Έφυγε από τη ζωή η Τζένη Μαστοράκη - Η πιο σπουδαία ποιήτρια & μεταφράστρια της γενιάς της - Το πολύτιμο έργο που άφησε πίσω
Σε ηλικία 75 ετών
Έφυγε από τη ζωή την Τρίτη, σε ηλικία 75 ετών, η ποιήτρια και μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη, μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες της γενιάς του ‘70.
Γεννήθηκε το 1949 και σπούδασε βυζαντινή και μεσαιωνική φιλολογία στην Αθήνα.
Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1971 με τα ποιήματα «Το συναξάρι της αγίας νιότης», που δημοσιεύτηκαν στην «Ποιητική Αντι-ανθολογία» του Δημήτρη Ιατρόπουλου.
Τα επόμενα χρόνια δημοσίευσε τις συλλογές «Διόδια» (1972), «Το σόι» (1978), «Ιστορίες για τα βαθιά» (1983) και «Μ’ ένα στεφάνι φως» (1989), καθώς και ποιήματα σε διάφορα έντυπα.
Σημαντικό είναι το έργο της και στην μετάφραση. Η Μαστοράκη, που γνώριζε αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, μετέφρασε λογοτεχνία, ποίηση και θέατρο, αλλά και δοκίμια.
Μεταξύ άλλων απέδωσε στα ελληνικά με μοναδικό τρόπο έργα του Τζ. Ντ. Σάλινγκερ («Ο φύλακας στη σίκαλη»), του Ελίας Κανέτι, του Έντγκαρ Άλαν Πόε, του Χάρολντ Πίντερ, του Λιούις Κάρολ, του Χάινριχ Μπελ, του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα («Γέρμα») και του Θερβάντες.
Το 1989 το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης τής απένειμε το βραβείο Thornton Niven Wilder ενώ του 1992 βραβεύτηκε από τη Διεθνή Επιτροπή Παιδικού Βιβλίου (ΙΒΒΥ, International Board on Books for Young People) για τη μετάφραση του παιδικού βιβλίου «Ο ταξιδιώτης της αυγής».
Το 2020 έλαβε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για τη συνολική της προσφορά στην οποία «διαφαίνεται η άρρηκτη σχέση γραφής και ανάγνωσης και η βιωματική εμπλοκή της με τη γλώσσα, την ιστορία και τη λογοτεχνία».
Η Τζένη Μαστοράκη ήταν η κατά οκτώ χρόνια μικρότερη αδελφή του δημοσιογράφου και σκηνοθέτη Νίκου Μαστοράκη. Με ανάρτησή του αναφέρεται στον θάνατό της, ενώ δημοσίευσε και μια φωτογραφία από τα παιδικά τους χρόνια.
Μερικά ποιήματα της Τζένης Μαστοράκη:
Τα ενδύματα - Les vêtements
Τα τεκμήρια έμεναν πάντοτε στου φονέως τον κήπο, ξεσκισμένα από τέλειο φάσγανο, σαν προικιά βουλιαγμένα στα έλη, σαν να τα ’σπειρε κάποιος αλόγιστα στο φευγιό του απάνω.
Πελερίνες, μετάξια και δίμιτα, με την αίγλη που έπρεπε τότε, χλιαρές αλλαξιές που ποτίστηκαν μυρωδιές και θορύβους, ζιπουνάκια λευκά και στηθόπανα μ’ αραιές μαχαιριές και φεστόνια, και τα εύθραυστα εκείνα ενδύματα που τα λέγαν το πάλαι ποτέ καμιζόλες.
Ονειρώδεις οι θάνατοι και ο δράστης αθώος. Μ’ ένα τραύμα τυφλό, σαν παράθυρο που πατιόταν μονάχα τις νύχτες.
Οι βουτηχτές - Les plongeurs
Τα “πάρεξ να σε ιδώ, καλέ μου”, τα κρυφομιλήματα, μέσ’ από δύσκολους καιρούς σωσμένα λόγια των εξορκισμών, τις σιγανές πατημασιές, τα ποιήματα, απόπειρες αγνοουμένων προ πολλού,
να τ’ ανασύρεις όλα απ’ τα βαθιά, από μεγάλα σκότη, ανέπαφα, απ’ τις σιωπές ερειπωμένων μητροπόλεων, την άλωση, τη θεομηνία, τη ρομφαία: όπως τροπαιοφόρος βουτηχτής βαραίνει στ’ άπατα, ή ευπατρίδες πελεκάν την ώρια κόρη, κι ο πιο καλύτερος τής παίρνει το κεφάλι.
Για να γυρνάς, και να ’ρχεσαι, και να μιλάς, λόγια σπουδαίων ειδυλλίων που ήταν μια φορά, ίχνη λαμπρών καρατομήσεων, τα “σε φιλώ”, αχ πόσο σε φιλώ, το δήγμα επίχρυσο, επιτέλους, απ’ το χρόνο.
Τι έλεγε εκείνη η επιστολή - Ce que disait cette lettre
Μα όταν κάποιος σού μιλά με τρόμους, φωνές χαμένων σε απαίσια σπήλαια και βάλτους—
εσύ να σκέφτεσαι προπάντων τι μπορεί να εννοεί, ποιο διαμελισμένο πτώμα κρύβει στο υπόγειό του, τι δαγκωτά φιλιά και φόνους, νύχτα υπόκωφη, που σιωπηλά τη διασχίζουν αμαξοστοιχίες (συσκοτισμένες με βαριά παραπετάσματα, και στους τροχούς πανιά ή βαμπάκι), τι άνομες επιθυμίες, λύσσα, ψιθύρους, ουρλιαχτά, βεγγαλικά σε λάκκους πολιούχων, εκδικητές να τον μουσκεύουν στο αίμα όταν κοιμάται, ποιον κλέφτη, τέλος, σε βαθύ κοιτώνα χάλκινο, πνιγμένον στα λινά και κλαίει—
και να τον συμπαθείς, προπάντων να τον συμπαθείς, αγαπητέ Αρθούρε ή Αλφόνσε.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr