«Οι Άθλιοι»: η θεαματική επιστροφή του μιούζικαλ στο Χόλιγουντ
Με αφορμή την κυκλοφορία του υποψήφιου για οκτώ Όσκαρ μιούζικαλ στις αθηναϊκές αίθουσες την Πέμπτη 14/2, ο Γιάγκος Αντίοχος και το Αθηνόραμα ανατρέχουν στα highlights της στενής σχέσης του Χόλιγουντ με το Μπρόντγουεϊ, ζουμάροντας στις σημαντικότερες στιγμές από την πρόσφατη αναγέννηση του είδους και, φυσικά, στη φιλόδοξη παραγωγή των «Αθλίων».
Με αφορμή την κυκλοφορία του υποψήφιου για οκτώ Όσκαρ μιούζικαλ στις αθηναϊκές αίθουσες την Πέμπτη 14/2, ανατρέχουμε στα highlights της στενής σχέσης του Χόλιγουντ με το Μπρόντγουεϊ, ζουμάρουμε στις σημαντικότερες στιγμές από την πρόσφατη αναγέννηση του είδους και, φυσικά, στη φιλόδοξη παραγωγή των «Αθλίων».
Για να καταφέρει κάποιος να ερμηνεύσει το διαχρονικό καλλιτεχνικό σφιχταγκάλιασμα του Μπρόντγουεϊ με το Χόλιγουντ, πρέπει να ταξιδέψει αρκετές δεκαετίες πίσω, την εποχή που το σινεμά έκανε τα πρώτα του «αθόρυβα» βήματα. Τότε που το κοινό συνέρρεε στα cafes και στις πλατείες για να απολαύσει το φαντασμαγορικό νέο μέσο, τον κινηματογράφο, μια λέξη που ήταν συνώνυμη με το εντυπωσιακό θέαμα και την εικονική απόδραση από την πραγματικότητα. Μπορεί το σινεμά από την εποχή εκείνη να μεταλλάχτηκε από τεχνική σε τέχνη (πιο συγκεκριμένα στην 7η), να κατάφερε να εκφράσει τις αγωνίες, τους απόκρυφους φόβους, τις μεταφυσικές ανησυχίες, τις ανικανοποίητες επιθυμίες και το συλλογικό υποσυνείδητο, όμως σε καμία περίπτωση δεν απώλεσε την ιδιότητά του να διασκεδάζει τους θεατές. Ο κινηματογράφος, έχοντας διαλέξει στην αιωνόβια ιστορία του οτιδήποτε του γυάλιζε από τη βιτρίνα των υπόλοιπων τεχνών, δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στην ακαταμάχητη γοητεία του μιούζικαλ. Η πολυσπερμική μορφή τέχνης, που αποτελεί μετεξέλιξη της οπερέτας και συνδυάζει τη δραματουργία, το τραγούδι και το χορό, ήταν αναπόφευκτο να τρυπώσει στα στούντιο του Χόλιγουντ.
Η μετάβαση από το βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο λίγο πριν από τη δεκαετία του ’30 υπήρξε καταλυτική, με το δίδυμο Φρεντ Αστέρ-Τζίντζερ Ρότζερς να βάζει τα θεμέλια για το είδος του μιούζικαλ στην οθόνη και να το οδηγεί στη μετέπειτα χρυσή εποχή του, οπότε κι έλαμψαν ο «Μάγος του Οζ» (1939), το «3 Κορίτσια και 3 Ναύτες» (1949) και το «Τραγουδώντας στη Βροχή» (1952). Τη δεκαετία του ’60 το είδος εξελίσσεται σε ένα από τα δυνατότερα καλλιτεχνικά χαρτιά του Χόλιγουντ, αφού συνολικά τέσσερα μιούζικαλ κερδίζουν Όσκαρ καλύτερης ταινίας μέσα στη δεκαετία: «West Side Story» (1961), «Ωραία Μου Κυρία» (1964), «Η Μελωδία της Ευτυχίας» (1965) και «Όλιβερ» (1968). Στη συνέχεια, το είδος θα δείξει απότομα σημάδια κόπωσης, αφού ένα «Grease» (1978) δεν φέρνει την άνοιξη...
Η αναγέννηση του μιούζικαλ
Με το πέρασμα στο νέο αιώνα το παροπλισμένο κινηματογραφικό είδος αρχίζει να δείχνει και πάλι σημάδια ανάκαμψης. Αρχικά, το «Moulin Rouge!» (2001) του Μπαζ Λούρμαν, αλλά ακόμη περισσότερο η μεταφορά της επιτυχίας του Μπρόντγουεϊ «Chicago» (2002) δείχνουν ότι το μιούζικαλ μπορεί ακόμη να συγκινήσει το κοινό. Μάλιστα, η ταινία του Ρομπ Μάρσαλ κατάφερε να κατακτήσει το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, έναν τίτλο που είχε να κερδίσει μιούζικαλ από το 1968 (και το «Όλιβερ»). Η πρώτη αντίδραση του Χόλιγουντ στην απροσδόκητη επιτυχία του «Chicago» ήταν παρορμητική, προσδοκώντας να αποκομίσει άμεσα κέρδη από την αναγέννηση του είδους. Αρκετές παραγωγές του Μπρόντγουεϊ, λοιπόν, διασκευάστηκαν κινηματογραφικά με διαδικασίες-εξπρές: τα φιλμ «Το Φάντασμα της Όπερας» (2004), «Όνειρα και Φιλοδοξίες» (2005), «Δυο Τρελοί Παραγωγοί» (2005) και «Nine» (2009) δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν στις καλλιτεχνικές κι εμπορικές προσδοκίες των δημιουργών τους, ενώ τα «Dreamgirls» (2006), «Hairspray» (2007) και κυριότερα το «Mamma Mia!» (2008) κράτησαν ψηλά –τουλάχιστον εμπορικά– την πολύχρωμη παντιέρα του μιούζικαλ στο Χόλιγουντ. Το πάρε δώσε μεταξύ Μπρόντγουεϊ και Χόλιγουντ κατά την τελευταία δεκαετία έφερε κατά κάποιον τρόπο μια γρήγορη ωρίμανση. Τόσο οι παραγωγοί όσο και οι σκηνοθέτες κατάλαβαν άμεσα ότι θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά προσεκτικοί στις επιλογές τους, εμπλουτίζοντας κάθε μιούζικαλ εγχείρημά τους με αυθεντικό δημιουργικό όραμα και υψηλά στάνταρντ παραγωγής. Οι ολοκαίνουργιοι «Άθλιοι» αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα για το ιδανικό πάντρεμα αυτών των δύο στοιχείων: μια εξαιρετικά προσεγμένη παραγωγή, με λαμπερό καστ, που κατάφερε να μεταφέρει στην οθόνη με τον πιο θεαματικό τρόπο ένα από τα δημοφιλέστερα μυθιστορήματα όλων των εποχών. Και οι οκτώ υποψηφιότητες για Όσκαρ απλώς το επιβεβαιώνουν.
Οι «Άθλιοι» από το Παρίσι στην απονομή των Όσκαρ
Όταν το μιούζικαλ που βασιζόταν στο ογκώδες αριστούργημα του Βικτόρ Ουγκό ανέβαινε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1980, κανείς δεν περίμενε ότι θα μετατρεπόταν σε μία από τις μεγαλύτερες θεατρικές επιτυχίες όλων των εποχών. «Οι Άθλιοι» σε μουσική του Κλοντ-Μισέλ Σενμπέργκ και λιμπρέτο των Αλέν Μπουμπλίλ και Ζαν-Μαρκ Νατέλ γνωρίζουν πρωτοφανή ανταπόκριση από το γαλλικό κοινό, στη συνέχεια μετακομίζουν στην Αμερική –με τον Χέρμπερτ Κρέτζμερ να επιμελείται την αγγλική απόδοση των στίχων– και από εκεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Εξήντα εκατομμύρια θεατές σε σαράντα δύο χώρες παρακολουθούν το μιούζικαλ-φαινόμενο σε διάστημα δύο δεκαετιών! Η μεταφορά των «Αθλίων» στην οθόνη όμως έχει το δικό της success story: από το 1988, οπότε κι έπεσε για πρώτη φορά η ιδέα για ένα κινηματογραφικό μιούζικαλ βασισμένο στην τεράστια θεατρική επιτυχία, αρκετά ήταν τα ονόματα που ακούστηκαν για τη σκηνοθεσία του project, ανάμεσά τους και οι Άλαν Πάρκερ και Μπρους Μπέρεσφοντ. Τελικά ένας οσκαρικός θριαμβευτής ήταν αυτός που ανέλαβε να φέρει εις πέρας τη δύσκολη κινηματογραφική αποστολή. Ο Λονδρέζος σκηνοθέτης Τομ Χούπερ, που ήρθε από το πουθενά για να σαρώσει όποιο βραβείο βρήκε μπροστά του το 2010 με τον «Λόγο του Βασιλιά», ήταν η ιδανικότερη επιλογή. Και αυτό γιατί έπεισε από την αρχή τους πάντες ότι δεν ήθελε να προχωρήσει σε μια απλή διασκευή της θεατρικής επιτυχίας. Όπως δήλωσε ο ίδιος, αυτό που επιθυμούσε ήταν να δημιουργήσει «τηρουμένων των αναλογιών, ένα αυτόνομο έργο και όχι ένα κινηματογραφικό μιούζικαλ».
Έχοντας υψηλό προϋπολογισμό (61 εκατ. δολάρια) κι ελευθερία κινήσεων, ο Τομ Χούπερ καταφέρνει να συμπεριλάβει στο καστ του ένα μεγάλο γκρουπ χολιγουντιανών σταρ. Ο Χιου Τζάκμαν εντυπωσιάζει από την πρώτη ακρόαση τον Βρετανό σκηνοθέτη με την υποκριτική ικανότητα που βγάζει μέσα από το τραγούδι. Ο Αυστραλός σταρ θα αναγκαστεί να μείνει 36 ώρες χωρίς στάλα νερό, να χάσει πάνω από 15 κιλά και να κάνει εντατικά μαθήματα φωνητικής για να ερμηνεύσει τον πρωταγωνιστή των «Αθλίων» Γιάννη Αγιάννη. Η Αν Χάθαγουεϊ, ενσαρκώνοντας την ταλαιπωρημένη από τις κακουχίες Φαντίν, θα κάνει κατά γενική ομολογία την ερμηνεία της καριέρας της. Ο Τομ Χούπερ δικαιώνεται απόλυτα για τις επιλογές του, με τους δύο σταρ να κερδίζουν αντίστοιχες οσκαρικές υποψηφιότητες για τους ρόλους τους στο μιούζικαλ. Δίπλα τους μια σειρά γνωστών σταρ, όπως οι Ράσελ Κρόου (Ιαβέρης), Αμάντα Σέιφριντ (Κοζέτ) και το δίδυμο Έλενα Μπόναμ Κάρτερ και Σάσα Μπάρον Κοέν (ζεύγος Θερναντιέ), ερμηνεύουν τα τραγούδια του φιλμ ζωντανά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Κατόπιν μια ορχήστρα 70 οργάνων αναλαμβάνει να ντύσει το μοναδικό score των «Αθλίων». Έχοντας κάνει εντυπωσιακή πορεία στο αμερικανικό box office, με εισπράξεις 141 εκατ. δολαρίων, το μιούζικαλ περιμένει με ανυπομονησία τη βραδιά απονομής των Όσκαρ στις 24/2 στο Dolby Theater του Χόλιγουντ, όπου είναι υποψήφιο συνολικά για οκτώ βραβεία. Την ίδια ώρα τα στοιχήματα για το πόσα αγαλματίδια θα καταφέρουν να σηκώσουν οι «Άθλιοι» έχουν κιόλας ξεκινήσει…
Οι χαρακτήρες
Χιου Τζάκμαν (Γιάννης Αγιάννης)
Έχοντας περάσει 19 χρόνια στα κάτεργα γιατί έκλεψε ένα καρβέλι ψωμί, ο Γιάννης Αγιάννης αναζητά τη θέση του σε ένα βίαιο και άδικο κόσμο που αρνείται να τον συγχωρέσει. Ρόλος ζωής για τον Χιου Τζάκμαν, ο οποίος τραγουδά με πόνο και παίζει με πάθος, κερδίζοντας μια Χρυσή Σφαίρα και την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ.
Ράσελ Κρόου (Ιαβέρης)
Περισσότερο η στιβαρή παρουσία και λιγότερο οι φωνητικές δυνατότητές του κάνουν τον πρωταγωνιστή του «Μονομάχου» τον ιδανικό Ιαβέρη, έναν άτεγκτο υπερασπιστή του νόμου και απηνή διώκτη του Γιάννη Αγιάννη. Αποφασιστικός και αφοσιωμένος, ο ήρωας του Κρόου είναι ένας ακόμα τραγικός χαρακτήρας που αναζητά τη λύτρωση, αλλά όταν συνειδητοποιεί την αλήθεια είναι πλέον αργά.
Αν Χάθαγουεϊ (Φαντίν)
Και μόνο η σκηνή που τραγουδά το «I dreamed a dream» θα ήταν αρκετή για να χαρίσει στην νικήτρια της Χρυσής Σφαίρας Αν Χάθαγουεϊ το Όσκαρ β΄ γυναικείου ρόλου. Εύθραυστη, γοητευτική και απελπισμένη, η Χάθαγουεϊ είναι συγκινητική στο ρόλο της νεαρής εργάτριας η οποία καταντά πόρνη και πεθαίνει φυματική, εμπιστευόμενη την τύχη της μικρής κόρης της Κοζέτ στα χέρια του Γιάννη Αγιάννη.
Αμάντα Σέιφριντ (Κοζέτ)
Από τη Σκιάθο του «Mama Mia!» στο Παρίσι των «Αθλίων», η 27χρονη Σέιφριντ υποδύεται μελωδικά τη θετή κόρη του Αγιάννη, η οποία ερωτεύεται τον επαναστάτη Μάριο. Αποτελούν το νεαρό, ρομαντικό ζευγάρι του έργου και τους μοναδικούς ήρωές του οι οποίοι κατορθώνουν να φτάσουν σε ένα καλύτερο αύριο.
Έντι Ρέντμαϊν (Μάριος)
Ο ιδεολόγος Μάριος έρχεται στο προσκήνιο στο δεύτερο μέρος του βιβλίου και του φιλμ, καθώς ερωτεύεται την Κοζέτ και είναι ο μόνος από τους εξεγερμένους ο οποίος σώζεται από τη μάχη των οδοφραγμάτων. Τον ερμηνεύει ο ανερχόμενος, βραβευμένος με Τόνι Έντι Ρέντμεϊν του «Επτά Μέρες με τη Μέριλιν».
Σάσα Μπάρον Κοέν - Έλενα Μπόναμ Κάρτερ (Οι Θεναρντιέ)
Ο Σάσα Μπάρον Κοέν ερμηνεύει τον κύριο Θεναρντιέ, ιδιοκτήτη ενός άθλιου καταγωγίου, πρώτης τάξεως ελαφροχέρη και η Έλενα Μπόναμ Κάρτερ την ταιριαστή σύζυγό του. Ως κηδεμόνες της μικρής Κοζέτ θα φροντίσουν να την παραχωρήσουν με το αζημίωτο στον Γιάννη Αγιάννη. Η Κάρτερ ξαναβρίσκει τον Σάσα Μπάρον Κοέν μετά την γκοθ όπερα του «Sweeny Todd» και μαζί κάνουν ένα εξαιρετικό δίδυμο τραγουδώντας το ξεσηκωτικό «Master of the house».
Το βιβλίο
Γραμμένοι από τον Γάλλο Βικτόρ Ουγκό και δημοσιευμένοι το 1862, «Οι Άθλιοι » θεωρούνται ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα και ένα από τα πλέον πολυδιαβασμένα λογοτεχνικά έργα όλων των εποχών. Περιγράφουν τις περιπέτειες του φυγά Γιάννη Αγιάννη από το 1815 ως την παρισινή εξέγερση του 1832, εμπλέκουν ένα γλαφυρό μωσαϊκό χαρακτήρων και ζωντανεύουν τη μετεπαναστατική Γαλλία με τις ταξικές αντιθέσεις και τις πολιτικές διαμάχες της. Ταυτόχρονα, σχολιάζουν τις έννοιες του (νομικού και ηθικού) δικαίου, της συγχώρεσης, του αλτρουισμού και της θυσίας, τυπικό δείγμα του ουμανιστικού κοινωνικού ρεαλισμού τον οποίο υπηρέτησε δεξιοτεχνικά ο Ουγκό. Το βιβλίο έκανε μεγάλη αίσθηση την εποχή της έκδοσής του και αν και έλαβε ως επί το πλείστον αρνητικές κριτικές, γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία.
Το μιούζικαλ
Σε μουσική Κλοντ - Μισέλ Σενμπέργκ («Miss Saigon») και λιμπρέτο των Αλέν Μπουμπλίλ και Ζαν - Μαρκ Νατέλ, η μουσικοχορευτική διασκευή του μυθιστορήματος του Βικτόρ Ουγκό πρωτανέβηκε στη θεατρική σκηνή του Παρισιού το 1980, για να μετακομίσει στο Λονδίνο (σε στίχους Χέρμπερτ Κρέτζμερ) πέντε χρόνια αργότερα, ενώ το 1987 ξεκίνησε τη θριαμβευτική καριέρα του στη Νέα Υόρκη. Με απανωτά ρεκόρ εισπράξεων έγινε ένα από τα πιο πετυχημένα μιούζικαλ τόσο του Γουέστ Εντ (μακροβιότερο και από το «Φάντασμα της όπερας») όσο και στο Μπρόντγουεϊ, απ’ όπου κατέβηκε τον Μάιο του 2003 μετά από 6.680 παραστάσεις. Προτάθηκε για 12 Τόνι και κέρδισε οκτώ, ανάμεσά τους κι αυτά του καλύτερου μιούζικαλ, της σκηνοθεσίας και του original score.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr