Λάμπρος Κωνσταντάρας- "Ο ωραίος Έλληνας": Ένας αριστοκράτης στη μεγάλη οθόνη - Οι ταινίες - οι μεγάλοι έρωτες - το άδικο τέλος (φώτο-βίντεο)

36 χρόνια χωρίς τον Λαμπρούκο

Αν δεν είχε δραπετεύσει κολυμπώντας,την Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού στην Κέρκυρα, αν δεν είχε εγκαταλείψει τις σπουδές για να γίνει χρυσοχόος στο Παρίσι, και είχε αναλάβει το οικογενειακό χρυσοχοείο στο κέντρο της Αθήνας και ίσως αν δεν τον είχε ανακαλύψει ο Λουί Ζουβέ, εμείς ίσως θα είχαμε στερηθεί τις άπειρες στιγμές γέλιου και συγκίνησης που μας χάρισε αποδίδοντας με μοναδικό τρόπο, τις έξοχες ατάκες των συγγραφέων της εποχής.

Είχε την ικανότητα μια απλή φράση όπως το "Λίγο νερό βρε παιδιά " ή το "Ρεμάλιααα" που έλεγε στην ταινία "Ο στρίγκλος που έγινε αρνάκι", να την μετατρέπει σε ατάκα που γίνεται "viral" για δεκαετίες.

Λίγοι ηθοποιοί είχαν τέτοια επιρροή στο κοινό. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήταν ο ορισμός του γοητευτικού άντρα . Γεννημένος Τζέντλεμαν. Γεννημένος σταρ. 

Ψηλός , με αρχοντικό παράστημα, ευγενής, με εκφραστικό βλέμμα. 

Στο Παρίσι τον αποκαλούσαν «Le beau Grec», δηλαδή «ο ωραίος Έλληνας».

 

 

Πηγαίο και αβίαστο ταλέντο, διέπρεψε σε κωμωδίες που έμειναν στην ιστορία αλλά ερμήνευσε εξαιρετικά και δραματικούς ρόλους.

Ο Κωνσταντάρας είχε την ικανότητα να κάνει το κοινό να αγαπάει τους ήρωες που υποδυόταν.

Θα έλεγε κανείς ότι πριν ερμηνεύσει κάθε ρόλο, ανέλυε όλες τις πτυχές του χαρακτήρα του, και τις απέδιδε τέλεια. Ήταν πάντα ένας "χείμαρος" που ήταν αδύνατον να ξεχάσεις.

Το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του αγαπημένου ηθοποιού μεταδιδόταν αβίαστα και στους ρόλους του.

Η ωραία φωνή του ήταν ένα ακόμα έξτρα όπλο στα πολλά στοιχεία του ταλέντου και της γοητείας του.

Ο εφοπλιστής Λάμπρος Φωκάς στην ταινία "Βίβα Ρένα", ο Αντώνης Δέλβης,, ο βιομήχανος μπαμπάς της Αλίκης στην ταινία "Η κόρη μου η σοσιαλίστρια" , ο υπουργός Ανδρέας Μαυρογυαλούρος, στην ταινία "Υπάρχει και Φιλότιμο", αλλά κι ο "τσγκούνης", Λάμπρος Σκουντρής, στην ταινία ο "Σπαγκοραμένος", κι ο Παρασκευάς Καρατζόβαγλου, στην ταινία "Ο Μπλοφατζής" είχαν ένα κοινό γνώρισμα: Είχαν μία έμφυτη αρχοντιά. 

Ο Κωνσταντάρας ήταν ένας αριστοκράτης στη μεγάλη οθόνη.

 

 

"Παιδί" του μεγάλου θετράνθρωπου Λουί Ζουβέ...

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ηθοποιούς του θεάτρου και του κινηματογράφου.

Μπορεί να διέπρεψε στο απαιτητικό είδος της κωμωδίας, αλλά και οι δραματικοί ρόλοι, τους οποίους ερμήνευσε στο θέατρο, επαινέθηκαν από την κριτική.

Βέρος Αθηναίος, με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη, γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου 1913, στο Κολωνάκι, στην οδό Πλουτάρχου 13, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τη σχέση του με τον αριθμό 13.

Γιος χρυσοχόου, δούλεψε κοντά στον πατέρα του και αφού πέρασε δύο χρόνια στη Σχολή Υπαξιωματικών του Ναυτικού στην Κέρκυρα και ασχολήθηκε παθιασμένα με το ποδόσφαιρο, το 1931 βρέθηκε στο Παρίσι για να σπουδάσει την τέχνη του χρυσοχόου.

 

 

Όλως τυχαίως βρέθηκε να παίζει ως κομπάρσος σε μία ταινία και στη συνέχεια σε μία θεατρική παράσταση, που σκηνοθετούσε ο σπουδαίος Γάλλος θεατράνθρωπος Λουί Ζουβέ.

Μαγεμένος από τα φώτα της ράμπας, αποφάσισε να κάνει στροφή στη ζωή του και ν’ ασχοληθεί με την υποκριτική.

Μαθήτευσε κοντά στον Ζουβέ και το 1937 έκανε την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στο θέατρο με το «Σχολείο Γυναικών» του Μολιέρου.

 

 

Τον επόμενο χρόνο αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα και εμφανίστηκε στην Αθήνα, στο έργο του Τζέιμς Μπάρι «Τα παράσημα της γριούλας» πλάι στην Κατερίνα (Ανδρεάδη).

Ακολούθησαν ρόλοι στα έργα «Το στραβόξυλο» του Δημήτρη Ψαθά, «Ο μισάνθρωπος» του Μολιέρου, «Ο παίχτης» του Ντοστογιέφσκι, με θιάσους όπως των Μιράντας - Παππά και Μουσούρη - Αρώνη.

Το 1948 συγκροτεί για πρώτη φορά θίασο με τη Μιράντα Μυράτ και το 1958 τον πρώτο προσωπικό του θίασο και παρουσιάζει το έργο του Τζον Πρίσλεϋ «Ο ανακριτής έρχεται».

Στη μακρά θεατρική του διαδρομή θα συνεργασθεί με σπουδαίους ηθοποιούς, όπως τη Μαρίκα Κοτοπούλη, την Τζένη Καρέζη, τη Μάρω Κοντού, το Νίκο Ρίζο, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την Έλλη Λαμπέτη. Τελευταία του εμφάνιση στο σανίδι στην κωμωδία του Κώστα Πρετεντέρη «Τρελλές επαφές ρωμέικου τύπου», που παρουσίασε μαζί με τη Μάρω Κοντού και τον Νίκο Ρίζο τη διετία 1977 - 1979.

 

 

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής, κυρίως, μέσα από τη μεγάλη οθόνη.

Υπήρξε πρωταγωνιστής από την πρώτη κιόλας ταινία του, «Το τραγούδι του χωρισμού» (1940) σε σκηνοθεσία του Φιλοποίμενος Φίνου, ενώ κράτησε τους πρώτους ρόλους και σε περίπου 90 ακόμα ταινίες.

Καθιερώθηκε ως ο κινηματογραφικός μπαμπάς της Αλίκης Βουγιουκλάκη («Διακοπές στην Αίγινα», «Το ξύλο βγήκε από το παράδεισο», «Η Αλίκη στο Ναυτικό», «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», «Η Λίζα και η άλλη» κ.ά.).

 

 

Το 1969 κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία του στην ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Ο Μπλοφατζής».

Η τελευταία του ταινία ήταν «Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ» (1981) σε σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη.

Στην τηλεόραση ξεχώρισε με το ρόλο του γυναικοκατακτητή Ζάχου Δόγκανου στο σήριαλ του Κώστα Πρετεντέρη «Εκείνες και εγώ», που προβλήθηκε τη διετία 1976-1977, αναφέρει το Σαν σήμερα

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας υπήρξε σπουδαίος ηθοποιός. Το πηγαίο ταλέντο του διαφαίνεται μέσα από τη μεγάλη γκάμα των ρόλων που ερμήνευσε, τόσο στον κινηματογράφο, όσο και στο θέατρο.

 

 

Στα πρώτα του βήματα εμφανίστηκε σε δραματικούς ρόλους, ακόμη και ως ζεν-πρεμιέ, ενώ στη συνέχεια ειδικεύτηκε σε πιο κωμικούς, ως φίλος ή πατέρας -καλοσυνάτος, ανοιχτόκαρδος, ακόμη και αυστηρός πότε - πότε γυναικάς και χιουμορίστας.

Ο ωραίος Έλληνας - ο γυναικοκατακτητής Κωνσταντάρας

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας από μικρός ήταν ο γόης για τα κορίτσια του σχολείου του.

Τον βοηθούσε το πανύψηλο και αθλητικό του παράστημα και τα καταγάλανα εκφραστικά του μάτια.

 

 

Όπως και στις ταινίες, έτσι και στη ζωή του ήταν ο καρδιοκατακτητής της παρέας. Το μυαλό του ήταν μονίμως στα κορίτσια και στις νυχτερινές περιπέτειες.

Με τους φίλους του, όταν έβγαιναν τα βράδια, φλέρταραν συνεχώς

Με τον εγγονό του Λάμπρο/Facebook/Λάμπρος Κωνσταντάρας 

Στο Παρίσι, το 1931, ο Λάμπρος, μαγεμένος και ενθουσιασμένος από τη νυχτερινή ζωή της πόλης του Φωτός ξενυχτούσε με τους φίλους του μέχρι το πρωί με συντροφιά ωραίες γυναίκες.

Τον είχαν ονομάσει «Le beau Grec», δηλαδή «ο ωραίος Έλληνας».

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας στο γάμο του γιου του Δημήτρη - Φώτο www.konstandaras.gr

Ο πρώτος μεγάλος έρωτας

Τον χειμώνα του 1940-41, ο Λάμπρος γνωρίζει και ερωτεύεται τη Γιούλη Γεωργοπούλου, παίζοντας σε μία κωμωδία του Αλέκου Λιδωρίκη με τίτλο, «Μία ζωή είναι αυτή».

Έως τότε, οι σχέσεις του ήταν εφήμερες.

Για αυτή την κοπέλα με τα υπέροχα μάτια διαισθάνεται όμως πως τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Η Γιούλη ήταν μία νέα ηθοποιός με καταπράσινα μάτια και υπέροχα ξανθά μαλλιά.

Τελειόφοιτη του Βασιλικού Θεάτρου θεωρήθηκε εξαιρετικό ταλέντο και περιζήτητη στους θιάσους εκείνης της εποχής.

Ο τρελός της έρωτας όμως για τον Λάμπρο της περιόρισε τις καλλιτεχνικές της ανησυχίες και λίγα χρόνια αργότερα εγκατέλειψε το θέατρο.

Από τη μία η γερμανική κατοχή, από την άλλη η φτώχεια έφεραν τους δύο νέους πιο κοντά.

1947. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με την πρώτη σύζυγό του,ηθοποιό Γιούλη Γεωργοπούλου και το μικρό Δημήτρη τους - Facebook/ Νοσταλγούμε τις παλιές Ελληνικές ταινίες

Μετά από τις παραστάσεις στο θέατρο «Βρετάνια» στο Σύνταγμα επέστρεφαν με τα ποδιά στου Ζωγράφου.

Μέσα στο κρύο και στον φόβο μην τυχόν και τους δει κανένας Γερμανός, καθώς η κυκλοφορία απαγορευόταν εκείνες τις ώρες.

Ο Λάμπρος ήθελε να προστατέψει τη Γιούλη από τους φόβους, τους κινδύνους και τις κακουχίες της Κατοχής.

Οι δυσκολίες εκείνης της εποχής σφυρηλάτησαν έναν μεγάλο έρωτα και μία δυνατή σχέση, με πολλές εκρήξεις και συγκρούσεις, αλλά και βαθιά αγάπη.

Οι καυγάδες του ζευγαριού ήταν ιστορικοί

Ο Λάμπρος ζήλευε πολύ τη Γιούλη, την οποία φλέρταραν συχνά και αυτό τον ενοχλούσε.

Την αδυναμία του αυτή την είχαν καταλάβει πολλοί συνάδελφοί του και συχνά τον πείραζαν. Ο Λάμπρος ήταν κατά του γάμου, των παιδιών και της οικογένειας.

Η Γιούλη όμως σήμαινε για αυτόν κάτι διαφορετικό. Γι΄ αυτό αποφάσισε στις 9 Δεκεμβρίου του 1945 να την παντρευτεί.

Στην εκκλησία όμως, έστησε τη νύφη για μία ώρα γιατί άκουγε από το ραδιόφωνο τον αγώνα της ΑΕΚ, της οποίας ήταν φανατικός οπαδός.

Μάλιστα όταν έφτασε ήταν φανερά εκνευρισμένος, γιατί η αγαπημένη του ομάδα είχε χάσει.

«Νόμιζα κάποια στιγμή θα βάλεις μυαλό. Εσύ όμως είσαι γεννημένος κερατάς. Τέτοιο γάμο δεν θέλω».

Το πρόβλημα για τον Λάμπρο ήταν οι γυναίκες. Δεν μπορούσε να αντισταθεί εύκολα σε μία γυναίκα. Δεν ανεχόταν όμως την καταπίεση.

Μετά τον γάμο τους, οι προστριβές κορυφώθηκαν. Η Γιούλη, έχοντας αποκτήσει παιδί μαζί του δεν ανεχόταν τις ερωτικές του περιπέτειες.

Όπως είπε στη «Μηχανή του Χρόνου» ο Δημήτρης Κωνσταντάρας, «ερωτεύτηκαν γρήγορα, πολύ σύντομα παντρεύτηκαν, το ίδιο σύντομα αποφάσισαν ότι δεν κάνουν μεταξύ τους και το ίδιο σύντομα χώρισαν».

Στο γάμο του γιου του Δημήτρη - Ανάμεσα στην πρώτη σύζυγο του , Γιούλη Γεωργοπούλου & στη δεύτερη σύζυγο του, Φιλιώ Κεκάτου 

Καλουτά. Η πέτρα του σκανδάλου

Αφορμή για τον χωρισμό του ζευγαριού ήταν ο μεγάλος έρωτας του Λάμπρου Κωνσταντάρα για την Άννα Καλουτά.

Ένα βράδυ η Γιούλη ήταν έξαλλη και ο Λάμπρος δεν μιλούσε καθόλου. Εξοργισμένη από τη σιωπή του του είπε να φύγει από το σπίτι.

Εκείνος στην προσπάθεια του να την ηρεμήσει της ζήτησε να προσπαθήσουν να μείνουν μαζί και να φτιάξουν τα πράγματα.

Pinterest

Εκείνη θύμωσε περισσότερο, άρπαξε μία βαλίτσα, έριξε μέσα πρόχειρα μερικά πράγματα του, άνοιξε την πόρτα, πέταξε έξω τη βαλίτσα και του είπε:

«Νόμιζα κάποια στιγμή θα βάλεις μυαλό. Εσύ όμως είσαι γεννημένος κερατάς. Τέτοιο γάμο δεν θέλω».

Ο Λάμπρος άνοιξε την πόρτα, έφυγε με σκυμμένο κεφάλι. Το ίδιο βράδυ γυρίζοντας βρήκε τα πράγματα στην ίδια θέση και την εξώπορτα κλειδωμένη.

Facebook/Λάμπρος Κωνσταντάρας

Ο φλογερός έρωτας με την Άννα Καλουτά

Με την Άννα Καλουτά γνωρίζονταν από τον πόλεμο του 40’, τότε που εκείνη τον είχε πρωτοσυναντήσει τραυματισμένο σε ένα νοσοκομείο.

Από εκεί έγιναν φίλοι, μετά συνεργάτες στο θέατρο και στη συνέχεια αναπτύχθηκε μεταξύ τους ένας φλογερός έρωτας.

Για την Άννα, ο Κωνσταντάρας ήταν ένας σωστός άρχοντας, το όνειρο κάθε γυναίκας.

Δεν μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία του.

Pinterest

Μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια πολύ δυνατή σχέση.

Όπως εκμυστηρεύτηκε ο Δημήτρης Κωνσταντάρας στη «Μηχανή του Χρόνου»: «Μία μέρα με φώναξε η Καλουτά σπίτι της.

Μου είπε λοιπόν πως δεν ήταν αυτή η πέτρα του σκανδάλου για τον χωρισμό του Λάμπρου από τη γυναίκα του.

Μου είπε πως με τον πατέρα σου ερωτευτήκαμε παράφορα, δεν μπορούσαμε να ζήσουμε μακριά ο ένας από τον άλλον.

Ήταν ένας μεγάλος έρωτας και σε έναν μεγάλο έρωτα οι μικρότεροι έρωτες συνήθως υποχωρούν»

Pinterest

Η σχέση του Λάμπρου Κωνσταντάρα με την Άννα Καλουτά κράτησε από το 1949 μέχρι το 1954.

Από τη μία ο δύσκολος χαρακτήρας του, από την άλλη τα συχνά ταξίδια τους σε περιοδείες έφθειραν την σχέση τους με αποτέλεσμα τον χωρισμό τους.

 Χριστίνα Σύλβα Το κορίτσι που έκανε πρόταση γάμου στον Κωνσταντάρα

Μία από τις μεγάλες αγάπες του Λάμπρου Κωνσταντάρα ήταν η Χριστίνα Σύλβα Πουλοπούλου.

Ήταν ένα πολύ όμορφο κορίτσι. Έξυπνη, γελαστή, γεμάτη ζωή, λάτρεψε από την πρώτη στιγμή τον ατίθασο Λάμπρο.

Η Σύλβα μαγεύτηκε από τον πανέμορφο και επιτυχημένο Λάμπρο.

Εκείνος γοητεύτηκε από το καταπληκτικό της πρόσωπο και το χαμόγελό της.

Ανάμεσα τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας.

 

 

Την πήρε κοντά του, την έκανε πρωταγωνίστρια του, μοιράστηκαν τη ζωή τους, αλλά δεν έμειναν ποτέ μαζί.

Ψηλός, γοητευτικός, αλλά πάντα ένα μικρό παιδί, ο Λάμπρος έζησε έντονα τον έρωτα του με τη Σύλβα- όπως την έλεγαν οι φίλοι του.

Η Χριστίνα ήταν τόσο ερωτευμένη με τον Λάμπρο που του έκανε εκείνη πρόταση γάμου. Εκείνος όμως, είχε πει πως δεν ήθελε να ξαναπαντρευτεί.

Ο Κωνσταντάρας είχε κρατήσει μυστική την ερωτική του σχέση με τη Σύλβα από τον μικρό του γιο Δημήτρη.

Η μοιραία αποκάλυψη έγινε μία νύχτα σε ένα ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης, όταν ο Δημήτρης μπήκε στο δωμάτιό της αναζητώντας τον πατέρα του.

Αυτός ο δεσμός δεν κράτησε πολύ. Ο Λάμπρος θεώρησε πως αυτή η σχέση θα του δημιουργούσε πολλά προβλήματα.

Σύμφωνα με διηγήσεις κοντινών του προσώπων, ο χωρισμός ήταν πολύ ερωτικός μέσα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο.

Φιλιώ, η σύντροφος

Μετά από έναν αποτυχημένο πρώτο γάμο, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας σε ηλικία 58 χρονών αποφασίζει να παντρευτεί για δεύτερη φορά τη Φιλιώ Κεκάτου, μία γυναίκα 25 χρόνια μικρότερή του με την οποία συζεί πάνω από 7 χρόνια.

Η Σίσσυ Αιβαλιώτου, ανιψιά του Λάμπρου Κωνσταντάρα, αποκαλύπτει στη «Μηχανή του Χρόνου»:

«Εμείς τον πείσαμε να παντρευτεί τη Φιλιώ. Εκείνος δεν ήθελε γιατί ήταν γενικά κατά του γάμου.

Αλλά τον καταφέραμε να την παντρευτεί για να βάλει μία τάξη στη ζωή του

Γνωρίστηκαν το 1961, παντρεύτηκαν το 1971 και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η Φιλιώ υπήρξε για τον Λάμπρο η γυναίκα που αγάπησε βαθιά, συνειδητά και μακροχρόνια.

Έμεινε μαζί της 14 χρόνια. Όταν τη γνώρισε δεν σκεφτόταν τον γάμο, αλλά ούτε και εκείνη.

Ο Λάμπρος που ήταν εκ φύσεως άστατος, είχε βρει το δικό του «λιμάνι».

Facebook/Λάμπρος Κωνσταντάρας

Θαύμαζε σε αυτή τη γυναίκα την αφοσίωσή της. Η Φιλιώ έμεινε δίπλα του ως πιστή σύντροφος έως και τα τελευταία του χρόνια.

Χρόνια δύσκολα, μετά τα αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια, γεμάτα μελαγχολία, μοναξιά και θλίψη.

Μάρω Κοντού: Η κινηματογραφική "σύντροφος" του Λάμπρου Κωνσταντάρα

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με τη Μάρω Κοντού υπήρξαν ένα από τα πιο ταιριαστά ζευγάρια της ελληνικής σκηνής και της οθόνης.

Αν και συνεργάστηκε στην καριέρα του με πολλές και σημαντικές παρτενέρ, όπως η Ρένα Βλαχοπούλου, η Ρίκα Διαλυνά και η Μέλπω Ζαρόκωστα, με την Κοντού, ανέπτυξε μία ιδιαίτερη σχέση.

Ο Λάμπρος τη θεωρούσε γνήσια και αντιπροσωπευτική παρτενέρ του.

Η Μάρω, από την πλευρά της, τον εκτιμούσε ιδιαίτερα.

«Ήταν μεγάλη η χαρά μου να συνεργάζομαι με τον Λάμπρο. Ήταν άψογος επαγγελματίας και πολύ προικισμένος ηθοποιός.

Ερχόταν πρώτος στα γυρίσματα και έφευγε τελευταίος», λέει η Μάρω Κοντού στη «Μηχανή του Χρόνου».

Ο κόσμος τους είχε ταυτίσει τόσο πολύ ως ζευγάρι από τις ταινίες τους που θεωρούσε πως είχαν ερωτική σχέση και στην προσωπική τους ζωή.

«Ουδέποτε είχα ερωτική σχέση με τον Λάμπρο, ούτε ήμουνα παντρεμένη μαζί του.

Η σχέση μας ήταν μόνο επαγγελματική και καλλιτεχνική.

Εξάλλου, είχε τότε μια γυναίκα – σύντροφο και μετέπειτα σύζυγό του, τη Φιλιώ που ήταν και φίλη μου, ενώ ήμουν και εγώ παντρεμένη», τονίζει η Μάρω Κοντού στη «Μηχανή του Χρόνου».

«Ο Λάμπρος και η Μάρω Κοντού ήταν φίλοι, πολύ καλοί φίλοι, αλλά μόνο αυτό και τίποτα άλλο.

Αποτελούσαν ένα ιδανικό και πολύ ωραίο θεατρικό και κινηματογραφικό ζευγάρι», αναφέρει η Σίσσυ Αϊβαλιώτου, ανιψιά του Λάμπρου Κωνσταντάρα.

Η αστεία παρεξήγηση

Ένα βράδυ σε ένα εστιατόριο στη Σύρο, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του γιου του, Δημήτρη, βρέθηκε τυχαία μαζί με τη Μάρω Κοντού ολόκληρη η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Εθνικής Ελλάδας.

Ενώ χόρευε η Μάρω με τον Δημήτρη, την πλησιάζει ένας παίκτης και της λέει «Να χαίρεσαι τη μητέρα σου».

Ο Δημήτρης γέλασε. «Σιγά βρε παλιόγερε που θα ήμουνα εγώ μάνα δική σου», του απάντησε η Κοντού.

Τα παρατσούκλια

Στον Λάμπρο άρεσε πάντα να λέει την Μάρω Κοντού με διάφορα παρατσούκλια για την πειράξει, συχνά εκτός σεναρίου.

«Λάτρευα το γιαούρτι και στα νησιά που είχαμε γυρίσει τις ταινίες, στην Ύδρα, μ’ άρεσε να τρώω εκείνο το γιαούρτι το παλιό με την πέτσα επάνω.

Έριχνα ζάχαρη ή μέλι και έτρωγα την πέτσα και μέσα σε μια ταινία με λέει Πέτσου Πατρινιά.

Ούτε Πατρινιά είμαι αλλά το Πέτσου του έμεινε», αναφέρει στη «Μηχανή του Χρόνου» η Μάρω Κοντού.

«Αυτός ο αυτοσχεδιασμός που έκανε ήτανε ό,τι πιο ενδιαφέρον για μένα, γιατί με αυτό τον τρόπο ανανεωνόταν η σχέση μας πάνω στο σανίδι.

Αλλά επαναλαμβάνω, η σχέση μας ήταν καθαρά επαγγελματική, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει μέχρι και σήμερα πολύς κόσμος», ξεκαθαρίζει η Κοντού.

Τα πειράγματα και τα σόκιν αστεία στην Μάρω Κοντού

Ο Λάμπρος την αγαπούσε τόσο πολύ που δεν σταματούσε ποτέ να της κάνει πλάκες επάνω στη σκηνή. «Με έλεγε συνεχώς ψηλοκαμήλα.

Λες και ηδονιζόταν να κάνει το αστειάκι του για να σε κάνει να γελάσεις, αλλά εσύ δεν πρέπει να γελάσεις.

Ήτανε ένα μαρτύριο για μένα μερικές φορές», λέει η Μάρω Κοντού.

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, της έκανε συνεχώς πειράγματα με σόκιν αστεία.

«Όταν είχα να μου υπογράψει μία επιταγή ή ένα συμβόλαιο, γιατί συνήθως ήμουνα (στις ταινίες) η ιδιαιτέρα του καταρχήν και μετά η σύζυγός, ζωγράφιζε κάτι κωμικά σκίτσα σόκιν ή μου έγραφε μία πικάντικη φράση για να τη διαβάσω και να γελάσω», θυμάται με νοσταλγία η Μάρω Κόντου.

Κωνσταντάρας και Κοντού έπαιξαν συνολικά σε 12 ταινίες, μεταξύ των οποίων, «Ο στρίγκλος που έγινε αρνάκι» και ο «Φαφλατάς», οι οποίες μέχρι και σήμερα μας χαρίζουν άφθονο γέλιο....

 

Το άδικο τέλος

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας από το 1970 αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας.

Υπέφερε από διαβήτη, αλλά ποτέ δεν πρόσεχε τη διατροφή του.

Το 1978 αρρώστησε με διαβητική κρίση, που λίγο αργότερα τον οδήγησε σε ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο.

Τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, ενώ ετοιμαζόταν να πάει στην παράσταση, παρέλυσε η δεξιά του πλευρά, επηρεάζοντας κυρίως το χέρι και πόδι (ημιπληγία).

 

 

Μεταφέρθηκε γρήγορα στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.

Η υγεία του σταδιακά βελτιώθηκε, όχι όμως τελείως, παρά την τεράστια προσπάθεια που κατέβαλε για να επανέλθει.

Χωρίς να έχει αποθεραπευτεί πλήρως, γύρισε την τελευταία του ταινία το 1981 (Ο Λαμπρούκος μπαλαντέρ), σε σενάριο του γιού του Δημήτρη.

Το εγκεφαλικό όμως του είχε αφήσει προβλήματα και στην ομιλία (κολλούσε σε κάποια σύμφωνα, όπως στο κ και το π).

Ωστόσο στα γυρίσματα της ταινίας ήταν, όπως πάντα, άψογος και οι υπόλοιποι ηθοποιοί έμεναν άφωνοι (Μάρω Κοντού, Νέλλη Γκίνη, Τώνης Γιακωβάκης κλπ).

Μετά από αυτή την ταινία ανανεώθηκε, ηχογράφησε μάλιστα και ένα δίσκο με 12 τραγούδια του γιου του, δεδομένου ότι είχε καταπληκτική φωνή.

Δυστυχώς όμως το καλοκαίρι του 1983 υπέστη δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο, πολύ πιο βαρύ από το πρώτο που τού άφησε έντονα τα σημάδια του, με σοβαρά προβλήματα στην ομιλία και στην κινητικότητα του δεξιού του χεριού.

Έκτοτε κλείστηκε στον εαυτό του καθηλωμένος πλέον, ενώ δεν ήθελε να δει κανέναν και κανείς να μην τον δει, εκτός από τον γιό του.

Έτσι πλέον απομονώθηκε στο σπίτι του στη Βάρκιζα.

Δυστυχώς η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε σταδιακά, ώστε χρειάστηκε να μεταφερθεί εσπευσμένα στο Ασκληπιείο της Βούλας.

Επέστρεψε στο σπίτι του, όπου πέρασε τις τελευταίες του μέρες άφωνος και καταβεβλημένος, αναφέρει η Wikipedia.

Στις 28 Ιουνίου 1985 ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 72 ετών.

Ο θάνατός του έγινε πρώτο θέμα στις εφημερίδες και τις ειδήσεις και συγκλόνισε το πανελλήνιο. Κηδεύτηκε παρουσία πλήθους κόσμου την επόμενη μέρα στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

 

 

 

 

 

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr