Το 'διαβολικό ζευγάρι' που σκότωσε πέντε παιδιά και μισήθηκε απ΄ όλη τη Βρετανία - Ίαν Μπρέιντι και Μάιρα Χίντλι

Αν ο Ίαν Μπρέιντι δεν είχε περάσει με τη μηχανή του μπροστά από την παρέα της Μάιρα Χίντλι, θα είχαν σωθεί οι ζωές πέντε παιδιών. Κι αυτό, γιατί ο Μπρέιντι δεν θα είχε ποτέ το θάρρος να πραγματοποιήσει τις σαδιστικές φαντασιώσεις του, χωρίς τη βοήθεια της Χίντλι. Και η Χίντλι δεν θα είχε παρασυρθεί ποτέ στον φόνο, χωρίς την επιρροή του εραστή της. Μαζί, το ζευγάρι οδήγησε στον θάνατο πέντε παιδιά, ηλικίας 10 έως 17 ετών.

Το πρώτο θύμα ήταν η 16χρονη Πολίν Ριντ. Την επέλεξε ο Μπρέιντι στις 12 Ιουλίου 1963, ενώ οδηγούσε τη μηχανή του, πίσω από το αυτοκίνητο της Χίντλι. Για να της δείξει ότι ήθελε να προσελκύσει το κορίτσι, αναβόσβησε τα φώτα του. Τότε η Χίντλι σταμάτησε, μίλησε με την Πολίν, την οποία γνώριζε απ’ τη γειτονιά και προσφέρθηκε να την πάει με το αυτοκίνητο μέχρι τον προορισμό της. Το κορίτσι δέχτηκε και μπήξε στο αμάξι.

Η Χίντλι όμως δεν κατευθύνθηκε προς την εκδήλωση που πήγαινε η Πολίν, αλλά προς τον βάλτο του Σάντλγουορθ, μία έρημη και δύσβατη περιοχή. Εκεί τους περίμενε ο Μπρέιντι, που απομακρύνθηκε με το κορίτσι, ενώ η Χίντλι περίμενε στο αμάξι. Μετά από λίγη ώρα, της φώναξε να πλησιάσει και μαζί έθαψαν το άτυχο κορίτσι. Η Χίντλι παρατήρησε ότι τα ρούχα του κοριτσιού ήταν σκισμένα και κατάλαβε ότι είχε βιαστεί. Ο λαιμός της είχε κοπεί τόσο βαθιά, που έμοιαζε σχεδόν αποκεφαλισμένη. Στο γυρισμό, είδαν τη μητέρα και τον αδερφό της Πολίν, που την έψαχναν στον δρόμο.


Στις 23 Νοεμβρίου 1963, η Χίντλι προσφέρθηκε να γυρίσει τον 12χρονο Τζον Κίλμπριντ στο σπίτι του. Κατέληξαν στον βάλτο, όπου ο Μπρέιντι τον βίασε και επιχείρησε να τον μαχαιρώσει. Τον μαχαίρι δεν ήταν αρκετά κοφτερό και εκνευρισμένος, τον έπνιξε με ένα σχοινί. Με τον ίδιο τρόπο σκότωσε και τον 12χρονο Κιθ Μπένετ στις 16 Ιουνίου του 1964. Στις 26 Δεκεμβρίου, το ζευγάρι επέλεξε το τέταρτο και νεότερο θύμα τους, την 10χρονη Λέσλι Αν Ντάουνι. Αφού την κάλεσαν στο σπίτι τους, ο Μπρέιντι την έγδυσε, την έδεσαν και τη φωτογράφισε. Ηχογράφησε τις κραυγές της, ενώ την τρομοκρατούσε και τη βίαζε. Στο τέλος, την στραγγάλισε. Το τελευταίο θύμα ήταν ο 17χρονος Έντουαρντ Έβανς. Τη στιγμή που ο Μπρέιντι τον χτυπούσε αλύπητα με ένα φτυάρι, στο σπίτι μπήκε ο κουνιάδος του, Ντέιβιντ Σμιθ, τον οποίο ο Μπρέιντι προόριζε για αντικαταστάτη της Χίντλι. Ο Σμιθ βοήθησε το ζευγάρι να ξεφορτωθεί το σώμα, το οποίο έκρυψαν προσωρινά σε ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο του σπιτιού, αλλά κάλεσε την αστυνομία το ίδιο κιόλας βράδυ. Την επόμενη μέρα, η αστυνομία συνέλαβε τον Ίαν Μπρέιντι.
Το θανατηφόρο ζευγάρι

Η Μάιρα Χίντλι είχε μια ευχάριστη παιδική ηλικία. Ο πατέρας της έλειπε συχνά γιατί δούλευε, αλλά η μικρή μεγάλωσε με τη γιαγιά και τη μητέρα της που την υπεραγαπούσαν. Είχε φίλους, ήταν καλή μαθήτρια και η συμπεριφορά της δεν προκάλεσε ποτέ αντιδράσεις. Ο Ίαν Μπρέιντι αντιθέτως ήταν ένας μοναχικός, απόμακρος νεαρός. Μεγάλωσε σε μια φτωχογειτονιά της Σκωτίας, μακριά από την ανύπαντρη μητέρα του, η οποία είχε αναγκαστεί να τον δώσει σε ανάδοχη οικογένεια για να αποφύγει το κοινωνικό στίγμα. Αν και φοβερά έξυπνος, ο Μπρέιντι δυσκολευόταν να βρει φίλους και προτιμούσε να περνάει τον χρόνο του διαβάζοντας. Μεγαλώνοντας, άρχισε να εκδηλώνει βίαιες συμπεριφορές, τρομοκρατούσε τους συμμαθητές του και βασάνιζε μικρά ζώα. Ως έφηβος, συμμετείχε σε μικροκλοπές και ως τιμωρία, τον έστειλαν να ζήσει στη βόρεια Αγγλία με την μητέρα του και τον νέο της σύζυγο. Τότε διάβασε τα βιβλία του Μαρκήσιου ντε Σαντ, του Φρίντριχ Νίτσε και άρχισε να ερευνά την ιδεολογία των Ναζί. Τον γοήτευε η ιδέα ότι υπήρχαν άνθρωποι ανώτεροί και ισχυρότεροι από άλλους, που μπορούσαν να υποτάξουν τους πιο αδύναμους στη θέλησή τους.


Όταν γνώρισε τη Μάιρα Χίντλι, αντιλήφθηκε ότι η νεαρή γυναίκα ήταν τρελά ερωτευμένη μαζί του και θα έκανε ό,τι της ζητούσε. Σταδιακά, άρχισε να αναφέρει τα σχέδιά του για διάφορες ληστείες και όταν είδε ότι η Χίντλι αντιδρούσε θετικά, αποκάλυπτε όλο και πιο ακραίες φαντασιώσεις του. Οι δυο τους φωτογραφίζονταν κατά τη διάρκεια σαδομαζοχιστικών σεξουαλικών πράξεων και ήλπιζαν ότι κάποια στιγμή θα μπορούσαν να ασχοληθούν επαγγελματικά με την πορνογραφία. Τελικά, ασχολήθηκε με τις δολοφονίες. Μετά από δύο χρόνια «πλύσης εγκεφάλου», η Χίντλι ήταν έτοιμη να ακολουθήσει κάθε εντολή του Μπρέιντι. Αν και η ίδια δεν ένιωθε καμία σεξουαλική ικανοποίηση από τους φόνους, είχε φτάσει σε σημείο που ενθουσιαζόταν βλέποντας την απόλαυση στο πρόσωπο του εραστή της. Παρέμεινε πιστή και αφοσιωμένη σύζυγος μέχρι το τέλος.
Ο Μπρέιντι μιλούσε συχνά για το «τέλειο έγκλημα» και ήταν πεπεισμένος ότι δεν θα τους έπιαναν ποτέ. Οι αστυνομικοί που ερεύνησαν την υπόθεση είχαν μείνει έκπληκτοι με τις λεπτομερείς προετοιμασίες του ζευγαριού. Οι πρώτοι τρεις φόνοι ήταν σχεδόν αδύνατο να εξιχνιαστούν. Βέβαια, ο Μπρέιντι, όπως και οι περισσότεροι κατά συρροήν δολοφόνοι, απαιτούσε όλο και πιο ακραία εγκλήματα και εντονότερο αίσθημα κινδύνου σε κάθε επίθεση για να ικανοποιηθεί. Έτσι κατέληξαν να κάνει απερίσκεπτες κινήσεις, όπως να αποκαλύψει τις δολοφονίες στον κουνιάδο του, με αποτέλεσμα να συλληφθεί.
Η σύλληψη, η καταδίκη και το τέλος στην φυλακή

Αρχικά και οι δύο αρνήθηκαν κάθε ανάμειξη στις δολοφονίες. Για είκοσι χρόνια, υποστήριζαν ότι ήταν αθώοι. Η αστυνομία όμως κατάφερε να τους καταδικάσει για τρεις δολοφονίες, χρησιμοποιώντας ως αποδεικτικά στοιχεία τις κραυγές και τις φωτογραφίες της 10χρονης Λέσλι Αν Ντάουνι και φωτογραφίες που είχαν τραβήξει πάνω από τους τάφους τον θυμάτων τους. Στάθηκαν πολύ τυχεροί, καθώς η θανατική ποινή στη Μεγάλη Βρετανία καταργήθηκε μόλις ένα μήνα πριν καταδικαστούν. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν ισόβια κάθειρξη.
Η Μάιρα Χίντλι πέρασε όλη της τη ζωή στη φυλακή, αν και προσπάθησε πολλάκις να αποφυλακιστεί. Έδειχνε να μετανιώνει για τις πράξεις της και δήλωνε ότι θα γινόταν κοινωνική λειτουργός, αν την άφηναν ελεύθερη. Υποστήριζε ότι βοηθούσε τον Μπρέιντι, επειδή φοβόταν ότι θα σκότωνε και την ίδια.

Όταν φάνηκε πως μπορεί να έπειθε το δικαστήριο, κάποια στιγμή το ’80, ο Μπρέιντι έκανε ό,τι μπορούσε για να αμαυρώσει κι άλλο την εικόνα της. Ξαφνικά δήλωσε έτοιμος να ομολογήσει τα εγκλήματα του και μάλιστα θα αποκάλυπτε κι άλλους φόνους που δεν γνώριζε η αστυνομία. Πράγματι, έδωσε το όνομα της Πολίν Ριντ και του Κιθ Μπένετ, που προστέθηκαν στη λίστα των θυμάτων του. Για πρώτη φορά μίλησε και για τους βιασμούς και τα βασανιστήρια που υπέστησαν τα παιδιά. Όπως ήταν φυσικό, ούτε ο Μπρέιντι ούτε η Χίντλι υπήρχε περίπτωση να βγουν ζωντανοί απ’ τη φυλακή. Η Χίντλι πέθανε στη φυλακή στις 15 Νοεμβρίου 2002, σε ηλικία 60 ετών. Ο Μπρέιντι ζει ακόμα, αν και έχει προσπαθήσει πολλές φορές να αυτοκτονήσει. Είχε φτάσει μέχρι και στην απεργία πείνας, αλλά τη διέκοψαν οι υπεύθυνοι της φυλακής. Οι δυο τους συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο μισητά πρόσωπα της Βρετανίας και οι δολοφονίες είχαν λάβει τεράστια δημοσιότητα, σε σημείο που τα ονόματά τους έχουν γίνει συνώνυμα με τα αιμοσταγή εγκλήματα.

ΠΗΓΗ: Μηχανή του Χρόνου

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr