Μίκης Θεοδωράκης: Θα ήθελα να γυρίσω τον χρόνο και να καθήσω στο τραπέζι με τους γονείς μου, να φάμε και να τραγουδήσουμε - Την Παρασκευή η πρεμιέρα με το έργο για την ζωή του στο Badminton!

«Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα / Χωρίς να γνωρίζω κανέναν / Κι ούτε κανένας / Με γνώριζε». Οι ταιριαστές φωνές ακούγονταν έξω από το Μπάντμιντον, ξαφνιάζοντας τους οδηγούς των πούλμαν που είχαν σταθμεύσει απ’ έξω μεταφέροντας μαθητές στο γειτονικό πάρκο. Το καινούργιο κομμάτι του Κορεάτη Psy που στρίγκλιζε στο κινητό, πέρασε σε δεύτερη μοίρα. «Κάποια χορωδία θα είναι εκεί», λέει ένας οδηγός, «άκου!».

«Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα / Χωρίς να γνωρίζω κανέναν / Κι ούτε κανένας / Με γνώριζε». Οι ταιριαστές φωνές ακούγονταν έξω από το Μπάντμιντον, ξαφνιάζοντας τους οδηγούς των πούλμαν που είχαν σταθμεύσει απ’ έξω μεταφέροντας μαθητές στο γειτονικό πάρκο. Το καινούργιο κομμάτι του Κορεάτη Psy που στρίγκλιζε στο κινητό, πέρασε σε δεύτερη μοίρα. «Κάποια χορωδία θα είναι εκεί», λέει ένας οδηγός, «άκου!». Ρεπορτάζ από τις πρόβες και συνέντευξη με τον Μίκη Θεοδωράκη της Γιώτας Συκκά στην Καθημερινή.

Μέσα οι ηθοποιοί της παράστασης «Ποιος τη ζωή μου…», που ετοιμάζεται για πρεμιέρα (10/5), τραγουδούσαν το «Δρόμοι παλιοί» του Μανώλη Αναγνωστάκη έχοντας μπροστά τους τον Μίκη Θεοδωράκη. Ανάμεσα στον παραγωγό Μιχάλη Αδάμ και τον σκηνοθέτη Θέμη Μουμουλίδη, που έγραψε και το κείμενο, ο συνθέτης παρακολουθεί με προσοχή. Συγκίνηση, δέος, αμηχανία. Ο Μίκης συγκινημένος από τα καμώματα της μηχανής του χρόνου και από τις μνήμες που ξαναγύριζαν· οι ηθοποιοί και οι συντελεστές γιατί έβλεπαν απέναντί τους έναν μύθο.

Για τρεις τουλάχιστον ώρες, οι εικόνες σε αυτό το πυκνό σκηνικό ταξίδι ανέσυραν αναμνήσεις. «Εκείνο που με συνόδευε σε όλη μου τη ζωή ήταν ο πόνος για τα έπιπλα του σπιτιού μας στις μετακομίσεις… (…) Στην Πρέβεζα θυμάμαι ότι τα ανέβαζαν επάνω με ένα βίντσι. Αυτά τριγυρίζανε κι εγώ πονούσα», λέει επί σκηνής ο Αρης Λεμπεσόπουλος υποδυόμενος τον Θεοδωράκη. Και ο κορυφαίος συνθέτης επιβεβαίωνε με ένα κούνημα του κεφαλιού.


Λόγια και τραγούδια χτυπούσαν στόχους. Την πρώτη αναστάτωση για τη μουσική, τη φιλολογική παρέα στο ΕΑΜ, την ισχυρή σχέση με τη μητέρα του, τον έρωτα με τη Μυρτώ. Μακρόνησος, μουσικές, κελιά, Λαμπράκης, Πέτρουλας, Παρίσι, Ζάτουνα περνούν σαν φαντάσματα. Από κοντά και οι συναντήσεις: Χατζιδάκις, Κατσαρός, Ρίτσος, Λειβαδίτης, Γκάτσος, Σαββίδης, Σεφέρης, Ελύτης…

«Αρη, σε παρακαλώ να κάθεσαι πιο ευπρεπώς όταν απευθύνεσαι προς τον Ελύτη. Είχα ένα δέος απέναντί του». Η σιγανή φωνή του Μίκη Θεοδωράκη όταν απευθύνθηκε στον ηθοποιό Αρη Λεμπεσόπουλο έμοιαζε συγκινημένη για τη νύχτα στου Λουμίδη που την έβλεπε μπροστά του να αναπλάθεται. Τότε που ανήγγειλε στον ποιητή ότι θα ηχογραφήσει το «Αξιον Εστί» ως συμφωνικό έργο.

«Η παράσταση έχει συμφιλιωτικό χαρακτήρα, επαναφέρει την ιστορική μνήμη ως ευεργετική διαδικασία και αναδεικνύει άγνωστες πτυχές όπως ο λυρικός Θεοδωράκης, αλλά και η σχέση με τους γονείς και τον αδερφό του», μας λέει ο Θέμης Μουμουλίδης. Οι τρεις μήνες συστηματικών συναντήσεων με τον συνθέτη έδωσαν και ανέκδοτο υλικό. «Είχε ανάγκη να επικοινωνήσει με αυτό που του έλειπε. Βίωσε συγκλονιστικά παιδικά χρόνια σε τρυφερό περιβάλλον. Ο πατέρας τον απάλλασσε κατά καιρούς από ευθύνες, η μάνα όμως ήταν αυτή που έκανε τις υπερβάσεις. Το γεγονός ότι η προπώληση ξεπέρασε τα 12.000 εισιτήρια σημαίνει ότι ο κόσμος έχει ανάγκη να συγκινηθεί από την κυτταρική του μνήμη».


Γρηγόρης Βαλτινός, Φιλαρέτη Κομνηνού, Αρης Λεμπεσόπουλος, 23 ακόμη ηθοποιοί. Και οι τραγουδιστές Κώστας Μακεδόνας, Γιώτα Νέγκα, Κώστας Θωμαΐδης, Αννα Λινάρδου στο δεύτερο μέρος της παράστασης. Πρόζες και μουσικές εναλλάσσονται, μα εκείνη η συνάντηση στην ψυχιατρική κλινική με τη μητέρα του καθηλώνει και τον θίασο. «Την έγραψε μόνος του», ψελλίζει μια ηθοποιός. «Μαμά, εγώ είμαι. Δεν με γνωρίζεις. Ο Μίκης είμαι…». Κάποια χαρτομάντιλα διακριτικά στα χέρια καθρεφτίζουν τα συναισθήματα. «Ο Μίκης μου χάθηκε… Χωρίσαμε ένα βράδυ στη Σούδα, δεν τον ξανάδα».

Ωρα αργότερα, ο Μ. Θεοδωράκης με την πιστή συνεργάτιδά του Ρένα Παρμενίδου και τον Μιχάλη Αδάμ χάνονται στο δαιδαλώδες Μπάντμιντον. «Θα ξανάρθω», υπόσχεται καθώς απομακρύνεται. Το τραγούδι «Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά / στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει» σβήνει στα ηχεία και ένα τσιγάρο αποφορτίζει τη συγκίνηση όσων έμειναν.

«Δεν είμαι περήφανος που γεννήθηκα άνθρωπος»

Η παράσταση στο Μπάντμιντον, που έγινε με πρωτοβουλία του Μιχάλη Αδάμ και του Θέμη Μουμουλίδη, λέει στην «Κ» ο κορυφαίος συνθέτης, «είναι μια καθαρά πολιτική πράξη, από την άποψη ότι με αφορμή και πρόσχημα τη ζωή μου επιχειρεί με τη δύναμη της τέχνης να δωρίσει στους Ελληνες εκείνα που τους στέρησαν και τους στερούν οι εχθροί τους. Δηλαδή, τη νεότερη ιστορία μας με τους αγώνες και την τέχνη του λαού μας. Και μ’ αυτόν τον τρόπο να τους ξαναδώσει την περηφάνια, την αυτοεκτίμηση, την ομορφιά και την ευγένεια, αλλά και τη δύναμη να ονειρεύονται και να ελπίζουν, σε μια εποχή που ξένοι και ντόπιοι βάρβαροι προσπαθούν να μας πείσουν ότι είμαστε διεφθαρμένοι, τεμπέληδες και φοβισμένοι ραγιάδες, που ζητιανεύουν τη δόση τους από τα νέα αφεντικά της εποχής μας: τους τραπεζίτες, τους τοκογλύφους και τα όργανά τους».


Το ότι επέλεξαν το πρόσωπό του, υπογραμμίζει, πως δεν είναι τυχαίο. «Και δεν αναφέρομαι στην όποια αξία έχει το μουσικό μου έργο ή όποια σημασία η πολυκύμαντη ζωή μου. Σκέπτομαι μόνο το ιστορικό παράδειγμα και δίδαγμα ενός ανθρώπου που έτυχε να αντιμετωπίσει σαν απλός Ελληνας πατριώτης όλους τους νεοβάρβαρους που προσπάθησαν να καταστρέψουν τη χώρα μας με ένα πρωτοφανές και ανεξήγητο μίσος. Από πού και πώς ξεκίνησαν, τι κακό μας έκαναν, σε ποιο κρίσιμο σημείο για την ίδια την ύπαρξή μας μάς έφτασαν, πώς αντιδράσαμε εμείς οι Ελληνες και τι έγινε τελικά. Πού βρίσκονται τώρα οι ορκισμένοι εχθροί μας; Ο Μουσολίνι, ο Χίτλερ, οι γκεσταπίτες, οι γερμανοτσολιάδες, οι Τσολάκογλου, η Φρειδερίκη και ο Θρόνος, οι Σούρληδες, οι χαφιέδες, οι βασανιστές, οι φονιάδες του Λαμπράκη και του Πέτρουλα, ο κ. Πιουριφόι –πρεσβευτής και ηθικός αυτουργός της εκτέλεσης του Μπελογιάννη–, τα Μακρονήσια και τα εκτελεστικά αποσπάσματα με τα 16.000 θύματα, κοπέλες και αγόρια, ο Παπαδόπουλος, η Μπουμπουλίνας και το ΕΑΤ-ΕΣΑ, οι νέοι χαφιέδες και βασανιστές… Αυτή είναι η “Μνήμη του Λαού μου” που λέει και ο Ελύτης. Είναι οι εφιάλτες που τους κατάπιε η ντροπή και το μίσος των λαών.

»Αυτά, εν κατακλείδι, θέλει να θυμίσει η παράσταση στο Μπάντμιντον στον σημερινό θεατή, με τη βεβαιότητα ότι αυτή η έστω περιορισμένη αποκάλυψη της ιστορικής αλήθειας και της ελληνικής τέχνης και μουσικής θα του προσφέρουν ψυχική και ηθική δύναμη και αισιοδοξία. Είμαι βέβαιος ότι σε λίγο καιρό οι Ελληνες θα θυμούνται τη σημερινή κατάσταση σαν έναν ακόμη εφιάλτη που πήγε να συναντήσει τους παλιούς. Ας έχουμε πίστη στον Ποιητή που στο “Αξιον Εστί”, αναφερόμενος στην Ελλάδα και στους Ελληνες, έγραψε τον στίχο “Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας”».

– Πώς νιώθετε όταν βλέπετε κάποιον να υποδύεται εσάς;

– Οι αναφορές στο παρελθόν πάντα με πληγώνουν… Πώς το είχε πει ο Νίκος Γκάτσος; «Στράτα τη στράτα σου το ’χω πει, φεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή…».

– Βιώσατε την ιστορία της Ελλάδας τα τελευταία 88 χρόνια. Υπάρχει κάτι που χάσατε αυτά τα χρόνια;

– Eχασα την ευκαιρία να «φύγω» την εποχή που «ο Ηλιος ήταν βέβαιος για τον κόσμο».

– Αν ξεκινούσατε από την αρχή, θα αλλάζατε κάτι;

– Θα προτιμούσα να ζήσω σαν πλατάνι πλάι σε δροσερό ποτάμι... Δεν είμαι περήφανος που γεννήθηκα άνθρωπος. Οπως όλοι και όλες, είμαι κι εγώ ένα λάθος της φύσης... «Το τραγούδι της γης δεν τ’ άκουσες ποτέ ούτε θα τ’ ακούσεις πια. Σκότωσες όλα τα πουλιά. Τα δάση. Το νερό. Το λαμπερό νερό. Τον ποταμό. Πάει… Σκότωσες το χώμα, τον ήλιο, την καρδιά σου. Ποτέ δεν θα ξαναδείς το χρώμα τ’ ουρανού. Δεν θα ξανακούσεις τον ήχο των χρωμάτων. Σαν βολίδα προχωράς στο χάος. Στερνή φορά ας ακουστεί μες στη σιωπή το Τραγούδι της Γης. Πριν τελικά τυλιχτώ στο χάος, ένα “γεια σου” θα πω στη ζωή» (Συμφωνία αρ. 2).

– Θα αφοσιωνόσασταν περισσότερο σε έναν χώρο της μουσικής ή σε κάποια αγαπημένα πρόσωπα;

– Το φιλί της μουσικής με οδήγησε στο κέντρο της αρμονίας. Τα πρόσωπα που αγάπησα ήταν κατά κάποιο τρόπο προέκταση του αρμονικού κόσμου μέσα στον οποίο ζούσα. Μ’ αυτόν τον τρόπο, μουσική και πρόσωπα ταυτίζονται μέσα μου.

– Βλέποντας τις πρόβες, αισθάνθηκα ότι θέλετε να εστιάσετε στις σχέσεις με τους γονείς σας. Είναι ένας λογαριασμός που κλείνει;

– Εάν γινόταν κάποιο θαύμα και μπορούσα να ζήσω δέκα λεπτά της ώρας στο παρελθόν, θα διάλεγα ένα γεύμα γύρω από το τραπέζι, στον Πύργο το 1939 ή στην Τρίπολη το 1942, με τη μητέρα, τον πατέρα και τον αδελφό μου να τραγουδάμε όλοι μαζί το καινούργιο μου τραγούδι

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr