Τα τοπία της ελιάς συνεχίζονται κατά κάποιον τρόπο και μέσα στην αχανή έκταση όπου σαν ένα ολόκληρο χωριό - μεσσηνιακό και παγκόσμιο ταυτοχρόνως - βρίσκονται οι δύο ξενοδοχειακές μονάδες του «Navarino Dunes», με τους πράσινους λοφίσκους του γηπέδου του γκολφ να το περιτριγυρίζουν. Οι ελιές συνεχίζονται κατά κάποιον τρόπο και στην κεντρική πλατεία του «The Westin Resort» με τα γλυπτά ελαιόδενδρα στη σκιά του πύργου, του παρατηρητηρίου, που δεσπόζει στην πλατεία, στην Agora και σε όλο τον «οικισμό». Στην αγορά υπάρχει, όπως σε κάθε χωριό που σέβεται τον εαυτό του, η εκκλησία, όπου θα γίνουν όλες οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, η περιφορά του Επιταφίου και η Ανάσταση, και, όπως πάντα, απέναντι είναι τα τραπεζάκια του παραδοσιακού καφενείου και του παντοπωλείου, όπου διατίθενται τα παραδοσιακά προϊόντα της Navarino Icons: λάδι, ελιές, μέλι, πετιμέζι, παστέλι, χυλοπίτες, τσίπουρο, κρασιά.
Τα κρασιά μπορεί ο φιλοξενούμενος να τα δοκιμάσει παραδίπλα, στην «Enoteca», όπου ο σομελιέ Μάνος Κεντικελένης τον συνεπαίρνει σε ένα γοητευτικό ταξίδι στους αμπελώνες του Μοριά. Το ταξίδι αρχίζει κάπως έτσι: «Το "Κύπελλο του Νέστορα" είναι ένα αγγείο που βρέθηκε σε τάφο της νεκρόπολης της Πιθηκούσας, του σημερινού νησιού Ισκια, στη Δυτική Ιταλία. Χρονολογείται από τη Γεωμετρική Εποχή (750-700 π.Χ.). Δισκοπότηρο με επίγραμμα τριών στίχων στη Γραμμική Β', την πρώτη γραφή στον κόσμο με συλλαβές. "Του Νέστορα το κύπελλο είναι καλό για να πίνεις. Αλλά όποιος πιει από το κύπελλο αυτό αμέσως θα καταληφθεί από την επιθυμία έρωτα για την όμορφη στεφανωμένη Αφροδίτη"». Από τους αμπελώνες της Costa Navarino στο Μουζάκι παράγονται με την οινογνωσία του Σκούρα τρία κρασιά: το λευκό (σαρντονέ με ροδίτη) και κόκκινο (καμπερνέ) «1927» και το λευκό (σαρντονέ σε βαρέλι) «Κοτύλι».
Στην κορυφή της του αρχαίου Κορυφάσιου Ακρου βρίσκεται το Παλαιόκαστρο του Ναβαρίνου. Σφύζουν οι επάλξεις από τις μνήμες, σφύζει και κάτω η ζωή στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, το σπίτι χιλιάδων πουλιών, πλήθος άλλων υδρόβιων πλασμάτων αλλά και του «εξωτικού» αφρικανικού χαμαιλέοντα. Εδώ είναι το μοναδικό σημείο εκτός Αφρικής όπου ζει, όπως μοναδικός είναι ο συνδυασμός φύσης και ιστορίας σε αυτή τη γωνιά του Μοριά. Ολες οι εκφάνσεις της ζωής στη λιμνοθάλασσα παρουσιάζονται πολύ παραστατικά στο Navarino Natura Hall. Ο σεβασμός στο περιβάλλον είναι ένα από τα όσια της ιδέας της Costa Navarino που ακολουθήθηκε με ευλάβεια στα κτίσματα που σχεδίασε ο Αλέξανδρος Τομπάζης, τα οποία καταλαμβάνουν ένα πολύ μικρό κομμάτι του οικοπέδου, αλλά και στα δένδρα και στα φυτά που καλύπτουν τον μεγαλύτερο τόπο. Επειδή την αμμουδιά μπροστά στα ξενοδοχεία επισκέπτονται οι σπάνιες χελώνες Caretta Caretta για να γεννήσουν τα αβγά τους, τα φώτα είναι αόρατα από την παραλία για να μην αποπροσανατολίζουν τα χελωνάκια ώστε να φθάσουν έγκαιρα στη θάλασσα για να αρχίσουν το μακρύ ταξίδι τους που πάλι θα τα φέρει εδώ για να συνεχίσουν τη διαιώνιση, ελπίζουμε, του απειλούμενου με εξαφάνιση είδους τους.
Από τα διακεκριμένα δωμάτια με θέα τη θάλασσα βλέπεις τα κύματα του Ιονίου σαν ξαφνική παραξενιά της μικρής, αποκλειστικά δικής του, πισίνας που υπάρχει μπροστά στη διαφανή πρόσοψη. Και όταν κατεβείς από το ξύλινο μονοπάτι, εκεί που το ποτάμι που έρχεται από τα βουνά στο βάθος σμίγει με το Ιόνιο, η αίσθηση αυτής της παραλίας είναι υπέροχη, ειδικά αν κυματίζει. Τη βλέπεις μέσα στην αλισάχνη να χάνεται πίσω από τη μακρινή συστάδα των δένδρων και ξέρεις ότι συνεχίζεται στο πλάι όλης σχεδόν της διαδρομής που έκανες ερχόμενος από το Καλό Νερό, με ιδιαίτερη νότα την αμμουδιά του Λαγκούβαρδου, τη μοναδική με κύματα όπου μπορούν να ταξιδέψουν πάνω τους οι σέρφερ. Εδώ κοντά, δίπλα στη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας, βρίσκεται μια άλλη ιδιαίτερη νότα της ακρογιαλιάς του ελαιώνα, η επίσης μοναδική παραλία της Βοϊδοκοιλιάς, ένας αμμουδερός κύκλος που θα ήταν τέλειος αν δεν έλειπε ένα μικρό τόξο για να μπορεί να εισβάλλει η θάλασσα, συχνά με πανέμορφα κύματα, και να την κάνει ακόμη πιο όμορφη και πιο ζωντανή.
Ο γύρος της υδρογείου από τραπέζι σε τραπέζι
Στο εστιατόριο «Morias», όπου σερβίρεται το πρωινό του «The Westin Resort», ο μακρύς μπουφές φαίνεται να κάνει με τις γεύσεις του τον γύρο του κόσμου. Βέβαια η αφετηρία είναι πάλι εδώ, στη Μεσσηνία, με μια αντιπροσωπευτική γεύση του τόπου, τον καγιανά, με αβγά, μεσσηνιακό παστό, τοπικό τυρί σφέλα και ψιλοκομμένο μαϊντανό. Και το ταξίδι συνεχίζεται και με άλλες ελληνικές γεύσεις όπως η μπουγάτσα με κιμά ή κρέμα ή η χορτόπιτα.
Ομως εκεί όπου το γευστικό ταξίδι πάει όντως πολύ μακριά, είναι στο εστιατόριο «Flame» που έχει ως βασικό υλικό του το κρέας «Κόμπε». Πολύ αντιπροσωπευτικό είναι το Κόμπε μπέργκερ σερβιρισμένο πάνω σε δίσκο από ξύλο ελιάς μαζί με λαχανικά. Το ειδικό μοσχαρίσιο κρέας είναι από τη μακρινή Αμερική, αλλά τα λαχανικά είναι από τον διπλανό κήπο. Το ίδιο και η παντοσύναχτη σαλάτα Flame, με χόρτα εποχής, ψητά παντζάρια, φιλέτα εσπεριδοειδών, τυρί ροκφόρ, «χώμα» ελιάς, καρύδια και πετιμέζι. Η γεύση του κήπου και γενικώς του τόπου υπάρχει σε πολλά φαγητά, όπως το κοτόπουλο ελευθέρας βοσκής αρωματισμένο με θυμάρι, λεμόνι και βασιλικό, η ανάμεικτη σαλάτα με ντομάτα «χοντροκατσαρή» και κόκκινο κρεμμύδι ή η χοιρινή πανσέτα σιγομαγειρεμένη με σταμναγκάθι, πουρέ πρασοσέλινου, ψητό πράσινο μήλο και βούτυρο φουντουκιού.
Το κάθε ταξίδι έχει νόημα όταν υπάρχει επιστροφή στην αφετηρία. Το ίδιο και το γευστικό. Και εδώ η αφετηρία υπάρχει και η επιστροφή έχει πολύ ωραία γεύση. Σε ένα παραδοσιακό σπίτι που αναπαλαίωσε η Costa Navarino στην είσοδο της Πύλου, με θέα το ηλιοβασίλεμα στον κόλπο του Ναβαρίνου και τη Σφακτηρία, οι κυρίες Λούλα και Αννα μυούν τους επισκέπτες στα μυστικά της μεσσηνιακής παραδοσιακής κουζίνας. Σε υποδέχονται εγκάρδια, με χαμόγελο και λαλαγγίδες, τηγανίτες περιχυμένες με πετιμέζι ή και τριμμένη, ξερή μυζήθρα. Μετά σηκώνουν τα μανίκια για να ετοιμάσουν τη χορτόπιτα με τη βοήθεια των επισκεπτών που στύβουν το σπανάκι, τα σέσκουλα, τα φρέσκα κρεμμυδάκια, την καυκαλήθρα, την αγγουρίτσα, τον μάραθο και ό,τι άλλο μυρωδικό χόρτο υπάρχει. Μετά προσθέτουν φέτα, λάδι, αλάτι, πιπέρι, δυο αβγά χτυπημένα και λίγο ρύζι. Τα ζυμώνουν ξανά και η γέμιση είναι έτοιμη. Στον πάτο του ταψιού απλώνουν τον μισό χυλό από καλαμποκάλευρο, νερό, αλάτι και λίγο λάδι, που έχουν ετοιμάσει, προσθέτουν τη γέμιση και τη σκεπάζουν με τον άλλο μισό. Επειτα πασπαλίζουν την πίτα με σουσάμι. Είναι έτοιμη να μπει στον φούρνο.
Οσο η χορτόπιτα θα ψήνεται στον φούρνο στους 180ο για μία ώρα, η Λούλα και η Αννα ετοιμάζουν τη γαλόπιτα με γάλα, χοντρό σιμιγδάλι, ζάχαρη, αβγά, ξύσμα λεμονιού και βανίλια, που είναι το παραδοσιακό γλυκό της Μεσσηνίας. Τη ρίχνουν και αυτή στον φούρνο και αμέσως φέρνουν τον πλάστη για να φτιάξουν τα χυλοπιτένια μακαρόνια που σερβίρονται «καμένα» με αρωματικό λίπος του παστού, ξερή μυζήθρα και κανέλα. Πριν όμως φτιάχνουν τα μακαρόνια εξαρχής, από το αλεύρι, τα αβγά, το γάλα, το αλάτι. Τα ζυμώνουν, τα κάνουν μπάλα και αφήνουν το ζυμάρι να ξεκουραστεί μισή ώρα. Μετά ανοίγουν φύλλο και το κόβουν με το μαχαίρι. Κανονικά τα απλώνουν σε ένα σεντόνι πάνω στο κρεβάτι για να ξεραθούν, αλλά τώρα τα βράζουν αμέσως και τα καίνε. Στο μεταξύ είναι έτοιμες οι πίτες και ο καγιανάς, και όλοι μαζί μπορούν να κάτσουν στο τραπέζι, όπως ακριβώς μια οικογένεια. Και αυτό είναι μια από τις μεγάλες δυνάμεις του παραδοσιακού τραπεζιού. Οι συνδαιτυμόνες δεν τρέφονται μόνο, δεν ευφραίνονται απλώς, αλλά συζητούν, επικοινωνούν και εν τέλει δένονται.
Καταρράκτες μέσα στην πολυσύνθετη φύση
Τα νερά που κατεβαίνουν προς τη λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας ακολουθούν μια μακρά πορεία, που σε ορισμένα σημεία γίνεται πολύ θεαματική. Στο περίφημο Πολυλίμνιο, οι διαδοχικοί καταρράκτες δημιουργούν ένα τοπίο σπάνιας ομορφιάς. Αλλά και ο πιο κοντινός, μοναχικός, καταρράκτης του Καλάμαρη είναι εντυπωσιακός. Μπορείς να φτάσεις εκεί, με αυτοκίνητο ή με τα πόδια, με πορεία μέσα στην αυθεντική, πολυσύνθετη, μεσσηνιακή φύση.
Μέσα στο χωριό Γιάλοβα (11 χλμ. από το Navarino Dunes) συναντάμε την πινακίδα προς Σχινόλακα, ένα χωριό με παλιά σπίτια πιο ψηλά (3 χλμ.), που μας δείχνει τη διακλάδωση αριστερά. Οταν την ακολουθήσουμε βρίσκουμε ύστερα από 1 χλμ. μιαν άλλη, στην αρχή ενός χωματόδρομου. Είναι βατός και για συμβατικά αυτοκίνητα και έπειτα από 2 χλμ. τερματίζει στην αρχή του μονοπατιού για τον καταρράκτη. Εμείς προτιμήσαμε να αφήσουμε το αυτοκίνητο στην άσφαλτο και να κάνουμε ολόκληρη τη διαδρομή ως τον καταρράκτη με τα πόδια. Κάναμε με χαλαρό και εξερευνητικό περπάτημα περίπου μιάμιση ώρα για να πάμε και να γυρίσουμε.
Ηταν μια πορεία μέσα στην άνοιξη, καθώς οι ελιές, οι λεμονιές και τα άλλα οπωροφόρα δένδρα μπλέκονται γοητευτικά με τα άγρια, όπως τους ανθισμένους ασπάλαθους. Από εκεί που τελειώνει ο χωματόδρομος, το μονοπάτι χώνεται, κυριολεκτικά, μέσα στην «άγρια» φύση, πρώτα στα καλάμια και μετά στα βάτα και στα ψηλότερα δένδρα. Τα καλάμια στην αρχή είναι πολύ χρήσιμα γιατί μπορείτε να τα χρησιμοποιήσετε ως στήριγμα που είναι τελικά αναγκαίο στο βρεγμένο, γλιστερό και κατηφορικό έδαφος. Γλιστερές είναι και οι πέτρες γύρω από τη λίμνη όπου πέφτει από ψηλά ο καταρράκτης, περνώντας και αυτός μέσα από την «τροπική» βλάστηση.
Επιστρέψαμε στον κεντρικό δρόμο προς Πύλο και αμέσως μετά τη Γιάλοβα (2 χλμ.) ακολουθήσαμε την πινακίδα προς Πύλα (3 χλμ.). Στην είσοδο του χωριού, κάτω από μια τεράστια χαρουπιά, υπάρχουν δύο παγκάκια, από τα οποία μπορεί να απολαύσει την πιο πανοραμική εικόνα του κόλπου του Ναβαρίνου, των νησιών που τον αγκαλιάζουν, της Βοϊδοκοιλιάς και της λιμνοθάλασσας της Γιάλοβας που σε προσκαλεί κοντά της αστράφτοντας σαν τεράστιος καθρέφτης.
Η λιμνοθάλασσα της ζωής και της ομορφιάς
Αριστερά αυτή τη φορά στον κεντρικό δρόμο της Γιάλοβας, απέναντι από την πινακίδα προς τον καταρράκτη του Καλάμαρη, υπάρχει η άλλη πινακίδα που σε οδηγεί προς Χρυσή Ακτή και Βοϊδοκοιλιά. Πιο κάτω ο δρόμος διακλαδώνεται προς Χρυσή Ακτή (3 χλμ.) και Βοϊδοκοιλιά (5 χλμ.). Ακολουθούμε τον κλάδο προς Χρυσή Ακτή και κάπου 2 χλμ. μετά υπάρχει η δεξιά η πινακίδα που δείχνει το παρατηρητήριο των πουλιών. Από εκεί νωρίς το πρωί καλύτερα ή το απόγευμα μπορείς να παρακολουθήσεις τη ζωή να σεργιανά στα ρηχά νερά, παράλληλα με το βήμα ενός ψηλόλιγνου καλαμοκανά, τον χορό του αργυροτσικνιά καθώς ψαρεύει ή ακόμη πιο σπάνια το πέταγμα των πιο φανταχτερών πουλιών της Ευρώπης, των φλαμίνγκος, που έρχονται από μακριά.
Επί χιλιετίες έφθαναν εδώ οδοιπόροι, ήρωες του Τρωικού Πολέμου, κατακτητές, στρατιώτες των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, ρομαντικοί φιλέλληνες, περιηγητές, μεταναστευτικά πουλιά. Ο πιο παράξενος ταξιδιώτης από όλους αυτούς ανήκει στο ζωικό βασίλειο και είναι ο αφρικανικός χαμαιλέοντας. Ο τρόπος που έφθασε εδώ παραμένει αξεδιάλυτο μυστήριο. Πιθανόν να τον έφεραν οι Ρωμαίοι από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, την πατρίδα του αντιβασιλέα Ιμπραήμ που έκανε την περιοχή του Ναβαρίνου ορμητήριό του, οι οποίοι είχαν αυτά τα ζώα ως κατοικίδια. Μερικές εκατοντάδες τέτοια, ακριβοθώρητα, εξωτικά ζώα ζουν τώρα στη Χρυσή Ακτή της Γιάλοβας, απέναντι από την Πύλο, στον κόλπο που κλείνουν η χερσόνησος του Κορυφάσιου με το Παλαιόκαστρο στην κορυφή, η Σφακτηρία, το Χελωνάκι και τα άλλα νησιά με τα μνημεία των Αγγλων, των Γάλλων και των Ρώσων που έπεσαν στην περίφημη ναυμαχία του Ναβαρίνου, η οποία σήμανε τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους.
Ψηλά πάνω από τη λιμνοθάλασσα ορθώνεται η χερσόνησος που στεφανώνεται από το Παλαιόκαστρο, το κάστρο που έχτισαν οι Φράγκοι από το 1281 ως το 1289. Στο τέρμα του δρόμου, κάπου 2,5 χλμ. από το παρατηρητήριο των πουλιών και τις αμμουδιές του χαμαιλέοντα, απέναντι από το άκρο της Σφακτηρίας, υπάρχει πινακίδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που δείχνει το μονοπάτι που ανηφορίζει στο γρανιτένιο Κορυφάσιον Ακρον ως τα τείχη του Παλαιόκαστρου. Ακολουθώντας το όλο και ανοίγει η ματιά σου προς το Ιόνιο πέλαγος. Ετσι, απορροφημένος από τη θέα, φτάνεις έπειτα από περίπου μία ώρα κάτω από τους ψηλούς πύργους και τις πολεμίστρες που αναδύονται από τους πολύχρωμους, πυκνούς, μεσογειακούς θάμνους. Περιδιαβάζεις τις πολεμίστρες που βάζουν μια δαντέλα στο απέραντο γαλάζιο, μέχρι που φτάνεις στην άκρη, πάνω από τη Βοϊδοκοιλιά. Η καταπληκτική θέα της ολοστρόγγυλης παραλίας σε μαγνητίζει και έτσι αρχίζεις να κατεβαίνεις από την άλλη μεριά του κάστρου προς το μέρος της. Γρήγορα όμως καταλαβαίνεις ότι θα πρέπει να εγκαταλείψεις τη θέα της Βοϊδοκοιλιάς και να αφοσιωθείς στη σύντομη (περίπου 20 λεπτά) αλλά δύσκολη κατάβαση μέχρι να πατήσεις στα λιβάδια πρώτα και μετά στους σίγουρους αμμόλοφους με τα κέδρα και να δεις από κοντά αυτά τα φανταστικά, εγγεγραμμένα, ημικύκλια που δημιουργούν τα κύματα με τους αφρούς τους και που τα αποθέτουν στην αμμουδιά. Πλησιάζεις σε απόσταση αναπνοής αυτά τα κύματα που πριν από λίγο θαύμαζες από ψηλά τους περίτεχνους συνδυασμούς των αφρών τους προτού βρεθείς στη δροσερή αγκαλιά τους.
Περίπου στη μέση της κατάβασης περνάς από τη σπηλιά του Νέστορα, όπως τη λένε στην περιοχή. Την ανέφερε και ο Παυσανίας και οι αρχαιολόγοι βρήκαν ίχνη νεολιθικής κατοίκησης. Πήρε όμως το όνομά της από τον μυθικό βασιλιά ο οποίος «κυριαρχεί» σε όλη την περιοχή. Ο μύθος θέλει τον Ερμή να κρύβει σε αυτή τη σπηλιά τις αγελάδες που έκλεψε από τον Απόλλωνα.
Από τη Βοϊδοκοιλιά το μονοπάτι διατρέχει την ακτή της χερσονήσου που σηκώνει το κάστρο έχοντας προς τη μεριά της Γιάλοβας τη λιμνοθάλασσα. Ετσι γυρίζεις ξανά στην αφετηρία της ανάβασης (20 λεπτά).