Πένθος στο ευρωπαϊκό μπάσκετ: Πέθανε ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο προπονητής - θρύλος (φωτό & βίντεο)

Πέρασε από μεγάλες ελληνικές ομάδες

Την τελευταία του πνοή άφησε σε ηλικία 78 ετών, την Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου, ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο προπονητής - θρύλος του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

Την υσάρεστη είδηση έκανε γνωστή η Σερβική Ομοσπονδία Μπάσκετ. «Ο διάσημος εκλεκτός των εθνικών ομάδων της Γιουγκοσλαβίας και της Σερβίας, ένας από τους καλύτερους προπονητές στην ιστορία του παγκόσμιου μπάσκετ, Ντούσαν Ίβκοβιτς, πέθανε στο Βελιγράδι σε ηλικία 78 ετών» ανέφερε μεταξύ άλλων.

Ο Ντούσαν «Ντούντα» Ίβκοβιτς (σερβικά λατινικά: Dušan "Duda" Ivković, κυριλλικά: Душан "Дуда" Ивковић, Βελιγράδι, 29 Οκτωβρίου 1943) ήταν Σέρβος πρώην επαγγελματίας καλαθοσφαιριστής και πρώην προπονητής. Το 2008, οπότε και ανακοινώθηκε από τη FIBA Europe ο τιμητικός κατάλογος με τις 50 προσωπικότητες με τη μεγαλύτερη προσφορά στην ιστορία του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος (Euroleague), ο Ίβκοβιτς συμπεριλήφθηκε ανάμεσα στους 10 μεγαλύτερους προπονητές στην ιστορία του θεσμού. Το 2017 εισήχθη στο Hall of Fame της Διεθνoύς Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης και τιμήθηκε με το βραβείο «Θρύλος της Ευρωλίγκα», από την Ευρωλίγκα ανδρών.

Αποτελώντας το μοναδικό προπονητή στην ιστορία που έχει κατακτήσει και τους τέσσερις σημαντικότερους ευρωπαϊκούς τίτλους, αποτελεί εξέχουσα προσωπικότητα ανάμεσα στους συναδέλφους του.

 

Το 1980 έρχεται στην Ελλάδα για να προπονήσει τον Άρη παίρνοντας τη θέση του Γιάννη Ιωαννίδη που είχε αναλάβει την εθνική Ελλάδας. Τα δύο χρόνια του στον Άρη δε στέφθηκαν από επιτυχίες, αν και κατάφερε να εδραιώσει την ομάδα στις 3 πρώτες θέσεις του πρωταθλήματος, έχοντας στο ρόστερ το μεγάλο Νίκο Γκάλη με τον οποίο όμως ήρθε σε σύγκρουση ουκ ολίγες φορές. Τελικά το 1982 εγκατέλειψε τον Άρη και στη θέση του επέστρεψε ο Γιάννης Ιωαννίδης, που οδήγησε την ομάδα σε 8 πρωταθλήματα τα επόμενα χρόνια.

Ο ίδιος σε συνέντευξη του το 2016 υποστήριξε ότι ποτέ του δεν είχε πρόβλημα με τον Νίκο Γκάλη, αλλά υπήρχε διοικητικό πρόβλημα στην ομάδα του Άρη και για κάποιους λόγους είχε αποφασιστεί από άλλους να μην πάει ο Άρης για πρωτάθλημα.

Το 1982 επιστρέφει στη Γιουγκοσλαβία για να αναλάβει τη Σιμπένκα. Στην ομάδα έπαιζε τότε, στα 18 του χρόνια, ο Ντράζεν Πέτροβιτς. Με τον Πέτροβιτς να κάνει πράγματα και θαύματα, η μέχρι τότε άγνωστη κροατική Σιμπένκα κατακτά την πρώτη θέση στην κανονική περίοδο του γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος. Στον τελικό των πλέι οφ με αντίπαλο τη Μπόσνα, που είχε πια προπονητή τον Σβέτισλαβ Πέσιτς αντί του Τάνιεβιτς, με τη σειρά να βρίσκεται στο 1-1, το τρίτο και καθοριστικό παιχνίδι γίνεται στο γήπεδο της Σιμπένκα. Με την Μπόσνα να προηγείται με ένα πόντο, σε νεκρό χρόνο γίνεται φάουλ στον Ντράζεν Πέτροβιτς, ο οποίος με 2/2 βολές δίνει τη νίκη στη Σιμπένκα. Την άλλη μέρα, η Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης αποφασίζει ότι το φάουλ έγινε αφού είχε λήξει ο αγώνας, και διατάζει επανάληψη του τρίτου τελικού. Η Σιμπένκα αρνείται να ξαναπαίξει και το πρωτάθλημα δίνεται άνευ αγώνα στην Μπόσνα.

Η επιστροφή του στην Ελλάδα έρχεται το 1991, όταν ο ΠΑΟΚ έχοντας κατακτήσει ήδη το Κύπελλο Κυπελλούχων την προηγούμενη σεζόν υπό τις οδηγίες του Ντράγκαν Σάκοτα, ψάχνει να βρει τον προπονητή που θα τον οδηγήσει στο Πρωτάθλημα Ελλάδας, που ο ΠΑΟΚ είχε να κατακτήσει από το 1959. Την πρώτη χρονιά του στον πάγκο, ο ΠΑΟΚ καταφέρνει να πάρει το πρωτάθλημα με εμφατική νίκη (82-97) μέσα στο ΣΕΦ επί του Ολυμπιακού του Ιωαννίδη, και φτάνει πάλι στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων, όπου όμως θα χάσει με 65-63 από τη Ρεάλ Μαδρίτης.

 

Η επόμενη χρονιά (1992-93) βρίσκει τον ΠΑΟΚ αρκετά αλλαγμένο, με τις προσθήκες του δις πρωταθλητή NBAer Κλιφ Λέβινγκστον και του Χρήστου Τσέκου, αλλά και την αποχώρηση των Νίκου Σταυρόπουλου και Πητ Παπαχρόνη. Η ομάδα φορμάρεται νωρίς και παίζοντας εξαιρετικό μπάσκετ καταφέρνει, με ρεκόρ 11-3 στον όμιλο της Ευρωλίγκα και "sweep" 2-0 επί της Ορτέζ στα προημιτελικά (μάλιστα με το υπερηχητικό 86-103 μέσα στη Γαλλία) να φτάσει για πρώτη φορά στο φάιναλ φορ της κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης του μπάσκετ, που εκείνη τη χρονιά φιλοξενήθηκε στην Αθήνα. Μπροστά σε 10.000 οπαδούς του στον ημιτελικό με την Μπενετόν Τρεβίζο του Τόνι Κούκοτς, και ενώ ο ΠΑΟΚ προηγείται σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, τέσσερα απανωτά τρίποντα του Ιακοπίνι φέρνουν τους Ιταλούς μπροστά, και τελικά ο ΠΑΟΚ χάνει το παιχνίδι με 77-79, και μαζί την ευκαιρία να στεφθεί πρωταθλητής Ευρώπης σε ελληνικό έδαφος. Στο μικρό τελικό και χωρίς κόσμο, μιας και οι οπαδοί του ΠΑΟΚ είχαν αποχωρήσει για τη Θεσσαλονίκη μετά την ήττα στον ημιτελικό, ο ΠΑΟΚ κερδίζει με 76-70 τη Ρεάλ και καταλαμβάνει την 3η θέση. Στο πρωτάθλημα, ο ΠΑΟΚ είναι πρώτος στην κανονική διάρκεια με ρεκόρ 22-4 και μπαίνει με πλεονέκτημα έδρας στα πλέι οφ, αλλά τελικά χάνει από τον Ολυμπιακό στα ημιτελικά.

Την επόμενη χρονιά (1993-94), το ρόστερ του ΠΑΟΚ αλλάζει και πάλι σημαντικά με την αποδέσμευση λόγω οικονομικών προβλημάτων των λατρεμένων από τους οπαδούς ξένων Μπάρλοου και Λέβινγκστον και την επεισοδιακή αποχώρηση του αρχηγού του Παναγιώτη Φασούλα ο οποίος συμφώνησε με τον Ολυμπιακό Πειραιά! Στην θέση τους έρχονται οι Γουόλτερ Μπέρι και Ζόραν Σάβιτς, καθως και ο φοργουορντ της ΑΕΚ Νάσος Γαλακτερός μετά από ένα πολύμηνο Καλοκαιρινό σήριαλ. Τον Ιανουάριο του 1994 όμως ο Ίβκοβιτς εγκαταλείπει την ομάδα λόγω προβλημάτων με τη διοίκηση του συλλόγου. Τη θέση του παίρνει ο μέχρι τότε βοηθός του, Σούλης Μαρκόπουλος, που θα οδηγήσει την ομάδα στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κόρατς με δύο νίκες (75-66 στη Θεσσαλονίκη, 91-100 στην Ιταλία) επί της Στεφανέλ Τριέστε, και παραλίγο στην κατάκτηση του πρωταθλήματος μέσα στο ΣΕΦ απέναντι στον Ολυμπιακό, όπου οι φιλοξενούμενοι διαμαρτύρονται για τον καταλογισμό παράβασης 5 δευτερολέπτων στον Σάβιτς στην τελευταία φάση του αγώνα.

Τα δύο επόμενα χρόνια (1994-96) είναι προπονητής στον Πανιώνιο, με τον οποίο τη δεύτερη χρονιά παραλίγο να φτάσει στον τελικό του πρωταθλήματος (έχασε το 3ο ματς των ημιτελικών από τον Παναθηναϊκό με 68-62 στο ΟΑΚΑ, σε ένα ματς που ο Πανιώνιος προηγούνταν σε όλο το ματς και μάλιστα ακόμα και με 13 πόντους σε ένα σημείο). Τελικά όμως θα καταφέρει να βγάλει την ομάδα στην Ευρωλίγκα για πρώτη φορά στην ιστορία της, "σκουπίζοντας" με 3-0 στο μικρό τελικό την παλιά του ομάδα, τον ΠΑΟΚ.

 

Το καλοκαίρι του 1996 γίνονται ριζικές αλλαγές στον Ολυμπιακό, με το Σωκράτη Κόκκαλη να απολύει το Γιάννη Ιωαννίδη. Τη θέση του τελικά παίρνει ο Ίβκοβιτς, αλλά η ομάδα έχει πολλά σκαμπανεβάσματα σε Ελλάδα και Ευρώπη, με τους ερυθρόλευκους να γνωρίζουν ήττες-σοκ από τον ΒΑΟ στο πρωτάθλημα και από την Άλμπα Βερολίνου εντός και εκτός έδρας στην Ευρωλίγκα. Στο δεύτερο μισό της περιόδου η ομάδα βρίσκει τα πατήματά της, κατακτά πρώτα το Κύπελλο Ελλάδας (80-78 τον Απόλλωνα Πατρών) και στη συνέχεια κάνει μερικές εντυπωσιακές νίκες, με πιο σημαντικές τις δύο επί του Παναθηναϊκού με μειονέκτημα έδρας στα προημιτελικά της Ευρωλίγκας (49-69 εκτός, 65-57 εντός), και δίνει το παρών στο φάιναλ φορ της Ρώμης. Εκεί, αφού κερδίζει με 74-65 την Ολίμπια Λουμπλιάνας στον ημιτελικό, διασύρει με 73-58 στον τελικό τη Μπαρτσελόνα (σε ένα ματς που είχε βρεθεί να χάνει με 0-10 στην αρχή) και κατακτά την Ευρωλίγκα για πρώτη φορά στην ιστορία του. Την επιτυχία αυτή συμπληρώνει με την κατάκτηση και του πρωταθλήματος (3-1 την ΑΕΚ στους τελικούς) και κάνει έτσι το triple crown.

Η επόμενη χρονιά βρίσκει τον «Ντούντα» στην ΑΕΚ, όπου αντικαθιστά το Γιάννη Ιωαννίδη που έχει επιστρέψει στον Ολυμπιακό (ως αντικαταστάτης του Ίβκοβιτς). Στο "δικέφαλο" φτιάχνει μια νεανική ομάδα με τους Μιχάλη Κακιούζη, Δήμο Ντικούδη, Νίκο Χατζή, Νίκο Ζήση, Ιάκωβο Τσακαλίδη και Γιάννη Μπουρούση μεταξύ άλλων. Με την ΑΕΚ κατακτά δύο κύπελλα Ελλάδας στα δύο χρόνια που είναι προπονητής (2000 και 2001) και το Κύπελλο Σαπόρτα (πρώην Κυπελλούχων) το 2000 με νίκη απέναντι στην Κίντερ Μπολόνια του Ετόρε Μεσίνα και του Νίκου Οικονόμου 32 χρόνια μετά τον πρώτο θρίαμβο της ΑΕΚ στο Κύπελλο Κυπελλούχων το 1968. Το 2001 τελικά φεύγει από την ΑΕΚ, δίνοντας τη σκυτάλη στον Ντράγκαν Σάκοτα, έχοντας προετοιμάσει την ομάδα για το πρωτάθλημα που θα κατακτήσει την επόμενη χρονιά (2002) με τον Σάκοτα στον πάγκο.

Μετά από 3 χρόνια απουσίας από τους πάγκους των συλλόγων και ενασχόλησης με την εθνική Σερβίας, το καλοκαίρι το 2010 δέχεται την προσφορά του Παναγιώτη και του Γιώργου Αγγελόπουλου να αναλάβει τον Ολυμπιακό 11 χρόνια μετά την αποχώρησή του. Η πρώτη του χρονιά αρχίζει φανταστικά, με τον Ολυμπιακό να παίζει υπερηχητικό μπάσκετ, να κερδίζει 2 φορές τον ΠΑΟ στην κανονική διάρκεια και να τερματίζει πρώτος με ρεκόρ 26-0 (μοναδικό ρεκόρ για την Α1 από την εποχή του Άρη που είχε κάνει 18-0 τις σεζόν 1986-87 και 1987-88), ενώ στην Ευρώπη διαλύει τη Σιένα με το απίστευτο 89-41 στο πρώτο ματς των προημιτελικών. Οι απογοητεύσεις όμως έρχονται μαζεμένες στη συνέχεια, καθώς οι ερυθρόλευκοι χάνουν τα επόμενα 3 ματς από τη Σιένα και μένουν εκτός φάιναλ φορ, ενώ χάνουν και το πρωτάθλημα από τον ΠΑΟ παρά το πλεονέκτημα έδρας (1-3), και έτσι ο μόνος τίτλος της χρονιάς είναι το κύπελλο.

Μετά από δύο χρόνια μη ενασχόλησης με τη συλλογική του καριέρα, το 2014, συμφώνησε με την τουρκική Ανατολού Εφές, από την οποία αποχώρησε το 2016, έχοντας κατακτήσει το Κύπελλο Τουρκίας το 2015.

Το 2009 επιστρέφει στην εθνική Σερβίας, που τότε είχε πέσει σε μαρασμό καθώς ήταν μακριά από τα μετάλλια για 7 χρόνια. Στο Ευρωμπάσκετ του 2009, με νέους παίκτες όπως ο Τεόντοσιτς, ο Κέσελι κλπ., η Σερβία κάνει την έκπληξη νικώντας τους Ισπανούς στον εναρκτήριο αγώνα, και φτάνοντας ως τον τελικό, όπου τελικά χάνει από τους Ισπανούς και παίρνει το αργυρό μετάλλιο. Στο Μουντομπάσκετ του 2010 φτάνει ως τα ημιτελικά, αποκλείοντας στους 8 την παγκόσμια πρωταθλήτρια Ισπανία (93-89) και χάνοντας την είσοδο στον τελικό στο τελευταίο σουτ από τη διοργανώτρια Τουρκία (83-82) καταλαμβάνει την 4η θέση.

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr