Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης - Είχε γράψει το «Τάλγκο» την μεγάλη επιτυχία στο σινεμά ως «Ξαφνικός Έρωτας»
Οι δύο του πατρίδες, η συνήθεια να γράφει πάντα με μολύβι, η γλώσσα
Σε ηλικία 78 ετών πέθανε ο πολυβραβευβευμένος συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης, που είχε γράψει μεταξύ άλλων το «Τάλγκο», στο οποίο βασίστηκε η ταινία «Ξαφνικός Έρωτας».
Ο Βασίλης Αλεξάκης άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στην Αθήνα, την Δευτέρα 11 Ιανουαρίου, μετά και από χρόνια προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1943, ο Αλεξάκης έφυγε στα 17 έλαβε υποτροφία και έφυγε για τη Λιλ της Γαλλίας για να σπουδάσει δημοσιογραφία.
Θα υπάρξει για χρόνια συνεργάτης της εφημερίδας Le Monde, ενώ στη συνέχεια θα ασχοληθεί και με τον κινηματοφράφο, γράφωντας το «Οι Αθηναίοι» - κέρδισε το Α΄ βραβείο στο διεθνές φεστιβάλ κωμωδίας του Σανρούς το 1990, αλλά και με το θάτρο με το «Εγώ δεν…, Μη με λες Φωφώ».
Το 2004 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος και τον Μάρτιο του 2017 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας από το Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το Τάλγκο
Ο Βασίλης Αλεξάκης έζησε την ζωή του έχοντας δύο πατρίδες. Την Ελλάδα και την Γαλλία. Βέβαια πέρασε μέρος της ζωής του και στην Αφρική, ενώ ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη, αλλά και στον κόσμο.
Ξεκίνησε τα γράφει στα γαλλικά, ενώ το «Τάλγκο» ήταν το πρώτο του βιβλίο γραμμένο στην ελληνική γλώσσα. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που έγραψε το 1982 και το οποίο μεταφέρθηκε στο σινεμά με τον τίτλο «Ξαφνικός Έρωτας» το 1984.
Η ειρωνία και ο έρωτας στην πεζογραφία του
Από την παιδική ηλικία στην Ελλάδα και τη δισυπόστατη ελληνογαλλική ταυτότητα μέχρι τα τερτίπια του συγγραφικού επαγγέλματος και τη σχέση με τη μητέρα η ελληνική βιβλιογραφία του Αλεξάκη χωρίζεται επίσης σε τρεις κατηγορίες.
Πεζά και διηγήματα: Η σκιά του Λεωνίδα (1984), Ο μπαμπάς (1997) και Το μυστικό του κίτρινου τάπητα (2000).
Μυθιστορήματα: Έλεγχος ταυτότητας (1986), Το κεφάλι της γάτας (1988), Τάλγκο (1993), Πριν (1994), Η μητρική γλώσσα (1995), Η καρδιά της Μαργαρίτας (1999), Οι ξένες λέξεις (2003), Θα σε ξεχνάω κάθε μέρα (2005), Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ-Μπουμ (2007), μ. Χ. (2007), Η πρώτη λέξη (2011) και Το κλαρινέτο (2016). Προσωπική αφήγηση: Παρίσι-Αθήνα (1993). Ο έρωτας στην πεζογραφία του Αλεξάκη μπορεί να είναι πολλά ταυτοχρόνως πράγματα: αγάπη, ζήλεια, απιστία και ανεκπλήρωτο όνειρο, βαθύς συναισθηματικός δεσμός και σκληρός χωρισμός με οξύ πόνο, αλλά και χαρά υψηλής πτήσης και ανεξέλεγκτο πάθος. Και μπορεί ο έρωτας να είναι επιπροσθέτως αλέγρος και ταξιδιάρης, αλλά και να αναμετριέται κάθε τόσο με το άγχος του θανάτου ή να επιστρέφει (προκειμένου να βρει ένα σταθερό αντίβαρο) στις λυτρωτικές μνήμες των παιδικών χρόνων.
Χρησιμοποιώντας πρωτοπρόσωπη κατά κανόνα αφήγηση, και υιοθετώντας φανερά κινηματογραφικούς ρυθμούς (δεν είναι τυχαίο ότι το Τάλγκο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1984, με τίτλο Ξαφνικός έρωτας, από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο), ο Αλεξάκης θα βάλει δίπλα στις περιπέτειες του έρωτα και την άλλη μεγάλη του έγνοια, τη γλώσσα. Σε ένα πρώτο επίπεδο τον απασχολεί η ελληνική γλώσσα στη σχέση της με τα γαλλικά, τη γλώσσα η οποία τον διαμόρφωσε ως συγγραφέα.
Τον απασχολεί, όμως, και η γλώσσα σε γενικότερο φάσμα: από τη λειτουργία της ως αυτοδύναμου γραμματικού, συντακτικού και φωνολογικού συνόλου μέχρι τις ειδικές μορφές που παίρνει μέσα στα εκφραστικά συστήματα του έρωτα, της τέχνης, της πολιτικής εξουσίας και της καθημερινής συμβίωσης. Η γλώσσα, ωστόσο, απασχολεί τον Αλξάκη κι αλλιώς: όταν αναζητεί τις υπαρξιακές της ρίζες, όταν προσπαθεί να ικανοποιήσει την ανάγκη της για μυθοπλασία ή όταν επιστρέφει στις πρωτογενείς της βάσεις.
Η κοινωνική σκόπευση του Αλεξάκη μοιάζει ορισμένες φορές πολύ συμπαγής και εστιασμένη, όπως όταν ανατέμνει, μονίμως σε ιλαρούς τόνους, τις ισχυρές ταξικές αντιθέσεις της σύγχρονης Ευρώπης ή όταν τα βάζει με την προσήλωση της Ελλάδας στον βυζαντινισμό και την ορθοδοξία, ως τυπικός γάλλος κοσμικός ή ως αντικληρικαλικός υπερασπιστής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αλλά οι καθημερινές του εικόνες υποδεικνύουν, είτε για την Ελλάδα μιλάμε είτε για τη Γαλλία, μια κοινωνία που κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ανάμεσα στο τίποτε και στο μόλις και κάτι.
Το καθημερινό και το ασήμαντο θέλουν να υποδείξουν εν προκειμένω έναν παράταιρο κοινωνικό βηματισμό, που αποκαλύπτει τον παραλογισμό της ατομικής ύπαρξης ενόσω αγωνίζεται να εξοικειωθεί με το μεγαλοπρεπές κενό της, σύμφωνα και με το ΑΠΕ.
Όσο για το χιούμορ του, ο Αλεξάκης αστειεύεται χωρίς να παρωδεί και αποκαθηλώνει χωρίς να εμπαίζει. Η ειρωνεία του δεν είναι ούτε η ειρωνεία της ηθικής της σάτιρας ούτε η γεμάτη αυτοπεποίθηση ειρωνεία του σαρκασμού και του αυτοσαρκασμού.
Μακριά από ευφυολογήματα και ναρκισσιστικές ατάκες, το κωμικό θα αποκτήσει στον Αλεξάκη και μια σαφώς καταθλιπτική όψη, όπου η επίγνωση της ματαιότητας των πραγμάτων θα συναντηθεί με την ήττα που θα υποστεί η λογική από την παραδοξότητα. Παρόλα αυτά, τα πρόσωπα του Αλεξάκη θα μείνουν μακριά από το οποιοδήποτε δράμα και θα πορευτούν ως ήρωες μιας εκ συστάσεως ελαττωματικής πραγματικότητας χωρίς να αποβάλουν ούτε μία στιγμή ο ευφρόσυνο πνεύμα τους.
Η συνήθεια να γράφει πάντα με μολύβι, η Σαντορίνη, η μητέρα του - Μια εκπληκτική συνέντευξη
Το 2019 ο Βασίλης Αλεξάκης μίλησε στην Συνάντηση και την Έλενα Τσίφτη για την ζωή του, την απόφαση να πάει στην Γαλλία, την ζωή σε δύο χώρες, αλλά και την Σαντορίνη από όπου και καταγόταν.
Ο ίδιος έγραφε μέχρι και το τέλος της ζωής του με χαρτί και μολύβι. Του έδινε χρόνο να σκεφτεί, να διορθώσει. Μάλιστα στην Αθήνα θα κάνει και σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, που δημιούργησε και ο ένας από τους δύο τους γιούς.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr