H Τώνια Καράογλου για το "φαινόμενο Λένα Κιτσοπούλου": Οι… χαρακτηριστικότερες παραστάσεις & το ύφος της αιρετικής δημιουργού
Γράφει η ΤΩΝΙΑ ΚΑΡΑΟΓΛΟΥ στο athinorama.gr
Ακόμη και όποιος δεν υποκύπτει σε εύκολους αφορισμούς που υπαγορεύουν πως "ή τη λατρεύεις ή τη μισείς" και αναγνωρίζει μια δημιουργό που έχει τα πάνω της και τα κάτω της, τις καλές και τις κακές δουλειές της, δεν μπορεί να αρνηθεί πως η Λένα Κιτσοπούλου είναι ένα μοναδικό φαινόμενο στο ελληνικό θέατρο. Συγγραφέας, σκηνοθέτρια και ηθοποιός (και ζωγράφος και τραγουδίστρια ρεμπέτικου) μπήκε με ορμή στα θεατρικά πράγματα με τη "Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.", λίγο αφότου είχε ταράξει τα νερά στην πεζογραφία με τη συλλογή διηγημάτων "Νυχτερίδες" (βραβείο προωτοεμφανιζόμενης πεζογράφου, περ. "Διαβάζω", 2007).
Η "Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α." παρουσιάστηκε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού το 2009, σε δική της σκηνοθεσία σε συνεργασία με τη Μαρία Πρωτόπαππα, η οποία ανέλαβε και την ερμηνεία: μιας τριανταεφτάχρονης γυναίκας που, λίγο πριν αυτοκτονήσει, εξομολογήθηκε και υπερασπίστηκε ενώπιόν μας "με πολύ χιούμορ, πολύ βρισίδι κι ακόμη περισσότερο τσαμπουκά" το δικαίωμά της στην κατάθλιψη. Επρόκειτο για ένα "ζόρικο σόλο της Μαρίας Πρωτόπαππα, το οποίο αυτόματα την τοποθετεί ανάμεσα στους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς της", γράφαμε τότε στο "α", ενώ έβαλε για τα καλά στο κάδρο και τη συγγραφέα/σκηνοθέτρια, που έκτοτε γράφει για να καταρρίψει κάθε ψευδαίσθηση πως η ζωή μπορεί να έχει ελπίδα, νόημα ή ομορφιά.
Οι παραστάσεις της Κιτσοπούλου προκάλεσαν -και ακόμη προκαλούν όπως αποδεικνύεται- σάλο, καθώς μας βγάζουν τη γλώσσα, ξεβολεύουν, χρησιμοποιούν γλώσσα "του πεζοδρομίου", κατακλύζονται από splatter και trash στοιχεία, επιτίθενται στον κομφορμισμό και το πολιτικά ορθό, γκρεμίζουν κάθε στερεότυπο για την οικογένεια, την κοινωνία, την πατρίδα και τα εθνικά σύμβολα. Η παράσταση "Χαίρε Νύμφη" το 2012 στο Θεάτρο Τέχνης ξεκίνησε μία τάση που ακολούθησε έκτοτε πολλές φορές η δημιουργός: την (πολύ) ελεύθερη διασκευή έργων μέσα από την αναρχική, αιρετική, προβοκατόρικη ματιά της. Εδώ, έναυσμα ήταν η "Στέλλα Βιολάντη" του σεβαστού εκπροσώπου του νεολληνικού θεάτρου, Γρηγόριου Ξενόπουλου, όπου ο απαγορευμένος έρωτας της κόρης μιας μεγαλοαστικής οικογένειας για έναν ξεπεσμένο νέο, τοποθετήθηκε σε νέο πλαίσιο: "οι ήρωες του Έλληνα συγγραφέα θυμίζουν μάλλον εκείνους της Σάρα Κέην: παίρνουν κόκα, κυκλοφορούν ημίγυμνοι, ερωτοτροπούν ανενδοίαστα, αυτοκτονούν˙ σε μια παράσταση εντελώς ακομπλεξάριστη, αν και συχνά κραυγαλέα, θυμίζοντας τις οργιώδεις μετα-ποπ σκηνοθεσίες-πάρτι του Τόμας Οστερμάγερ", γράφαμε στο "α".
Η Κιτσοπούλου είχε δώσει το στίγμα της, όμως μάλλον τίποτα δεν προμήνυε ότι λίγους μήνες αργότερα θα συγκέντρωνε την οργή -που μεταφράστηκε σε χυδαίες επιθέσεις εναντίον της εκ μέρους μερίδας του Τύπου-, όταν παρουσίαζε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, την παράσταση "Αθανάσιος Διάκος - Η επιστροφή". Τολμώντας να βάλει τον ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης σε νεοελληνικό πλαίσιο, ως ιδιοκτήτη μιας ψησταριάς, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, καθώς ερέθισε τα πλέον συντηρητικά και εθνικιστικά αντανακλαστικά του Έλληνα, σε μια περίοδο μάλιστα που η χώρα ζούσε τη ραγδαία άνοδο της Χρυσής Αυγής. Σε αυτή τη "νοσηρή παραβολή για το αντι-ηρωϊκό σήμερα", ο Αθανάσιος Διάκος μεταλλάχθηκε "σε έναν άθλιο Ελληνάρα, σε έναν homo-malakas" που έβριζε χυδαία, κακοποιούσε και τελικά κατακρεούργησε την έγκυο σύζυγό του, σε μια παράσταση πάντως που "πελαγοδρόμησε σε φλυαρίες και κοινοτοπίες, σε ένα κακώς εννοούμενο επιθεωρησιακό χιούμορ της μπαλαφάρας και δεν κατάφερε να αρθρώσει κάτι πραγματικά καίριο και σημαντικό για το σήμερα", σύμφωνα με την κριτική ας.
Η Κιτσοπούλου συνέχισε να κάνει θέατρο πάνω σε ερείπια κειμένων που η ίδια γκρέμιζε, αν και σε ασφαλέστερα (για τα εγχώρια αντανακλαστικά) μονοπάτια, επισφραγίζοντας την πρώτη της συνεργασία με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση: η σπλάτερ εκδοχή του κλασικού παραμυθιού των αδερφών Γκριμ, με τίτλο "Κοκκινοσκουφίτσα - Το πρώτο αίμα", την άνοιξη του 2014, ήταν γεγονός. "Η πλοκή της ξεχαρβαλωμένης "Κοκκινοσκουφίτσας" της θυμίζει κακόγουστο αστείο – διάχυτοι είναι ο κυνισμός και η κριτική (και αυτοκριτική) διάθεση της Κιτσοπούλου να ρίξει ανάθεμα στον κομφορμισμό της πρωτοπορίας", γράφαμε στο "α", σε μία παράσταση που έκλεινε σε μια λίμνη αίματος και πτώματα καταλάμβαναν τη σκηνή.
Είχε προηγηθεί κάθε πιθανή και απίθανηανατροπή του παραμυθιού, μπόλικη πορνογραφική αθυροστομία, σεξ, βιασμοί, αυνανισμοί, αυτοκτονίες, σπλάτερ δολοφονίες, ακόμη και η "από σπόντα" εμφάνιση της Σταχτοπούτας (την ερμήνευε η Κιτσοπούλου), που μπέρδεψε τα παραμύθια! Στην ίδια παράσταση η παρουσία μιας εξοργισμένης ταξιθέτριας που "έβριζε το κοινό" εισήγαγε το μοτίβο του μονολόγου-"παράβασης" που απευθύνεται ευθέως στους θεατές, που ερμηνεύει συχνά η ίδια η Κιτσοπούλου, όπως έδειξε και η τελευταία περίπτωση των "Σφηκών".
Το καλοκαίρι του 2014, η Κιτσοπούλου επέστρεψε στην Πειραιώς 260, προτείνοντας μια εκδοχή του "Ματωμένου γάμου", του λυρικού αριστουργήματος του Λόρκα, σε μία απόπειρα να παρωδήσει τον επαρχιωτισμό μας. Το ύφος της, επιτηδευμένα κιτς και τραχύ, δύσκολα διασώθηκε από τη μετωπική σύγκρουση με τη λορκική ποίηση και την ιστορική μετάφραση του Νίκου Γκάτσου και ήδη από τότε εντοπίζαμε την "παγίδα της εκκεντρικότητας" που κινδύνευε να μετατρέψει μία ταλαντούχα δημιουργό σε αντιγραφέα του εαυτού της: "Σε χρόνο-ρεκόρ ο ανατροπέας μας γίνεται περιζήτητος. Προκειμένου να αντεπεξέλθει στην αυξημένη ζήτηση, υποχρεώνεται να παράγει διαρκώς, καταλήγοντας τελικά να επαναλαμβάνει τον εαυτό του και δη εκείνον τον εαυτό που κάποτε προκαλoύσε. Μόνο που εκείνος ο εαυτός είναι πια παρελθόν. Καταναλώθηκε".
Tο 2016, η Κιτσοπούλου έβαλε στο κάδρο της καθαρότερα από ποτέ τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας στο σπλάτερ δράμα σαλονιού με εκκεντρικό τίτλο: "Μια μέρα όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, ή η Ανουσιότητα του να ζεις". Δύο φίλοι (η ίδια και ο Γιάννης Κότσιφας) στον καναπέ του σαλονιού τους αναλώθηκαν σε ανούσιες καθημερινές κουβέντες γεμάτες κλισέ, μοιράζονταν συνταγές μαγειρικής και κουτσομπολίστικα σχόλια, για καταλήξουν σε κατάσταση αμόκ σε ένα τρομερό αιμοτοκύλισμα, ενώ την ίδια ώρα όρθωναν μπροστά μας έναν καθρέφτη για να δούμε τα "χάλια μας".
Με τους "Τυραννόσαυρους Rex" το καλοκαίρι του 2017 στην Πειραματική του Εθνικού, μία από τις πλέον ατυχείς δουλειές της, η Κιτσοπούλου παρώδησε την καλλιτεχνική δημιουργία και αγωνία -από την κλασική τέχνη και την υστερική δασκάλα μπαλέτου του Γιάννη Κότσιφα ως την αβάντ γκάρντ της Documenta 14-, σε μια παράσταση που κινήθηκε "στα όρια της μετα-επιθεώρησης, του trash και της stand-up tragedy", ενώ στο "Αντιγόνη/Lonely planet" (Στέγη, 2017), υπέγραψε μία επίσης "αλλοπρόσαλλη" παράσταση που στήθηκε γύρω από τη συσχέτιση του… σκι με τη σοφόκλεια τραγωδία, όπου μια ομάδα σκιέρ συμμετείχαν σε σχετικό συνέδριο, ώσπου η εισβολή μιας πολικής αρκούδας οδήγησε τα πράγματα στον παροξυσμό και -για ακόμη μια φορά- στο αιματοκύλισμα! Η Κιτσοπούλου εδώ παρακινήθηκε από τη διάθεση διασάλευσης του αισθήματος του "ιερού δέους" που περιβάλλει τα έργα του αρχαίου δράματος, αλλά και ειρωνεύτηκε την ελληνική παθογένεια όπου όλοι έχουν άποψη για όλα - εισάγοντας, έστω και ασυνείδητα, θεματικές που θα την απασχολούσαν αργότερα στους "Σφήκες".
Η υπαρξιακή απελπισία, η καλλιτεχνική αγωνία, η απεικόνιση της ευνουχιστικής ελληνικής οικογένειας και της παρηκασμένης σύγχρονης κοινωνίας, ο κρυμμένος φασισμός του νεοέλληνα, μοτίβα όλα που εμφανίζονται μεμονωμένα ή όχι σε πολλά από τα έργα της (πεζά και θεατρικά) συγκεντρώθηκαν σε μία από τις πρόσφατες -και μάλλον από τις πιο προκλητικές- παραστάσεις της, "Φρανκεστάιν - Ο χαμένος παράδεισος" (Στέγη, 2022): η τοξική (ελληνική) οικογένεια ως περιβάλλον "που ευνουχίζει, βιάζει ή σκοτώνει –ενίοτε κυριολεκτικά– τα παιδιά της" πέρασε μέσα από την ιστορία του νεαρού Βίκτορ Φράνκεσταϊν, ενώ η επιλογή της Κιτσοπούλου να εκθέσει τους προβληματισμούς περί "τοκετού" του έργου τέχνης με την ίδια γυμνή επί σκηνής, ξαπλωμένη σε ανάλογη στάση, ενώ μια κάμερα προέβαλλε στην οθόνη τα γεννητικά της όργανα, έφερε πολλούς θεατές στα όριά τους.
Και κάπως έτσι, φτάνουμε στους φετινούς "Σφήκες" του Εθνικού Θεάτρου (διαβάστε την κριτική εδώ), που έβγαλε τη Λένα Κιτσοπούλου έξω από την ασφάλεια των πειραματικών σκηνών, της Στέγης, του Φεστιβάλ Αθηνών, στο μεγάλο και πολυπρισματικό κοινό της Επιδαύρου - το οποίο προσήλθε στις κερκίδες του αρχαίου θεάτρου ανίδεο και απροετοίμαστο (και με δική του, βέβαια, ευθύνη) για το "τι εστί Λένα Κιτσοπούλου".
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr