Σαν σήμερα πέθανε η ατρόμητη δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι – Ο καρμικός έρωτας με τον Αλέκο Παναγούλη 

Δέκα έξι χρόνια μετά το θάνατό της, η σπουδαία Ιταλίδα παραμένει μοναδική στο επάγγελμά της, επειδή τα έβαλε με τους... «μαλάκες που αποφασίζουν τις ζωές μας»

Η Οριάνα Φαλάτσι ήταν Ιταλίδα δημοσιογράφος, ανταποκρίτρια πολέμου και συγγραφέας.

Είχε πάρει συνεντεύξεις από πολυσυζητημένες προσωπικότητες της εποχής της, όπως ο Αγιατολάχ Χομεϊνί και ο Χένρι Κίσινγκερ, γράφοντας ιστορία επειδή εκνεύρισε τον πρώτο όταν πέταξε από πάνω της «αυτό μεσαιωνικό κουρέλι» (το τσαντόρ) και υποχρέωσε τον δεύτερο να παραδεχτεί ότι «ο πόλεμος στο Βιερνάμ ήταν άχρηστος»! Ευφυέστατη, ετοιμόλογη, επιθετική στην δουλειά της, αλλά τρυφερή και στοργική τόσο στο γράψιμό της, όσο προς τον έρωτα της ζωής της, τον Αλέκο Παναγούλη. 

Όλα μεταξύ τους ξεκίνησαν από μια συνέντευξη. Ήταν Σεπτέμβριος του 1973 όταν, σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι το καθεστώς της Χούντας είναι περισσότερο φιλελεύθερο, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος αποφάσισε να απονείμει γενική αμνηστία στους πολιτικούς κρατουμένους με αποτέλεσμα ο 34χρονος τότε Αλέκος Παναγούλης, που βρισκόταν υπό κράτηση από τον Αύγουστο του 1968 όταν οργάνωσε την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γεωργία Παπαδόπουλου στο 31ο χιλιόμετρο της παραλιακής οδού Αθήνας – Σουνίου, να αφεθεί ελεύθερος. Εκείνη, ήδη 44 ετών, αναγνωρισμένη για το δημοσιογραφικό της έργο και τη μαχητικότητα της έβαλε μέσο για να του πάρει συνέντευξη. Συναντιούνται στο πατρικό του σπίτι στη Γλυφάδα για λογαριασμό του «Europeo». Όπως περιγράφει για την πρώτη τους συνάντηση εκείνη στο βιβλίο της με τίτλο «Ένας Άντρας»:



 

«"Σε περίμενα. Έλα". Με πήρες απ’ το χέρι, με τράβηξες μακριά από το πλήθος, με οδήγησες, περνώντας από τον διάδρομο, σ’ ένα δωμάτιο με μια ντουλάπα που είχε μετατραπεί σε εικονοστάσι. Εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων, η μία πάνω στην άλλη μέσα σ’ ένα αργυρόχροο δεισιδαίμον στραφτάλισμα, και αναμμένα κεριά, λιβανιστήρια, λειτουργικά βιβλία. Στην απέναντι γωνία ένα κρεβάτι καλυμμένο με ελληνικά βιβλία. Πάνω στα βιβλία μια μεγάλη ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα. Την πήρες, χαρούμενος, μου την έδωσες: "Για σένα". "Για μένα;!" "Ναι, για σένα". Και έπειτα, αυταρχικά: "Αντρέα!".

Μπήκε ο νεαρός που είχες φωνάξει Αντρέα, ένας ψηλός και κομψός τύπος με μπλε κοστούμι κι άσπρο πουκάμισο, στάθηκε σχεδόν σε στάση προσοχής, και σ’ εκείνη την παράδοξη στάση έμεινε να ακούει αυτά που έλεγες στη γλώσσα σου, κι έπειτα μετέφραζε στα αγγλικά. Ήξερες ιταλικά, είπε, είχες μάθει στη φυλακή, αλλά εκείνα τα χρόνια είχες συνομιλήσει με τη γραμματική και μόνο, επομένως προτιμούσες να έκανε αυτός τον διερμηνέα. Ήθελες καταρχήν να ζητήσεις συγγνώμη που με υποδεχόσουν σε μια κρεβατοκάμαρα, ήταν η κρεβατοκάμαρα της μητέρας σου και ο μοναδικός χώρος όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ανενόχλητοι· ήθελες επίσης να εξηγήσεις πως εκείνα τα βιβλία ήταν τα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία μου, πως για να αποκτήσεις ένα απ’ αυτά είχες κάνει απεργία πείνας, πως στη μοναξιά του κελιού σου συχνά σου είχαν κρατήσει συντροφιά και πως τα τριαντάφυλλα σήμαιναν αυτό. Μου τα ’χες στείλει στο αεροδρόμιο με δυο φίλους, που όμως δεν με είχαν βρει, καθώς το τηλεγράφημα δεν ανέφερε την πτήση που θα έπαιρνα, και τώρα να τα, εδώ. Εγώ άκουγα ξαφνιασμένη, ανίκανη να απαντήσω με μια οποιαδήποτε φράση…»

Η σχέση τους ξεκινά σχεδόν αμέσως και λίγο αργότερα ο Παναγούλης αυτοεξορίστηκε στη Φλωρεντία, την πατρίδα της Φαλάτσι, σε μια προσπάθεια να οργανώσει αντιστασιακές ομάδες. Τα επόμενα δύο χρόνια πέρασαν με μεγάλα σχέδια, εκρηκτικούς τσακωμούς και παθιασμένες επανασυνδέσεις. Η εποχή αλλάζει αργά, διστακτικά, αλλά ο Παναγούλης, ασυμβίβαστος, επιλέγει να μην ακολουθήσει.  Την Πρωτομαγιά του 1976 Παναγούλης σκοτώνεται και η Φαλάτσι αναφέρει ονομαστικά τους δολοφόνους του.  Δεκαεπτά ώρες αργότερα φτάνει στο νεκροτομείο, για να μείνει για τελευταία φορά μόνη με τον σύντροφό της. Δεν επισκέφθηκε ποτέ τον τάφο του. «Δεν άφησα ποτέ ένα μικρό λουλούδι στον τάφο του Αλέκου. Κάθε Πρωτομαγιά, σε κάθε επέτειο του θανάτου του, του έστελνα τριάντα επτά τριαντάφυλλα: ναι (ήταν τριάντα επτά ετών όταν τον σκοτώσανε). Αλλά το μικρό εκείνο λουλούδι δεν του το πήγα ποτέ. Στο νεκροταφείο της οικογένειάς μου, στην Φλωρεντία, τοποθέτησα μια μαρμάρινη πλάκα, εις μνήμην του. Ναι. Την τοποθέτησα στην γωνία όπου θα με θάψουν. Αλλά τον τάφο του δεν τον είδα και δεν θα τον δω ποτέ. Δεν θέλω να τον δω», έγραψε στο βιβλίο της. 

«Γύρισα στην Ελλάδα όταν μπόρεσα: η μητέρα μου πέθαινε. Η κατάστασή της επιδεινώθηκε ξαφνικά, την ημέρα του θανάτου του Αλέκου. Η είδηση αυτή της προκάλεσε τρομερό πόνο διότι τον αγαπούσε πολύ έντονα: όσο την αγαπούσε και εκείνος. Την φώναζε Μαμά, Μαμά Τόσκα: ξέροντας πόσο αυτό της έκανε ευχαρίστηση. Την ημέρα εκείνη η μαμά καθηλώθηκε στο κρεβάτι και δεν ξανασηκώθηκε, ουσιαστικά, μέχρι τον θάνατό της. Λίγο πριν πεθάνει, την προηγούμενη ημέρα, μου είπε: "πάω στον Αλέκο"», γράφει σε άλλο σημείο του βιβλίου της. 

Και συγκλονίζει στη συνέχεια αναφερόμενη στον πόνο που της προκάλεσαν τόσο ο θάνατος της μητέρας της, όσο και του Αλέκου Παναγούλη, η Ιταλίδα συγγραφέας του «Ένας Άντρας», προσθέτει: «Όταν η μαμά πέθανε, πόνεσα φοβερά. Αναγκάστηκα να ξανακάνω τα ίδια πράγματα: να την ντύσω, να την βάλω στο φέρετρο, να συνοδεύσω την κάσα στο νεκροταφείο, να δω να την κατεβάζουν μέσα σε μια μαύρη τρύπα... Και πρέπει να συνειδητοποιήσουμε κάτι: ο Αλέκος και η μητέρα μου ήταν τα δυο πλάσματα της ζωής μου. Όσο κοιτάζω πίσω μου, τόσο καταλήγω ότι δεν αγάπησα ποτέ τίποτα και κανέναν όσο τον Αλέκο και τη μαμά. Και τώρα έφυγαν και οι δυο. Ο ένας μετά τον άλλον, σε απόσταση μόλις οκτώ μηνών».

Η Φαλάτσι θα ζήσει άλλα τριάντα χρόνια. Πέθανε το 2006, σε ηλικία 77 ετών. 

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr