Story of the day: Το συγκλονιστικό μάθημα ζωής του Δημήτρη Καλαμάρα - έχασε τα πάντα σε ένα βράδυ, βρέθηκε στο δρόμο αλλά τα κατάφερε!
«Μη μετράς αυτά που χάθηκαν. Μέτρα αυτά που έμειναν». Πολλές φορές οι άνθρωποι θεωρούμε ότι έχουμε προβλήματα, αγχωνόμαστε ακόμα και για τα πιο απλά πράγματα και ξαφνικά, συναντάς έναν άνθρωπο, από τον οποίο μαθαίνεις πώς να αντιμετωπίσεις την ζωή.
Με τον Δημήτρη Καλαμάρα συναντηθήκαμε στα Πετράλωνα ένα ηλιόλουστο χειμωνιάτικο πρωινό. Ευγενικός, λάτρευε να απολαμβάνει τον ήλιο και μέσα σε μια ώρα μου αφηγήθηκε την συγκλονιστική ιστορία του. Σε ένα βράδυ έχασε τα πάντα, όμως δεν το έβαλε κάτω, πάλεψε, αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, έμεινε στο δρόμο, έφτασε στα όριά του αλλά τελικά κατάφερε να βγει δυνατός, να κερδίσει και πλέον να είναι σίγουρος ότι δεν θέλει να θυμάται, παρά μόνο να ονειρεύεται.
«Γεννήθηκα στην Μελβούρνη και είμαι 34 ετών. Πάντα υπήρχε η απορία που την ξεδιάλυνα πριν λίγα χρόνια για το αν είμαι υιοθετημένος. Με την μητέρα μου είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας και στην πορεία έμαθα ότι έχω υιοθετηθεί από αυτή την οικογένεια, επειδή δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Είχε στο μυαλό της να με προφυλάξει για να μην το μάθω ποτέ. Μεγαλώνοντας, βέβαια, ψάχνεις, αρχίζεις και αντιλαμβάνεσαι τι γίνεται. Θα σου πω πώς το έμαθα. Από σπόντα ενός συγγενή σε ένα καυγά με την μητέρα μου. Επίσης, είχε πέσει στα χέρια μου ένα πιστοποιητικό γέννησης που έγραφε ένα άλλο όνομα, φυσικά ακόμη και τότε η μητέρα μου απαντούσε με δικαιολογίες. Αρχές του 2007 -από το 2002 η μητέρα μου είχε διαγνωστεί με καρκίνο- ίσως γιατί αισθανόταν ότι τελείωνε η ζωή της, ήθελε να κάνει την διαθήκη της με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να μου πει την αλήθεια. Εγώ έκοψα την κουβέντα κατευθείαν λέγοντας ότι δεν χρειάζεται να πεις κάτι άλλο. Χαμογέλασε και το αφήσαμε εκεί. Γονιός είναι αυτός που τραβάει το λούκι, όχι αυτός που σε γεννάει και φεύγει. Δεν μπορείς να έχεις την ευθύνη μιας ολόκληρης ζωής, αν είσαι εκεί μόνο για μια στιγμή, αυτή της γέννησης. Για να αποκτήσεις το παράσημο του γονιού πρέπει να είσαι δίπλα του σε κάθε δύσκολη φάση του, δεν έχεις το δικαίωμα να λες ότι σου ανήκει κάποιος όταν δεν είσαι εκεί την ώρα που καταστρέφεται. Για αυτό συνειδητά δεν έμαθα και ούτε θέλω να μάθω ποιοι είναι οι πραγματικοί γονείς μου. Φυσικά και οι ίδιοι δεν έχουν μπει στην διαδικασία να με ψάξουν, ίσως θα έχουν τους λόγους τους.
Τον πατέρα μου τον έχασα από καρκίνο όταν ήμουν 2 ετών. Μεγάλωσα λοιπόν μόνο με την μητέρα μου. Πήγα σχολείο, τέλειωσα στο Λύκειο και τότε ξεκίνησαν τα πρώτα προβλήματα υγείας της μητέρας μου, με αποτέλεσμα να αναγκάζομαι να δουλεύω από πολύ μικρός για να μας συντηρώ. Έδωσα εξετάσεις, πέρασα Ψυχολογία στο Πάντειο αλλά αναγκάστηκα να σταματήσω μετά από δύο εξάμηνα γιατί ήταν τόσο πολύ επιτακτική η ανάγκη για να δουλέψω, που διάλεξα να αφοσιωθώ στο πώς θα βρω χρήματα. Ήθελα να προσφέρω στην μάνα μου όσα μου έδωσε η ίδια στα χρόνια που με μεγάλωνε. Στην πορεία μαθαίνω ότι έχει καρκίνο, ασφάλιση δεν είχε, τα πάντα κόστιζαν πάρα πολλά. Έκανα ό,τι δουλειά υπήρχε. Θεωρώ ότι αν αυτό που μάθεις το κάνεις με πάθος, θα το κάνεις καλά.
Αρχές του 2007 μαθαίνω τα δυσάρεστα για την μητέρα μου, τα προβλήματα είχαν πυκνώσει μέχρι το Σεπτέμβρη που μου είπαν ότι πηγαίνετε σπίτι και ‘όσο πάει’. Εκεί δεν θα ξεχάσω την μητέρα μου να μου λέει χαμογελώντας «καλά πήγε». Είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος.
Πήγαμε σπίτι, εγώ δουλεύω σε ένα ίντερνετ καφέ και ένα βράδυ με παίρνουν τηλέφωνο γύρω στις 11μιση από την πυροσβεστική και μου λένε «ελάτε σπίτι, υπάρχει ένα πρόβλημα». Δεν μπορούσα να σκεφτώ τι είχε γίνει και την ώρα που πλησιάζω, το σπίτι μας ρετιρέ, βλέπω μια πορτοκαλί αχνάδα, λαμπάκια, πυροσβεστικές και λέω αποκλείεται, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Προσπαθούσα να διακρίνω τι έχει γίνει όταν ήρθε ένας κύριος από την πυροσβεστική και μου είπε ότι «το σπίτι καίγεται, μην ανέβεις, η μητέρα σου έχει μεταφερθεί στο νοσοκομείο».
Όταν ανέβηκα αντίκρισα μια ολική καταστροφή. Πόρτες, παράθυρα είχαν καεί όλα, το ταβάνι είχε πέσει, ευτυχώς όμως δεν είχε επεκταθεί σε άλλα διαμερίσματα. Μέσα σε δευτερόλεπτά οι πρώτες σκέψεις που μου ήρθαν στο μυαλό ήταν πού θα φέρω την μητέρα μου να μείνει, αφού είναι άρρωστη. Στην συνέχεια πηγαίνω στο νοσοκομείο «Παμμακάριστος», φτάνω στην είσοδο, λέω ότι έχουν φέρει μια ηλικιωμένη κυρία από φωτιά και με μια φυσικότητα ένας νοσοκόμος μου λέει «κύριε, πρέπει να έρθετε να κάνετε μια ταυτοποίηση στο πτώμα της κυρίας». Όλα έγιναν μηχανικά. Την εικόνα που αντίκρισα ίσα-ίσα που την αναγνώριζα. Μέσα μου, μια τεράστια οργή. Θεώρησα τον εαυτό μου υπαίτιο για ότι είχε συμβεί, ότι αν ήμουν εκεί , δεν θα είχε γίνει τίποτα. Όταν βγήκα από το νοσοκομείο -θυμάμαι ότι φυσούσε- συνειδητοποίησα ότι δεν είχα πουθενά να πάω και δεν είχα απολύτως τίποτα για να στηριχτώ. Κι έπρεπε να κανονίσω για όλα. Σε δύο-τρεις μέρες έπρεπε να πάρω το πτώμα, λεφτά δεν είχα και το σπίτι ήταν καμένο.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr