Ποιός ήταν ο πειρατής Γεώργιος Νέγρος - ο τίγρης του Αιγαίου?
Χρόνια τώρα τον άκουγα να μου αφηγείται απίθανες ιστορίες από τη ζωή του τελευταίου μεγάλου πειρατή του Αιγαίου. Στο γραφείο του, αντίκρυ στο πέλαγος, είχε απλωμένους άτσαλα παλιούς χάρτες του αρχιπελάγους και πάνω τους έβαζε περίεργα σημάδια. Στα ράφια, στο τραπέζι και στο πάτωμα συσσωρεύονταν βιβλία για κουρσάρους, πειρατές και κάθε άλλο απόβρασμα των θαλασσών. Σε ότι κενό υπήρχε στους τοίχους καρφιτσώνονταν σκίτσα με άγριες φάτσες που κινούνταν απειλητικά σε κάθε θαλασσινή αύρα
Χρόνια τώρα τον άκουγα να μου αφηγείται απίθανες ιστορίες από τη ζωή του τελευταίου μεγάλου πειρατή του Αιγαίου.
Στο γραφείο του, αντίκρυ στο πέλαγος, είχε απλωμένους άτσαλα παλιούς χάρτες του αρχιπελάγους και πάνω τους έβαζε περίεργα σημάδια. Στα ράφια, στο τραπέζι και στο πάτωμα συσσωρεύονταν βιβλία για κουρσάρους, πειρατές και κάθε άλλο απόβρασμα των θαλασσών. Σε ότι κενό υπήρχε στους τοίχους καρφιτσώνονταν σκίτσα με άγριες φάτσες που κινούνταν απειλητικά σε κάθε θαλασσινή αύρα
Και τα ντοσιέ, που δε χώραγαν στα ράφια και στοιβάζονταν στο ξύλινο δάπεδο σε χάρτινες κούτες, πολλαπλασιάζονταν μήνα το μήνα και ξεχείλιζαν με ντοκουμέντα από τη δράση του πειρατή.
Η αναδίφηση κιτρινισμένων αρχείων και αραχνιασμένων βιβλιοθηκών είχε γίνει πάθος, το ίδιο και τα ταξίδια στα νησιά του Αιγαίου. Μάλιστα με παρέσυρε σε ένα από αυτά, στο νησί καταγωγής του πειρατή, τη Σάμο. Διασχίζοντας το Αιγαίο μου έδειχνε τα σημεία που έβρισκε καταφύγιο ο διωκόμενος, απίθανες κρυψώνες που αν δεν ξέρεις, δε βλέπεις.
Είχα πεισθεί πλέον ότι ο Νέγρος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ειδικά όταν ένα χρόνο πριν μου έδωσε να διαβάσω το χειρόγραφο. Αυτό που τύπωσε από τον υπολογιστή του. Ψέματα! Ήταν μια σκηνοθεσία.
Η απάτη αποκαλύφθηκε στο τελευταίο ταξίδι στη Σύρο (Ιούνης του 12). Μου είχε πει, έλα, αυτή θα είναι η τελευταία φορά, πουλάω το σπίτι και φεύγω. Ξεκίνησα να πάω τη μέρα που ξεκίνησε και το δέμα με τα πρώτα αντίτυπα του βιβλίου από τη Θεσσαλονίκη – εκεί τυπώθηκε. Εγώ έφτασα πιο γρήγορα. Και το είδα να φτάνει. Να το παραλαμβάνει. Μπλε σκούρο εξώφυλλο, πιο σκούρο από τη θάλασσα.
Χαιρεκακία να δεις όταν άνοιξε το πακέτο και βγήκαν τα τυπωμένα. Τους την έφερα, ήταν σαν να έλεγε. Μέχρι τώρα όλα μου τα βιβλία ήταν κομμάτια της ζωής μου, εμπειρίες και βιώματα προσωπικά. Για πρώτη φορά τώρα γράφω για έναν άλλο. Με το μυαλό του άλλου. Με τη λαλιά και την ορθογραφία του άλλου. Είναι όμως έτσι;
Ξαναδιαβάζοντας το τυπωμένο βιβλίο είδα την προηγούμενη βεβαιότητα να κλονίζεται. Δεν είναι δυνατόν κάποιος άλλος να γράφει ως Γεώργιος Νέγρος αν δεν είναι Νέγρος ο ίδιος! Αποκλείεται να τον νοιώσει, να παθιαστεί, να ξομολογηθεί όπως εκείνος. Αν δεν παστωθεί στην αρμύρα, αν δεν λυσσάξει στη πείνα, αν δεν νοιώσει το άδικο κατάσαρκα, αποκλείεται να τον ερμηνεύσει. Ούτε ο πιο ταλαντούχος ηθοποιός μπορεί να το κάνει. Για συγγραφέα δεν το συζητάω.
Κι όταν σκέφτηκα ότι αυτό που έκανε ο πειρατής, μετά από κάθε κούρσο να αλλάζει πλεούμενο για να χάνονται τα ίχνη του, το ίδιο έκανε κι ο Τέος μια ζωή τώρα, κάθε αμφιβολία χάθηκε. Βέβαια δεν έχω μια απάντηση στο ερώτημα πως σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα κόλλησε στη Σύρο. Ίσως γιατί τόσα χρειάζονταν για να στηθεί ο μύθος του Γεώργιου Νέγρου. Αυτός ξέρει.
Νομίζω ότι μ αυτό το βιβλίο ξεπέρασε κάθε όριο.
Εγώ αυτά έχω να καταθέσω, κύριοι εισαγγελείς, για να μην πάρω το κρίμα στο λαιμό μου.
Εν κατακλείδι δεν ξέρω αν ο Γεώργιος Νέγρος είναι ο Τέος Ρόμβος ή το αντίστροφο. Ούτε με νοιάζει. Άλλωστε τα ονόματα είναι κάτι σχετικό. Γιατί κι εγώ που υπογράφω αυτή τη κατάθεση, μήπως ξέρετε ποιός πραγματικά είμαι;
Υπάρχει ένας σπουδαίος μύθος για το μικροσκοπικό πουλί κολιμπρί ή κολίμβρι. Ο μύθος λέει πως όταν έπιασε φωτιά στη ζούγκλα κι όλα τα ζώα άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητα και να λουφάζουν κοντά σε μια λίμνη, το κολιμπρί βουτούσε στο νερό σαν πυροσβεστικό αεροπλάνο και με το ράμφος του μετέφερε νερό προσπαθώντας να σβήσει τη φωτιά. Τα υπόλοιπα ζώα που παρακολουθούσαν αμέτοχα την καταστροφή το κοιτούσαν σαστισμένα κι αποχαυνωμένα. Τότε ο ελέφαντας φωνάζει στο κολιμπρί πως είναι μάταιο αυτό που κάνει και πως δεν πρόκειται να σβήσει τη φωτιά. Το κολιμπρί τότε του απαντά «εγώ, κάνω αυτό που μου αναλογεί».
Ο συγγραφέας Τέος Ρόμβος που ζει τα τελευταία χρόνια μαζί με τη σύντροφό του Χαρά Πελεκάνου στην Άνω Σύρα είναι ένα σύγχρονο κολιμπρί. Κάνει αυτό που τού αναλογεί. Δεν είναι ακτιβιστής με χορηγούς και μη κυβερνητικές. Είναι ένας παθιασμένος άνθρωπος με τη ζωή. Συνομιλεί καθημερινά με το Φερεκύδη, τους προσωκρατικούς, το Ροΐδη, το Σουρή, τις σαράντα πέντε γάτες του και τους φίλους του. Αγαπά το διάλογο και το λευκό κρασί. Μαγειρεύει με την αγάπη του και τις αισθήσεις του.
Ο Ρόμβος είναι ένας ενοχλητικός άνθρωπος για τους κρατούντες. Ξέρει τη δύναμη του λόγου και την ισχύ της συλλογικότητας. Γράφει και καταγγέλλει τη βρωμερή λεγόμενη ανάπτυξη και τη συνωμοσία σιωπής των νοικοκυραίων. Δεν είναι οικολόγος με κλιματιστικό και πισίνα αλλά γυρολόγος και περιπατητής, θυμωμένος με τους νεοέλληνες που χέζουν ακροποδητί την πατρίδα τους. Ο Ρόμβος δε ρουφήχτηκε από μανιφέστα και αγγλοσαξονικές φιοριτούρες. Ξέρει τα ονόματα των λουλουδιών και των ανέμων. Θαυμάζει τις γυναίκες και τις ευγνωμονεί. Μέσα στα γραπτά του υπάρχει η γενετήσια δόνηση και το πείσμα για αληθινή ζωή.
Ο Ρόμβος ταξίδεψε, έβγαλε περιοδικά, έκανε ταινίες, φωτογράφισε χαράγματα, έγραψε διαβολεμένα βιβλία. Δεν φωτογραφήθηκε σαν πουτάνα πολυτελείας σε καναπέδες, ποζάροντας ως σπουδαίος λογοτέχνης, ούτε έγλειψε τ’ αρχίδια των ποντοπόρων του συγκροτήματος Λαμπράκη. Στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων της Σύρου δεν υπάρχουν τα βιβλία του. Ο Ρόμβος δεν είναι η πρώτη είδηση για το νησί. Προηγούνται τα μηχανάκια και τα λουκούμια. Ο τουρισμός, η γκλαμουριά και η μαλακία. Ο Ρόμβος όμως είναι ακούραστος. Γράφει για τη Σύρο και τους Συριανούς. Λατρεύει τη Δήλο απέναντι και περιμένει το πλήρωμα του χρόνου αλλά και το πλήρωμα του πειρατή Γεωργίου Νέγρου που θα τον διορίσει μόνιμο αρχαιοφύλακα των φαλλών και των θυμιαμάτων του νησιού.
Ο Ρόμβος είναι ζωντανός και γράφει. Η δουλειά του είναι η τέχνη του θαυματοποιού και του παραμυθά. Του δαιμόνιου ερευνητή που ξεσκολίζει κιτάπια απ’ το επιγραφικό αρχείο του Βερολίνου μέχρι τις ακτινογραφίες της λεκάνης μιας γραίας που παρέσυρε ο άνεμος στην Άνω Μεριά. Ο Ρόμβος έχει χεσμένους τους μεγάλους εκδότες και τα παραπαίδια τους. Το τελευταίο του βιβλίο Γεώργιος Νέγρος, ο τίγρης του Αιγαίου, εξεδόθη από τις εκδόσεις Πανοπτικόν.
Ο Τέος Ρόμβος γράφει: έχω ξεκινήσει το γράψιμο του βιβλίου της Πειρατείας. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το κείμενο δυνατά. Γράφω με αναπνοές, προσπαθώ να γράψω όπως αναπνέω. Προσπαθώ να δώσω στο γραπτό μου ρυθμό. Ανάσες. Πρέπει να προσπαθήσω να γράψω όπως αναπνέω, με ανάσες. Με μια ανάσα, με δυό, με τρείς ανάσες. Έτσι θα βρει το κείμενο το ρυθμό του. Όπως αναπνέω όταν κάθομαι γαλήνιος. Όπως αναπνέω μετά από τρέξιμο. Όπως αναπνέω όταν γαμάω. Όπως αναπνέω όταν είμαι οργισμένος. Όπως θα αναπνέω όταν θα ξεψυχώ…..
Ο Ρόμβος στο ένατο βιβλίο του έχει την ίδια αγωνία. Να βρει το ρυθμό. Να δώσει στίγμα. Να βγάλει την καύλα του αφτιασίδωτη και πυραχτωμένη. Να οξειδώσει την αναπνοή του η αλμύρα, να είναι σφοδρός σαν τον άνεμο που σείει το σπίτι του στην Άνω Σύρο. Ο Γεώργιος Νέγρος του Ρόμβου είναι ένα μικρός γλωσσικός άθλος. Μια λαλιά σμιλεμένη πάνω στον πειρατή που σκαμπανεβάζει το σκαρί του μέσα στην ιστορία ενός ολόκληρου θαυμαστού κόσμου. Με κλέφτες, καλούς, κακούς, πνιγμένους, οπλαρχηγούς, τελάληδες, ανθρώπους με σάρκα και οστά που γαμούν και γαμιούνται. Μια λαογραφία της θάλασσας και της στεριάς με άγριο κύμα, δρολάπια και φουρτούνες και κρύο και ζέστη και ύφαλα και τραγάνες και σπήλαια και ερημονήσια.
Γράφει ο Ρόμβος δια στόματος Γεωργίου Νέγρου του πειρατού: ξαλαφρώνει η ψυχή μες τη βροχή και την αντάρα, εις τα αστροπελέκια και τα μπουμπουνητά, εις τον άγριο άνεμο και εις τη λύσσα του καιρού. Ομπρός εις το θεριό θάλασσα, κανένας μας δεν ωφελεί, γινόμαστε μικροί και πάει καπνός η αποκοτιά μας.
Ο Ρόμβος είναι αυτό που γράφει. Είναι αυτό που διδάσκει, χωρίς διδακτισμό. Είναι απόγονος των πειρατών και των γάτων. Ένας μάγος συγγραφέας που φτιάχνει και εξαίσιες μακαρονάδες.
Ο Τέος Ρόμβος αρχίζει το Γεώργιο Νέγρο του έτσι: Το παλιό πέτρινο σπίτι που κατοικούμε το σαρώνουν χίλιοι άνεμοι. Κάθε χειμώνα αλλά και στα καλοκαιριάτικα μελτέμια το κτίσμα ζωντανεύει, αντιδρά, βογκάει, δονείται λες και τρέφεται από τους ισχυρούς ανέμους που κατεβαίνουν ανεμπόδιστα στο Αρχιπέλαγος κι έρχονται από χώρες βορινές και παγωμένες. Κι όταν ο αέρας ξεπερνάει τα εννέα και δέκα μποφόρ και αρχίζει ένας μόνιμος γδούπος πάνω στα βορινά ντουβάρια, τότε μπλέκεται και σφυρίζει στις κορυφές των δέντρων, τρεμουλιάζει και πάλλεται στα πατζούρια της μπαλκονόπορτας, στριμώχνεται κάτω από χαραμάδες και μαζί τρυπώνουν καμπανοκρουσίες, ερωτικά τραγούδια χωρισμού, καλπασμοί αλόγων, μυρωδιές από γυναικεία χείλη.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr