Ο Πέτρος Τατσόπουλος γράφει για τον Αγιο Παϊσιο - Τι είναι και τι δεν είναι
Δεδομένο πρώτο και αδιαμφισβήτητο: ο τηλεοπτικός «Παΐσιος» γνώρισε τεράστια επιτυχία κι επ’ αυτού έχουμε ως αδιάψευστο μάρτυρα την τηλεθέαση· όπως θα μας έλεγε και ο μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ, ουδεμίαν άλλην χρείαν έχομεν μαρτύρων.
Γράφει ο Πέτρος Τατσόπουλος στο In.gr
Ο δημόσιος διάλογος στην πατρίδα μας υποφέρει από λογής λογιών παθογένειες, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο σοβαρές. Η κακοπιστία δεν είναι η πιο σοβαρή ανάμεσά τους, συχνά όμως δίνει τον τόνο και στις υπόλοιπες, επιβάλλει τον βηματισμό τους, υπαγορεύει την τακτική ή ακόμη και τη στρατηγική τους.
Θα περίμενε κανείς, ιδίως την τελευταία δεκαπενταετία, με την κυριαρχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media) στην καθημερινότητά μας, η κακοπιστία να έχει υποστεί ισχυρά πλήγματα, αφού ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν είχαμε τόσες ευκαιρίες, τόσες δυνατότητες για να πληροφορηθούμε πώς αληθινά σκέφτεται ο «άλλος», γρήγορα και ξεκούραστα, χωρίς καν να σηκωθούμε από την καρέκλα μας, κυριολεκτικά με το πάτημα δύο ή τριών πλήκτρων.
Το ακριβώς αντίθετο συνέβη. Είναι τραγική ειρωνεία πως κι εδώ η κακοπιστία έπαιξε τον επιβλαβή της ρόλο λειτουργώντας ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία: θεώρησε εκ προοιμίου ότι ο «άλλος» έχει εχθρικές διαθέσεις απέναντί μας και ύψωσε πάραυτα αλγοριθμικά τείχη για την προστασία μας. Ετσι, αντί να επικοινωνούμε με τον «άλλον» από την ασφάλεια του ιδιωτικού μας χώρου, δίχως στην ουσία να διακινδυνεύουμε το παραμικρό, βρεθήκαμε να επικοινωνούμε μονάχα με ρεπλίκες του εαυτού μας και να ακούμε ασταμάτητα τα δικά μας λόγια από τα δικά τους χείλη.
Είναι το λεγόμενο Σύνδρομο του Ποκαδόρου. Οι χρονίως πάσχοντες με τα τερτίπια της τράπουλας δεν καλούν γύρω από την πράσινη τσόχα ανώτερους παίκτες από τους ίδιους, διότι δεν επιθυμούν βεβαίως να χάσουν. Από την άλλη μεριά οι χειρότεροι – εάν δεν είναι ντιπ για ντιπ κρετίνοι – σταματούν να προσέρχονται οικεία βουλήσει για τον αυτό λόγο. Στο τέλος καταλήγεις να παίζεις με τέσσερις ή πέντε παραλλαγές του εαυτού σου. Καλύτερα να αυτοκτονήσεις πλέκοντας και ξηλώνοντας εσαεί το ίδιο πουλόβερ.
Τα συνήθη συμπτώματα της κακοπιστίας εκδηλώνονται από τη στιγμή που θα (προ)κατασκευάσουμε στη συνείδησή μας ένα ανδρείκελο του «άλλου» που θα έχει μέτρια, μικρή ή και καθόλου ομοιότητα με την αληθινή του εικόνα. Σκιαμαχούμε με το ανδρείκελο που φτιάξαμε και, όχι σπάνια, καλούμε τον «άλλο» να απολογηθεί – να «πάρει θέση», επί το πολιτικά ορθότερο – για τις προκάτ απόψεις που εμείς αποδίδουμε εξαρχής στο ανδρείκελό του.
Οταν ο «άλλος», κάτω από τη δική μας πίεση, αρχίσει να μοιάζει πιο πολύ με το ανδρείκελο παρά με τον εαυτό του και να υπερασπίζεται απόψεις που ποτέ δεν είχε, εισερχόμαστε σε έναν νέο φαύλο κύκλο δημόσιου διαλόγου, όπου το τι πραγματικά πρεσβεύει ο καθένας μας έχει και τη λιγότερη σημασία.
Η αποπνικτική αίσθηση της κακοπιστίας εντείνεται και από μιαν άλλη νοσηρή παράμετρο: δεν διανοούμαστε καν ότι ο «άλλος» μπορεί να εκφράζει απόψεις διαφορετικές από τις δικές μας δίχως παράλληλα να (εξ)υπηρετεί τις απόψεις κάποιου τρίτου. Οποιος διαφωνεί μαζί μας είναι πάντοτε «ετερόφωτος»· χρήσιμος ηλίθιος, εντεταλμένος υπάλληλος ή πληρωμένο τσιράκι των «εχθρών» μας.
Ολες αυτές οι απόψεις μπορεί να ηχούν πολύ θεωρητικές ή/και να φαίνονται νεφελώδεις, αλλά η πρόσφατη περίπτωση με τον δημόσιο διάλογο γύρω από την τηλεοπτική σειρά του «Αγίου Παϊσίου – Από τα Φάρασα στον Ουρανό» (πρωτίστως οι τερατώδεις, σχεδόν παρανοϊκές διαστάσεις που πήρε αυτός ο δημόσιος διάλογος, με την ενεργό συμμετοχή και το «λάδι στη φωτιά» που έριξαν προβεβλημένοι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί παράγοντες) μπορεί να μας δώσει μια καλή ιδέα από την εφαρμογή αυτών των απόψεων στην πράξη.
Καθότι, σύμφωνα με τη γνώμη των περισσοτέρων, όχι απλώς έλαβα μέρος, μα και προκάλεσα αυτόν τον δημόσιο διάλογο με μια «προβοκατόρικη» ανάρτηση τριάντα λέξεων στο Facebook, είμαι σε θέση να σας δώσω μια γεύση ως ανταποκριτής από το επικοινωνιακό «μέτωπο».
Σκόπιμο είναι, σε ανάλογα περιστατικά, να ξεκινάς με τα «δεδομένα», τα πέραν πάσης αμφιβολίας. Δεδομένο πρώτο και αδιαμφισβήτητο: ο τηλεοπτικός «Παΐσιος» γνώρισε τεράστια επιτυχία κι επ’ αυτού έχουμε ως αδιάψευστο μάρτυρα την τηλεθέαση· όπως θα μας έλεγε και ο μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ, ουδεμίαν άλλην χρείαν έχομεν μαρτύρων. Δεδομένο δεύτερο, επίσης αδιαμφισβήτητο, αλλά λιγότερο γνωστό: η τηλεοπτική σειρά μπορεί να προβάλλεται από το Mega, το οποίο και καρπώνεται την επιτυχία της, αλλά – όπως ρητά αναφέρεται στους τίτλους της σειράς – είναι μια παραγωγή του Ινστιτούτου «Αγιος Μάξιμος ο Γραικός (ή Βατοπαιδινός)».
Αμαρτία εξομολογουμένη, ουκ έστιν αμαρτία – λέμε εμείς τα παλαίμαχα παπαδάκια. Δεν γνώριζα την ύπαρξη του Ινστιτούτου έως πέρυσι το καλοκαίρι, όταν το μάτι μου έπεσε σε μια προαναγγελία της τηλεοπτικής σειράς. Από μια πρόχειρη αναδίφηση – λέγε με, γκουγκλάρισμα – διαπίστωσα ότι το εν λόγω Ινστιτούτο είναι δημιούργημα, εντολοδόχος κι επίσημος εκπρόσωπος στην κοσμική μας κοινωνία της Μονής Βατοπαιδίου. Κάπου εδώ ξεκινούν και τα προβλήματα ή, αν προτιμάτε, ο προβληματισμός.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Μονή Βατοπαιδίου δραστηριοποιείται στον χώρο των τηλεοπτικών και κινηματογραφικών παραγωγών. Πρόσφατα συνυπέγραψε την παραγωγή του «Ανθρώπου του Θεού», της μεγάλης θερινής επιτυχίας με τον Αρη Σερβετάλη. Αυτή τη φορά προτίμησε να υπογράψει το δικό της Ινστιτούτο αντ’ αυτής, για λόγους που αγνοούμε, αλλά κάτι τέτοιο ελάχιστη επίδραση ασκεί στην ουσία των πραγμάτων. Καθ’ όλα θεμιτό και αναμενόμενο είναι επίσης το να επιθυμεί η Μονή Βατοπαιδίου να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο πάνω στον αδιαπραγμάτευτο θρησκευτικό χαρακτήρα των δικών της παραγωγών.
Αυτό διαφαίνεται ήδη από τον υπότιτλο της σειράς. Ως γενέτειρα του Παϊσίου προσδιορίζονται τα Φάρασα της Καππαδοκίας και ως μεταθανάτια κατοικία του ο… Ουρανός. Δύσκολα θα γινόταν αποδεκτός ένας ανάλογος τίτλος σε μια σειρά που θα βασιζόταν σε αυστηρά ιστορικά κριτήρια, αλλά εύκολα γίνεται αποδεκτός σε μια σειρά που κηρύττει τη χριστιανική ή όποια άλλη θρησκευτική «αλήθεια». Γι’ αυτό άλλωστε βάζουμε την εν λόγω «αλήθεια» σε εισαγωγικά. Δεν περνάει από τη βάσανο των αποδείξεων, όπως η αλήθεια που προκύπτει από την ιστορική έρευνα
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Παραγωγές ανάλογου θρησκευτικού περιεχομένου πάντοτε γυρίζονταν στην Ελλάδα (και όχι μόνο)· ήταν κάτι σαν συμπλήρωμα διατροφής των έντυπων «βίων αγίων» που μοιράζονταν έξω από τις εκκλησίες κι επειδή στην πλειονότητά τους στηρίζονταν σε ισχνό «μπάτζετ», όπως λέμε στην πιάτσα, είχαν κι ελάχιστη απήχηση.
Πρώτη φορά, ωστόσο, μια θρησκευτική σειρά πλασάρεται ως ιστορική. Θα ήταν σαν αύριο ο Παύλος Χαϊκάλης, που ασκεί ξανά τις αστρολογικές του δεξιότητες, να μας πουλούσε ξαφνικά μούρη ως αστρονόμος. Είναι λιγότερο ευτράπελο και περισσότερο δυσοίωνο από όσο ακούγεται· εάν έχει ακόμη κάποια σημασία το νόημα των λέξεων σε αυτόν τον δύσμοιρο τόπο.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr