Ζώης Τσώλης : «ξέφωτο» της ανάπτυξης; Όταν η οριστική επίλυση δικαστικής διαφοράς για τις επιχειρήσεις ξεπερνάει τα 4,5 χρόνια...
Γράφει ο Ζώης Τσώλης στο protagon.gr
Τo 2023 είναι η πρώτη χρονιά απελευθέρωσης της χώρας από τον «κορσέ» των μνημονίων.
Ποιος όμως θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις για τον μετασχηματισμό της οικονομίας και του κράτους και τον εκσυγχρονισμό της Δικαιοσύνης, που δεν επιτεύχθηκε ποτέ; Στην Ελλάδα, η οριστική επίλυση μιας δικαστικής διαφοράς για τις επιχειρήσεις ξεπερνάει τα 4,5 χρόνια...
Μετά από τα πέτρινα χρόνια των μνημονίων και τις διαδοχικές κρίσεις (χρέους, της πανδημίας και τώρα του πολέμου), το 2023 θα είναι η πρώτη χρονιά που μια ελληνική κυβέρνηση μπορεί να ασκήσει ελεύθερα την οικονομική της πολιτική. Ποια θα είναι όμως η κυβέρνηση που μπορεί να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η δημόσια διοίκηση, με πρώτη τη Δικαιοσύνη, η οποία έχει μείνει στην εποχή του… παπύρου, και ποια θα είναι η κυβέρνηση που θα αναδείξουν οι διπλές κάλπες του 2023;
Το σήμα για το τέλος των μνημονιακών χρόνων και της επίτευξης σχεδόν του 90% των μεταρρυθμίσεων θα δώσει την ερχόμενη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την τελευταία (μεταμνημονιακή) έκθεση, που θα ανάψει και το πράσινο φως για εκταμίευση της τελευταίας δόσης, από την επιστροφή των κερδών από τη διακράτηση των ελληνικών ομολόγων (SMP’s & ANFA’s), ύψους 744 εκατ. ευρώ.
Τα χρήματα θα μπουν στον προϋπολογισμό, ενώ σύμφωνα με τις πληροφορίες, η Ελλάδα θα απαλλαγεί οριστικά και από τον φόβο του «πέναλτι», που ήταν η απειλή να αυξηθεί κατά δύο μονάδες το επιτόκιο των δανείων που είχε πάρει το 2012 από τον EFSF –τον πρώτο ευρωπαϊκό μηχανισμό δανεισμού των κρατών μελών της ευρωζώνης σε έσχατη ανάγκη– αν δεν τηρούσε τις υποχρεώσεις της.
Η Ελλάδα, έχοντας εκλπηρώσει τις υποχρεώσεις της, περιμένει ανταπόδοση.
Πέραν αυτών σε δημοσιονομικό επίπεδο (αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει τους δανειστές) πέτυχε τον στόχο να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της και μάλιστα να εξασφαλίσει (πλήν της περιόδου της πανδημίας) υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που υπερκάλυπταν τις δαπάνες για τόκους εξυπηρέτησης του χρέους (περί το 3% του ΑΕΠ ετησίως ή 6 δισ. ευρώ).
Ειδικά το 2022, τη χρονιά που κλείνει, το επίτευγμα είναι η μεγάλη άνοδος των φορολογικών εσόδων (σε ποσοστό πάνω από 12%, πάνω από 5 δισ. ευρώ) έναντι των στόχων. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να απορροφήσει τους κραδασμούς από την ενεργειακή κρίση, να επιδοτήσει τα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και ένα μικρό μέρος των τιμών του ντίζελ κίνησης.
Αυτά πέραν των έμμεσων επιδοτήσεων στα φτωχά νοικοκυριά και τους επαγγελματίες (πχ. γουνοποιοί της Καστοριάς), που βρίσκονται ακόμη σε κρίση.
«Κάναμε την έκπληξη»
Είναι γεγονός, όπως επισημαίνει και ο επικεφαλής του ΚΕΠΕ καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας στην τελευταία ανάλυσή του, ότι «η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να εκπλήσσει θετικά», κάτι που επιβεβαιώνει πλήθος στοιχείων και αναλύσεων:
- Διεθνείς και εγχώριοι φορείς αναθεώρησαν προς τα πάνω τον ρυθμό ανάπτυξης για το 2022. Ενδεικτικά, το ΔΝΤ και η EBRD εκτιμούν πλέον ρυθμό μεγέθυνσης 5,2%, η ΕΕ 6%, η Oxford Economics 6,11%, η S&P 5,6%, η Moody’s 5,7%, η Τράπεζα της Ελλάδος και το ΙΟΒΕ 6% και η Εθνική Τράπεζα 5,5-6%. Το ΚΕΠΕ εκτιμά ρυθμό ανάπτυξης υψηλότερο του 5,5%.
- Μέσα στην ενεργειακή κρίση η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμούς σχεδόν διπλάσιους του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Συγκαταλέγεται, δε, στις πλέον ανθεκτικές οικονομίες του πλανήτη, αφού το ΔΝΤ εκτιμά ότι περίπου το 1/3 της παγκόσμιας οικονομίας θα δει τουλάχιστον δύο διαδοχικά τρίμηνα συρρίκνωσης εφέτος και το επόμενο έτος.
Η απάντηση του… ενός εκατομμυρίου
Ωστόσο, το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: Κατά πόσο η οικονομία μας μπορεί να εισέλθει σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης (σ.σ. σε μια περίοδο, μάλιστα, που ανεβαίνουν τα επιτόκια διεθνώς και η ευρωζώνη αντιμετωπίζει το φάσμα της ύφεσης) εν μέσω αβεβαιότητας και του κινδύνου πολιτικής αστάθειας;
Η απάντηση στο ερώτημα του… ενός εκατομμυρίου κρύβεται στην ικανότητα της χώρας (άρα και της κυβέρνησης που θα αναδείξουν οι κάλπες του 2023) να συνεχίσει την πορεία μετασχηματισμού οικονομίας και κράτους που ξεκίνησε το 2010 και εντατικοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια, επί διακυβέρνησης ΝΔ.
Δανειζόμενοι τις επισημάνσεις του κ. Λιαργκόβα, συμπεραίνουμε ότι η επόμενη κυβέρνηση, προκειμένου να προχωρήσει μπροστά η χώρα, θα πρέπει να είναι στοχοποσηλωμένη στις μεταρρυθμίσεις.
Κι εξηγούμαστε:
♦ Η αλλαγή του οικονομικού μοντέλου που έγινε μέχρι σήμερα έδωσε έμφαση στις εξαγωγές, τις επενδύσεις και την καινοτομία, αλλά επιτεύχθηκε σε μια εποχή επεκτατικών δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών και ενώ η Ευρώπη και οι διεθνείς οικονομίες χαρακτηρίζονταν από μεγέθυνση.
♦ Το 2023, όμως, τέτοιες συνθήκες δεν θα υπάρχουν. Αντίθετα, η ενίσχυση της ύφεσης στην Ευρώπη και η ενίσχυση της αβεβαιότητας λόγω αυξημένων επιτοκίων αλλά και των επερχόμενων (αλλεπάλληλων;) εκλογών στην Ελλάδα, διαμορφώνουν ένα αρνητικό κλίμα.
Όμως, ακόμη και σε ένα τέτοιο κλίμα, ο μετασχηματισμός της οικονομίας θα πρέπει να συνεχιστεί. Διαφορετικά, η οικονομία θα εισέλθει εκ νέου σε φαύλο κύκλο. Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου θα πρέπει να δεσμευτούν ώστε να μην υπάρξει επιστροφή σε παλιές συνήθειες, όπου κυρίαρχο ρόλο έπαιζαν η κατανάλωση, η εσωστρέφεια, ο δανεισμός, η κρατικοδίαιτη και αδιαφανής οικονομική δράση και οι ψηφοθηρικές συμπεριφορές.
Μεταρρυθμίσεις τώρα
Προκειμένου να επιτευχθεί ο δύσκολος αυτός στόχος είναι αναγκαία η ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων. Ειδικά αυτών που δεν έγιναν ή δεν ολοκληρώθηκαν τα χρόνια των μνημονίων.
Όπως διαπιστώνεται από όλους τους διεθνείς οργανισμούς, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια, ιδίως στον τομέα ψηφιοποίησης της δημόσιας διοίκησης, η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά στην προώθηση μεταρρυθμίσεων στους τομείς:
♦ Των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και ειδικά σε αγορές δικτύων.
♦ Του φορολογικού συστήματος (μείωση φορολογικής επιβάρυνσης, απλούστευση φορολογικών διαδικασιών και επαναπροσδιορισμός του συστήματος ΦΠΑ).
♦ Του εκσυγχρονισμού της Δικαιοσύνης.
Ειδικά ο τομέας της Δικαιοσύνης υστερεί σημαντικά έναντι σχεδόν όλων των άλλων χωρών της ευρωζώνης. Στην Ελλάδα η οριστική επίλυση μιας δικαστικής διαφοράς για επιχειρήσεις ξεπερνά τα 4,5 χρόνια.
Πρόκειται για τον μεγαλύτερο χρόνο μεταξύ των 27 κρατών-μελών της ΕΕ. Είναι υπερδιπλάσιος ακόμη και σε σύγκριση με την Πορτογαλία και τη Σλοβακία, καθώς έχουν εκσυγχρονίσει τα συστήματά τους. Οι δύο αυτές χώρες προσεγγίζουν πλέον τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (455 ημέρες).
Η μεγάλη αναμονή για εκδίκαση δυσχεραίνει τις ελληνικές επιχειρήσεις αλλά και την επενδυτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Το γεγονός ότι η Δικαιοσύνη παραμένει ακόμη στην «εποχή του χαρτιού» περιορίζει τη δυνατότητα διαχείρισης του απαραίτητου αριθμού υποθέσεων, με αποτέλεσμα ο ρυθμός επίλυσης αστικών και εμπορικών υποθέσεων να καταλαμβάνει την 24η θέση στην αντίστοιχη λίστα της ΕΕ.
Οι καθυστερήσεις στις εκδικάσεις υποθέσεων σε πρωτοβάθμια δικαστήρια «μεταφράζονται» σε τρεις εκκρεμείς υποθέσεις για κάθε 100 πολίτες στο τέλος κάθε χρονιάς (21η θέση στην ΕΕ), δεδομένου ότι συχνά απαιτούνται 18 μήνες για την εκδίκαση μιας αστικής ή εμπορικής υπόθεσης.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η συνέχιση και ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων αποτελούν μονόδρομο για την ανόρθωση της παραγωγικής βάσης, για την κάλυψη του επενδυτικού κενού και, το κυριότερο, για την ενίσχυση των εισοδημάτων των νοικοκυριών.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr