Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης - Η συνέντευξη που πρέπει να διαβάσετε: «Μικρός ήμουν εσω-εξωστρεφής!»
''Δευτέρα πρωί, στο καφέ του Ιανού, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έχει έρθει στο ραντεβού που έχουμε κλείσει τουλάχιστον δέκα μέρες πριν...''
'' Δεν γίνεται διαφορετικά όταν έχεις τόσες... μπάλες στον αέρα: τέσσερις παραστάσεις ως πρωταγωνιστής ή σκηνοθέτης (δύο καινούργιες, δύο σε επανάληψη) και ένα χριστουγεννιάτικο πρότζεκτ για παιδιά. Μα πώς τα καταφέρνει τέλος πάντων;'' γράφει η Τασούλα Επτακοίλη στην Καθημερινή.
Πόσες ώρες έχει το 24ωρο για σένα;
Είκοσι τέσσερις! Εκ των οποίων τις 8 κοιμάμαι. Αυτός είναι όρος απαράβατος. Ο ύπνος δεν είναι απαραίτητος μόνο ως ξεκούραση αλλά και ως προστασία από τον κόσμο. Για να προλάβω να αδειάσω το κεφάλι μου από όλα τα προηγούμενα και να κάνω χώρο για τα επόμενα.
Ανεργος έχεις μείνει ποτέ;
Διαστήματα ηθελημένης αεργίας έχω περάσει, ανεργίας ποτέ. Ανήκω στην τυχερή «φουρνιά» που βγήκε στο θέατρο το 1991, όταν μόλις ξεκινούσε το Αμόρε, που είναι γνωστή η επίδρασή του στα θεατρικά πράγματα, και ταυτόχρονα άρχιζε η χρυσή εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης, που είχε τη δυνατότητα να απορροφήσει πολλούς ηθοποιούς. Γι’ αυτό ίσως έχουμε την αίσθηση της γενιάς – και εμείς, και το κοινό. Οι πιο ηλικιωμένες κυρίες που έρχονται στις παραστάσεις τα απογεύματα του Σαββάτου συνήθως μου λένε «μπράβο σας, εσείς, η νέα γενιά, είστε πολύ καλοί». Πριν από μία δεκαετία, ενοχλούμουν κάπως. Ελεγα: δεν θα με αντιμετωπίσουν ποτέ ως μεγάλο; Σήμερα, στα 46 μου, περισσότερο με ευχαριστεί όποτε το ακούω!
Η σχέση των ανδρών με τον χρόνο μάλλον διαφέρει από των γυναικών...
Ερχεται μια στιγμή –και για τα δύο φύλα– που το παίρνεις απόφαση ότι έχεις μεγαλώσεις. Και αρχίζεις να ευχαριστιέσαι τη σχέση που έχεις κατακτήσει με τα πράγματα. Στη δουλειά μου, για παράδειγμα, έχω γίνει πιο ουσιαστικός, εμβαθύνω πιο πολύ, αναζητώ το περιεχόμενο σε καθετί. Ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου, φίλος μου και, ως μεγαλύτερός μου, ένας από τους μέντορές μου, μου έλεγε ότι στον χώρο των τεχνών τα πρώτα χρόνια διαγκωνίζεσαι με τους άλλους, για να φτάσεις στο βήμα και να πάρεις το μικρόφωνο. Kάποια στιγμή σού το δίνουν. Και πρέπει να έχεις κάτι να πεις. Κάτι δικό σου, κάτι ουσιαστικό, κάτι που να συμβάλει στον διάλογο.
Η τάξη (της δραματικής σχολής) του ’91, η γενιά σου, είχε κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά;
Eίχαμε μέσα μας πολύ καθαρή την αίσθηση της ιεραρχίας –απέναντι σε ανθρώπους με μεγαλύτερη θητεία στον χώρο, όπως ο Λευτέρης Βογιατζής, ο Γιώργος Κιμούλης ή ο Σταμάτης Φασουλής–, αλλά ήμασταν πολύ αυστηροί, όπως οφείλουν να είναι οι νέοι. Και είχαμε τη στάμπα της αισθητικής της μεταπολίτευσης, που χωρίζει μανιχαϊστικά τα πράγματα σε καλό-κακό, ποιοτικό-εμπορικό, έντεχνο-ευρέως καταναλώσιμο. Φοβόμασταν να κάνουμε σίριαλ, γιατί θα μας έβλεπαν οι κινηματογραφικοί σκηνοθέτες και δεν θα μας έπαιρναν στις ταινίες του. Σ’ εμένα αυτό έγινε... Θεωρούσαν αδιανόητο να χρησιμοποιήσουν σε μια ταινία αξιώσεων ηθοποιό που το όνομά που μπορεί να έφερνε κόσμο στις αίθουσες! (Γελάει)
Λάθη και αποτυχίες μετράς στη διαδρομή σου;
Λάθος ήταν η εμπλοκή μου με το κομμάτι της παραγωγής. Οποτε το επιχείρησα ήταν αποτυχία. Αλλά το είδα ως μια πολύτιμη εμπειρία για την οποία πληρώνεις δίδακτρα. Και στο Χώρα, όπου είχα ένα σχέδιο... υψιπετές, για ένα θέατρο που λειτουργεί χωρίς επιχορηγήσεις, στο πρότυπο κάποιων μικρών θεατρικών σκηνών της Ευρώπης. Αυτό έγινε όχι για να παίζω στις συγκεκριμένες παραστάσεις, αλλά γιατί μάλλον κάτι μου έλειπε – ήταν αυτό που πλέον καλύπτω με τη σκηνοθεσία.
Η ποικιλία σε όσα ανέκαθεν κάνεις προέκυψε από τις συγκυρίες ή από δική σου ανάγκη;
Η ιδιοσυγκρασία μου είναι στην ποικιλία. Είμαι πλατιάς γκάμας αναγνώστης, πλατιάς γκάμας ακροατής και νομίζω ότι μπορώ να καταλάβω τις διαφορές ανάμεσα σε καθετί, δεν τα τσουβαλιάζω όλα μαζί. Ετσι, και στη δουλειά μου έχω δοκιμάσει από τηλεπαιχνίδια μέχρι αβάν-γκαρντ θέατρο. Κι όλα τα ευχαριστήθηκα πολύ! Και το «Festen» και το «Survivor»! Σε κάποιους φαίνεται αντιφατικό. Αλλά είμαι και τα δύο. Το «Survivor», για παράδειγμα, ήταν από τις πιο όμορφες εμπειρίες της ζωής μου. Ενώ δεν είχα βγει ποτέ από τα σύνορα της Ευρώπης, βρέθηκα στην Κεντρική Αμερική, σε νησιά που είχα δει μόνο σε καρτ ποστάλ. Γενικά, όσο χαίρομαι, ακόμα και ως θεατής, μια ευφρόσυνη, έξυπνη και διασκεδαστική παράσταση ή ταινία, τόσο απολαμβάνω –για άλλους λόγους– ως αναγνώστης μια συγκινητική ποιητική συλλογή. Και δεν υπάρχει κανένας διχασμός.
Και σήμερα; Σε ποιο δημιουργικό κομμάτι αισθάνεσαι πιο άνετα;
Με απορροφά και με γεμίζει το να φτιάχνω ένα ολόκληρο μικρό σύμπαν· αυτό είναι για μένα κάθε παράσταση.
Τα φετινά... σύμπαντα που δημιούργησες, πάντως, είναι εντελώς διαφορετικά.
Πράγματι. O βραβευμένος με Τόνι και Πούλιτζερ «Αύγουστος» του Τρέισι Λετς που σκηνοθέτησε για τη μεγάλη οθόνη ο Τζον Γουέλς, με πρωταγωνίστριες τη Μέριλ Στριπ και την Τζούλια Ρόμπερτς, ήταν δική μου επιλογή. Η ταινία, βέβαια, δεν αποτυπώνει την ατμόσφαιρα του θεατρικού έργου, το οποίο είχα διαβάσει και θεωρούσα πως έχει πολύ ζουμί. Είναι «τοιχογραφία» μιας οικογένειας που, ενώ ζει στην Οκλαχόμα, είναι οικεία σ’ εμάς και αναγνωρίσιμη. Δείχνει σε τι δόκανο μπορεί να εξελιχθεί η αγάπη μέσα σε μια οικογένεια. Είναι αυτό που μπορεί να σου πει η μάνα σου ή ο αδελφός σου: «Εγώ από αγάπη το έκανα αυτό». Πηγαίνεις σε ένα οικογενειακό τραπέζι και είναι σαν να έχεις πέσει στον λάκκο με τα λιοντάρια... Ενας κριτικός των New York Times θύμισε, στο κομμάτι του για τον «Αύγουστο», μια φράση του Τολστόι: «Ολες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν κι όλες οι δυστυχισμένες διαφέρουν, γιατί καθεμιά είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο»... Και συνέχιζε: «Η οικογένεια του Αυγούστου είναι η πιο διασκεδαστικά δυσλειτουργική που έχουμε δει στο αμερικανικό ρεπερτόριο τα τελευταία εκατό χρόνια»! Αυτό που τράβηξε εμένα είναι ότι ισορροπεί πάνω στην κόψη, ανάμεσα σε κάτι μαύρο και απελπισμένο, αλλά και... παιχνιδιάρικο, κλείνοντάς σου πονηρά το μάτι. Εκτός από τη δύναμη του ίδιου του έργου, έχω και τον ιδανικό θίασο. Θα ξέρουμε σε λίγες μέρες τι βγήκε από αυτό!
Εχεις άγχος;
Οχι. Δεν ξέρω αν θα πετύχει ή όχι, αν θα αρέσει ή όχι, τουλάχιστον όμως ξέρω ότι θα είναι πολύ κοντά σε αυτό που είχα στο μυαλό μου. Mε αυτό αναμετριέται ένας δημιουργός: αν το τελικό αποτέλεσμα θα είναι συνεπές με τον αρχικό λόγο «κατασκευής» του.
Και στη «Δεύτερη φωνή» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου όλα γίνονται «από αγάπη»...
Ναι, αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα που τα συνδέει. Αν και νεοελληνικό το έργο, μιλάει για την έκπτωση του αμερικανικού ονείρου στην Κυψέλη. Είναι συναρπαστική η ιστορία αυτής της γυναίκας (σ.σ. την υποδύεται η Νένα Μεντή) που, ενώ είναι «δεύτερη», προσπαθεί όχι μόνο να επιβιώσει και να προχωρήσει, αλλά και να σπρώξει όλους τους δικούς της ανθρώπους μπροστά, ευνουχίζοντάς τους ταυτόχρονα. Τον «Θεό της σφαγής» και το «Για όνομα», που είναι περσινές παραγωγές και επαναλαμβάνονται φέτος, τα χάρηκα επίσης πολύ.
Και μέσα σε όλα αυτά, και ένα πρότζεκτ για παιδιά...
Ο Γιώργος Λυκιαρδόπουλος είναι παιδικός μου φίλος. Είμαστε μαζί από την Πέμπτη Δημοτικού. Τυχαία βρεθήκαμε σε όμορους χώρους, της παραγωγής και του θεάτρου. Και φέτος προέκυψε «Ο Πέτρος και ο Λύκος» που, μαζί με την «Πρώτη Συναυλία του Αρκούδου Πάντινγκτον», θα παρουσιαστεί από την Καμεράτα – Ορχήστρα Φίλων της Μουσικής σε δική μου αφήγηση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Χαίρομαι που το κάνουμε μαζί, χαίρομαι που θα το δει ο γιος μου, είχα ανάγκη να κάνω και κάτι που απευθύνεται σε παιδιά.
Εσύ πώς ήσουν ως παιδί;
Ημουν εσω-εξωστρεφής! Μέχρι που τελείωσα το δημοτικό, έκανα παρέα μόνο με κορίτσια. Ισως λόγω της αδελφής μου, που είναι τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή μου. Τα αγόρια τα θεωρούσα πολύ βλαμμένα, γιατί έπαιζαν μόνο ποδόσφαιρο, που δεν με ενδιέφερε καθόλου. Ημουν λίγο πιο... ντελικάτος. (Γελάει)
Δεν υπέστης bullying γι’ αυτό;
Οχι, γιατί, όπως σου είπα, ήμουν και εξωστρεφής. Φασαριόζος, δυναμικός και καθόλου αποκομμένος.
Η αγάπη για την υποκριτική πώς προέκυψε;
Οταν ήμουν 11 ετών, με πήγε ο πατέρας μου στο σινεμά, να δούμε το «All that jazz» του Μπομπ Φόσι. Επαθα εμμονή με αυτή την ταινία. Είχα μάθει όλους τους διαλόγους, ζωγράφιζα τον Ρόι Σάιντερ παντού και νόμιζα πως είμαι... αυτός! Μυστήριο πράγμα... Ενα παιδί ταυτίστηκε με έναν ήρωα που βρισκόταν στο τέλος της ζωής του και «συνομιλούσε» με τον θάνατο. Τόσο πολύ επηρέασε τον ψυχισμό μου, που ακόμη δεν έχω απαντήσει στο ερώτημα: ξεκλείδωσε μέσα μου κάτι που υπήρχε ή δημιούργησε κάτι που δεν υπήρχε;
Ο γιος σου πώς είναι;
Ο Γιώργος-Ικαρος έχει κλείσει τα έντεκα. Είναι το πλατωνικό αρχέτυπο του αγοριού! Δεν μοιάζουμε καθόλου βέβαια. Εχει πάθος με το ποδόσφαιρο. Αλλά θέλω να το μοιράζομαι μαζί του· έχουμε πάει σε τελικό του Champions League, παίζουμε ματς στο play station, κάνω ό,τι δεν έκανα μικρός. Επίσης είναι πολύ καλός στο πιάνο και στα μαθηματικά – όταν οι δικοί μου βαθμοί στο συγκεκριμένο μάθημα ήταν οι χειρότεροι όλου του σχολείου!
Τις παραστάσεις σου τις βλέπει;
Κάποιες ναι. Τον «Θεό της σφαγής» τον έχει δει. Στον «Πουπουλένιο» δεν ήθελα να έρθει. Δεν είναι έργο για παιδιά, δεν θα καταλάβαινε.
Για την εμπλοκή σου με την πολιτική, με τη «Δράση», έχεις μετανιώσει;
Οχι, αλλά δεν θα το έκανα ποτέ ξανά. Προσπαθώ να μην επαναλαμβάνω τα λάθη μου. (Γέλια) Βέβαια, ήταν οι συνθήκες που με οδήγησαν εκείνη την εποχή σε αυτή την απόφαση. Ηταν 2008, πριν «σκάσει» η κρίση, είχα συναντήσει ανθρώπους όπως ο Στέφανος Μάνος και ο Γιάννης Μπουτάρης, που προέρχονταν από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες αλλά αντιμετώπιζαν τα πράγματα με ψυχραιμία και συμφωνούσαν στο ίδιο πλαίσιο. Ηταν από τις πρώτες προσπάθειες να φτιαχτεί ένας καινούργιος πολιτικός πυρήνας που να εκφράζει μια σιωπηρή μειοψηφία – και να της δώσει φωνή. Μπήκα στην προσπάθεια με χαρά, ορμή και ζέση εφήβου. Εκείνα για τα οποία μιλούσαμε τότε –και ήταν πολύ αντιδημοφιλή– ενέσκηψαν στον δημόσιο διάλογο αργότερα ως αυτονόητα. Αυτό που έμαθα είναι ότι δεν μου ταιριάζει η πολιτική, η οποία χρειάζεται ανθρώπους αφοσιωμένους σ’ αυτήν – όχι της λογικής «είδα φως και μπήκα» ή «μαζί με τις παραστάσεις μου καλό είναι και το βουλευτιλίκι»...
Η Λυδία Κονιόρδου έκανε καλά που αποδέχτηκε τον υπουργικό θώκο;
A priori δεν πρέπει να κρίνουμε κανέναν. Και δεν το λέω γιατί υπεκφεύγω. Είναι μια πρωταγωνίστρια με προσήλωση στο αρχαίο δράμα, μια σημαντική μονάδα του θεάτρου. Τι θα κάνει ως υπουργός, ας περιμένουμε να το δούμε. Πάντως, τώρα που το σκέφτομαι, για δύο από τα πιο σημαντικά πράγματα που κάνουμε στη ζωή μας –τον ρόλο του γονέα και το πολιτεύεσθαι– δεν παίρνουμε καμία απολύτως εκπαίδευση. Και είναι γεγονός ότι από τους ανθρώπους που είχαν μια γεμάτη, δημιουργική ζωή εκτός πολιτικής, κανένας δεν παρέμεινε στην πολιτική – με εξαίρεση τη Μελίνα Μερκούρη, ίσως και τον Κώστα Καζάκο...
Είσαι άνθρωπος των Χριστουγέννων; Στολίζεις το σπίτι;
Με αντιπροσωπεύει το τραγούδι «Χριστούγεννα» του Φοίβου Δεληβοριά: «Ισως για κάποιους να ’ναι ακόμα γιορτή / Μα ποιοι είν’ αυτοί; / Ζουν σε θερμοκοιτίδες ή σε χωριά;». Βέβαια, φέτος, λέω να στολίσω ξανά δέντρο, έπειτα από δύο χρόνια που δεν το έκανα. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, τα Χριστούγεννα ανήκουν στα παιδιά...
Τα δικά σου παιδικά Χριστούγεννα;
Αν και οι μνήμες που συνήθως έχουμε από την παιδική μας ηλικία είναι παραμορφωμένες, εξιδανικευμένες, ευτυχισμένος ήμουν ως παιδί. Στην ηλικία που είμαι, με ευχαριστούν τα εορταστικά οικογενειακά τραπέζια, γιατί διατηρώ μια πολύ στενή και καλή σχέση με όλες τις οικογένειές μου: την πρώτη, δηλαδή αυτή στην οποία γεννήθηκα, τη δεύτερη, αυτή που δημιούργησα και στην οποία γεννήθηκε ο γιος μου, αλλά και την τρίτη, αυτή που δημιούργησε η πρώην σύζυγός μου μετά τη δική μας. Χαίρομαι που θα τους δω όλους μαζί, που θα ανταλλάξουμε δώρα, που θα κουβεντιάσουμε – ειδικά την Πρωτοχρονιά.
Συνηθίζεις να βάζεις στόχους για τη νέα χρονιά;
Ναι. Οχι τόσο για τα πράγματα που θα ήθελα να κάνω, αλλά για τον άνθρωπο που θα ήθελα να γίνω.
Kαι τι θέλεις να γίνεις;
Προσωποποίηση αυτού που έλεγε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος: «Early to bed and early to rise, makes a man healthy, wealthy, and wise» – «όποιος κοιμάται νωρίς και ξυπνάει νωρίς γίνεται υγιής, πλούσιος και σοφός»! (Γέλια, ξανά)
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr