιθυμία για καλοπέραση, φυγή, τα αρχοντορεμπέτικα, τη νέα τάξη. «Είμαι η γυναίκα η μοντέρνα που ψηφίζω/ γλεντώ στα κέντρα, πίνω ουίσκι και καπνίζω» τραγουδά η Μαρίκα Νίκου το 1949.
Στην ατμόσφαιρα αυτής της δεκαετίας και η μουσική σκηνή «1002 Νύχτες» στου Ψυρρή, που ετοιμάζει για την Κυριακή (27/10) τα ρεμπέτικα της δεκαετίας του ’40. Η Ελλάδα στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής αλλά και του εμφυλίου πολέμου, μέσα από τους: Σωτήρη Παπατραγιάννη, Δημήτρη Κρανίδα, Αντώνη Ξηντάρη, Θοδωρή Ξηντάρη.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr