Ο Δημήτρης Ψαραδάκης θυμάται την κραυγή του πλήθους «Αθάνατος» για τον Καζαντζάκη ακόμη μετά από 65 χρόνια
Επίκαιρη κατάθεση παιδικής θύμησης
Ήτανε τρίτη 5 Νοεμβρίου 1957 (την μέρα δεν την θυμόμουνα) που όπως κάθε μέρα είχα πάει στο σκολιό μου, ήταν δεν ήταν 60 μέτρα από την πόρτα του σπιτιού μου.
Απ΄ότι κατάφερα να σουρώσω από την μνήμη μου ο καιρός δεν ήταν κακός, όπως και τα κέφια μου, το σκολιό ήταν πάντα βαρετό για μένα.
Είχαμε μπει στη τάξη, πήγαινα στην Τρίτη δημοτικού, δεν θυμάμαι όμως το επίθετο του δασκάλου, θυμάμαι αχνά ότι ήτανε ο ένας νέος δάσκαλος σχετικά αυστηρός .
Είχαμε ήδη κάνει τις δυο πρώτες ώρες και είμαστε μέσα στην αίθουσα για να κάνουμε την τρίτη ώρα, καθόμουνα στη μέση της τάξης στο πρώτο θρανίο οπότε κάποια στιγμή ακούγεται ένα κτύπημα στην πόρτα της τάξης πράγμα σπάνιο, ο δάσκαλος λέει ¨εμπρός¨, η πόρτα ανοίγει, γυρνώ το κεφάλι μου όπως όλοι οι ομόταξοι μου και βλέπω τον πατέρα μου να στέκεται στην πόρτα, τον Μπάμπη ! συγχωρέστε μου την αυθαιρεσία να πω δυο λόγια για τον Μπάμπη τον Μπαμπά μου.
(Ηλικία ο Μπάμπης τότε ετών 52, εγώ σκάρτα 8 και κάτι διαφορά ηλικίας πάνω από 43 χρόνια, σπουδές, απόφοιτος δημοτικού, άνθρωπος εγωιστής, μπροστά από την εποχή του σε σχέση με τον μέσο κάτοικο των Αρχανών μια και είχε ζήσει κάποια χρόνια στην Αθήνα το τέλος του μεσοπολέμου, πρώην χονδρέμπορος νωπών φρούτων και πρώιμων λαχανικών τα οποία φόρτωνε για την λαχαναγορά του Ρέντη, του οποίου η τύχη, η προσωπικότητα, η συμπεριφορά τον ανάγκασε σε αυτή την ηλικία να γίνει καφετζής (προς θεού δεν έχω κάτι με τον κλάδο τον οποίο και εγώ διακόνεψα για αρκετά χρόνια στην ενότητα μου ) για να μεγαλώσει τα τρία παιδιά του. Το καφενείο ήταν ακριβώς απέναντι από το σκολιό των Αρχανών).
Με το που μπαίνει λοιπόν στην αίθουσα απευθύνεται στον δάσκαλο και του λείοι «μπορώ κύριε δάσκαλε να πάρω τον γιο μου να φύγουμε; Τον κοιτάω απορημένος, αυτός κοιτά τον δάσκαλο ο οποίος του απαντά εντελώς ευγενικά, «ναι μπορείτε κ. Ψαραδάκη, γυρνά προς εμένα και μου λέει, Δημήτρη μάζεψε τα πράγματα σου και πήγαινε στον πατέρα σου» .
Βγαίνω έξω στον διάδρομο και τον ρωτώ «μπαμπά τι έγινε συνέβη κάτι »; «πάμε και θα σου πω» οι εξηγήσεις ήτανε πάντα λειψές !
Βγαίνουμε όξω και μου λέει με ένα ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση (ακόμη το θυμούμαι) θα μπούμε στη χώρα, και ήντα θα κάνουμε στη χώρα τον ρωτώ εγώ ψυλλιασμένος, εκ του λόγου ότι είχε βουίξει ο τόπος για τον ερχομό της σωρού και της κηδείας του Καζαντζάκη . Ήντα μούλεγε εμένα εκείνη την εποχή ο Καζαντζάκης, πράμα !
Εγώ τότε, με κηδείες και πεθαμένους τρόμαζα, φοβόμουν, μια φορά έφεραν έναν πεθαμένο από την Αμερική να τον θάψουν στο χωριό και μου μπήκε πυρετός .
Κατάλαβα όμως ότι ο γέρος μου δεν σήκωνε κουβέντα, ήθελε να το ζήσω αυτό, όπως ήθελε προφανώς να το ζήσει και αυτός, ποιος ; ο άνθρωπος που είχε βγάλει ένα δημοτικό μόνο.
Κάνω μια προβολή τώρα του ανθρώπου με την υποτυπώδη μόρφωση της εποχής με τους σημερινούς ανθρώπους τους κατ΄ επίφαση μορφωμένους και παθαίνω σοκ !
Μπήκαμε στο λεωφορείο του Αντώνη αν θυμούμαι καλά, ένα SCANIA και σε μισή ώρα φθάσαμε στη χώρα, το τέρμα των λεωφορείων των Αρχανών ηταν στην Καινούργια Πόρτα ακριβώς δίπλα στα τείχη αριστερά όπως κοιτάμε το κέντρο του Ηράκλειου.
Περπατήσαμε μάλλον προς τον Άγιο Μηνά, δεν θυμάμαι τίποτα από την διαδρομή αυτή, προφανώς επειδή η αδρεναλίνη από τον φόβο μου είχε κτυπήσει κόκκινο, δεν θυμάμαι τώρα αν έκλαιγα κιόλας που δεν ήθελα να πάω, που να κοιτώ που πάμε;
Είδα πολύ κόσμο, είδα την πομπή με νέους ανθρώπους να κρατάει ο καθένας από ένα βιβλίο του, το χρώμα τους ηταν γκρενά, δεν θυμάμαι από που και πότε φθάσαμε στο Μαρτινένκο, θυμάμαι όμως την κραυγή του πλήθους «Αθάνατος», μια κραυγή που την θυμάμαι ακόμη μετα από 65 χρόνια .
Σήμερα νοιώθω ένα θαυμασμό για τον Γέρο μου, ο οποίος μου έδωσε αυτή την μοναδική ευκαιρία να είμαι μάρτυρας αυτού του παγκόσμιου γεγονότος γιατί όπως εκ των υστέρων διαπίστωσα ο Καζαντζάκης για μένα ηταν Ένας Άνθρωπος παγκόσμιου επιπέδου του οποίου ο εγκέφαλος μόνο σε κάποιο εξωγήινο μπορεί να ανήκει ή να τον έχει δημιουργήσει ένας απίστευτος συνδυασμός αμινοξέων.
Σε ευχαριστώ πατέρα για την ευκαιρία που μου έδωσες, κρίμα γιατί αυτό το ευχαριστώ δεν μπορείς να το ακούσεις, βλέπεις με έκανες αργά και έφυγες για μένα πολύ νωρίς .
Σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας.
Δημήτρης Ψαραδάκης
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr