Topfamily: η οικογένεια Χατζηαναστασίου με τρία πανέμορφα αγόρια αναβίωσε το «παπουτσάδικο» της & φτιάχνει handmade εσπαντρίγιες που ξετρελαίνουν - το story της κρίσης

Μια οικογενειακή επιχείρηση αναγεννιέται, κατασκευάζοντας το απόλυτο καλόγουστο καλοκαιρινό παπούτσι: την εσπαντρίγια! Η βιοτεχνία της οικογένειας Χατζηαναστασίου στη Νέα Ιωνία βρίσκεται σε ένα υπόγειο, στον ίδιο χώρο, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, χωρίς καμιά αλλαγή.    

Μια οικογενειακή επιχείρηση αναγεννιέται, κατασκευάζοντας το απόλυτο καλόγουστο καλοκαιρινό παπούτσι: την εσπαντρίγια!
Η βιοτεχνία της οικογένειας Χατζηαναστασίου στη Νέα Ιωνία βρίσκεται σε ένα υπόγειο, στον ίδιο χώρο, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, χωρίς καμιά αλλαγή.     



Η θετική πλευρά της κρίσης; Όσο κι αν είναι οξύμωρο, μπορεί να πει κανείς ότι είναι η γενιά των νεαρών επαγγελματιών που δημιουργεί μια καινούργια πραγματικότητα σε τομείς που μέχρι πρόσφατα δεν ήταν και οι πιο ελκυστικοί για νέους ανθρώπους (το ρούχο και το παπούτσι, για παράδειγμα).    

Μια πραγματικότητα που έχει και καλό γούστο και υψηλή αισθητική και τόλμη και μια σιγουριά για το προϊόν που παράγεται και που μπορεί να ανταγωνιστεί άνετα και επί ίσοις όροις τα αντίστοιχα ξένα, σε διεθνές επίπεδο. Και δεν μιλάμε για υψηλή ραπτική και ρούχα που μπορούν να αγοράσουν λίγοι, αλλά για εξαιρετικής ποιότητας T-shirts και παπούτσια –προσιτά στην τιμή και εξαιρετικής ποιότητας– που μπορούν να φορεθούν όλες τις ώρες και από τον καθένα.



Η οικογένεια Χατζηαναστασίου είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο πατέρας, ο Γιώργος, κληρονόμησε τη βιοτεχνία από τον δικό του πατέρα και πρόσφατα την παρέδωσε στα τρία παιδιά του, την Kim, τον Jason και τον Alex, που την πάνε ένα βήμα παραπέρα (τα ονόματα είναι αγγλικά, επειδή είναι μισοί Σκωτσέζοι). «Η βιοτεχνία μας άνοιξε το 1938», λέει ο πατέρας, «και ήμασταν τυχεροί που επιβιώσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Δεν γίναμε ποτέ βιομηχανία, δεν κάναμε ποτέ μεγάλα ανοίγματα, μπορείς να πεις ότι μείναμε στάσιμοι, αλλά εξακολουθούμε να υπάρχουμε, παρόλη την κρίση, τη στιγμή που πολύ γνωστά ονόματα στον χώρο, μεγάλες εταιρείες, έβαλαν λουκέτο. Πριν από μερικούς μήνες την ανέλαβαν τα παιδιά μου και αρχίζει να ξανανθίζει».  

 Η βιοτεχνία της οικογένειας Χατζηαναστασίου στη Νέα Ιωνία βρίσκεται σε ένα υπόγειο, στον ίδιο χώρο, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, χωρίς καμιά αλλαγή, γράφει η lifo.gr. Μόλις κατέβεις τα σκαλιά, η ποικιλία των εικόνων και των υλικών σε ζαλίζει – χρειάζεται αρκετή ώρα για να συνηθίσει το μάτι σου και να καταλάβεις τι συμβαίνει εκεί μέσα, ποιος κάνει τι και ποια είναι η διαδικασία παραγωγής. Οι διάδρομοι είναι πολύ στενοί, τα μηχανήματα παλιά, ο χώρος ελάχιστος, παντού κομμάτια από διαφορετικά υλικά, πολύχρωμα, καλαπόδια και μηχανές, περισσότερο θυμίζει το εργαστήριο του Αϊ-Βασίλη, παρά βιοτεχνία παπουτσιών. Στον αέρα διάχυτη μια εθιστική μυρωδιά κόλλας που κάνει την ατμόσφαιρα περιέργως πολύ οικεία (πάντα με τρέλαινε η μυρωδιά της κόλλας και του βερνικιού) και τα δύο αγόρια (που είναι δίδυμα) μοιάζουν περισσότερο με μοντέλα. Πριν από κάνα δυο μήνες, μαζί με την αδερφή τους, δημιούργησαν το The Workshop, τη δική τους επωνυμία για τα παπούτσια που σκέφτηκαν να κατασκευάσουν, ξεκινώντας με εσπαντρίγιες. «Πειραγμένες», μοντέρνες, άνετες, με πάτο από πλαστικό και όχι από τριχιά, όπως αυτές που βρίσκεις παντού, σε ποικιλία χρωμάτων. Το πιο σημαντικό απ' όλα: είναι εξαιρετικής ποιότητας και χειροποίητες.    

«Η τεχνοτροπία έχει παραμείνει η παλιά, ακολουθείται η ίδια μέθοδος, δεν έχει ανανεωθεί τίποτε από το '38 που την ξεκίνησε ο παππούς, τη συνέχισε ο πατέρας μας και τώρα αναλαμβάνουμε εμείς» λέει ο Jason.   

-Και πώς σας ήρθε να το συνεχίσετε; Θα μπορούσατε να κάνετε διαφορετικά πράγματα στη ζωή σας, είστε τρεις διαφορετικοί νέοι άνθρωποι.
Ίσως είναι το τι σου περνάνε όταν είσαι μικρός.   



-Σκεφτόσουν να κάνεις αυτό το πράγμα όταν ήσουν μικρός, να ασχοληθείς με παπούτσια; Ή προέκυψε μετά;
Το σκεφτόμουνα πάντα. Σπούδασα παραγωγή ενδυμάτων με το σκεπτικό ότι έχει το ίδιο κομμάτι διοίκησης, οπότε θα μπορούσα να ασχοληθώ μετά με το παπούτσι, επειδή στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο σε αυτό τον τομέα με αυτό που υπάρχει π.χ. στην Ιταλία. Επομένως, σκέφτηκα να σπουδάσω αυτό και μετά να ασχοληθώ με τη βιοτεχνία μας. Και οι τρεις μας σκεφτήκαμε να προσφέρουμε στην οικογενειακή επιχείρηση. 
    
-Και τι κάνει ο καθένας σας;
Διαφορετικά πράγματα, και ίδια. Η αδερφή μου ασχολείται περισσότερο με την επιλογή των δειγμάτων των μοντέλων που θα χρησιμοποιήσουμε –τη βοηθάω κι εγώ σ' αυτό όσον αφορά τα αντρικά κομμάτια και την επικοινωνία–, ο αδερφός μου ασχολείται περισσότερο με το Ίντερνετ, τα social media και την παραγωγή και λίγο ο ένας καλύπτει τον άλλο. Οικογενειακή επιχείρηση (γέλια). Από μικροί είμαστε μέσα στο εργοστάσιο. Τα καλοκαίρια, όταν δεν είχαμε σχολείο, μας έπαιρνε ο μπαμπάς να βοηθήσουμε, αλλά δυναμικά έχουμε αναλάβει τους τελευταίους μήνες που αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε το The Workshop ως κάτι δικό μας (προσθέτει ο Alex). Ξεκίνησε από την αδερφή μου, που είχε την ιδέα. Πίστευε ότι αυτό που λείπει από την ελληνική αγορά, και ειδικά την αγορά παπουτσιού, είναι ένα παπούτσι απλό και όμορφο, το έβλεπε από τον εαυτό της και τις φίλες της. Δεν το έβρισκε πουθενά, έτσι ξεκίνησε μία σειρά με αυτό. Plain and simple, ας πούμε. Και με αυτή την αρχή έγινε το The Workshop. Συνδυάσαμε το χειροποίητο και το «παλιακό», που ούτως ή άλλως τώρα αρέσει και το εκτιμάνε και περισσότερο, συν ότι έχει γίνει μία στροφή στην ελληνική παραγωγή και στο ελληνικό προϊόν, οπότε, λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, είπαμε να ξεκινήσουμε.  



-Είναι χειροποίητα τα παπούτσια σας. Αυτό δεν σημαίνει και πιο ακριβά σε σχέση με το βιομηχανικό παπούτσι και τη μαζική παραγωγή;
Κανονικά, ναι, θα έπρεπε να είναι πιο ακριβά, αλλά έχουμε επίγνωση της κατάστασης και της οικονομικής κρίσης που υπάρχει στη χώρα, οπότε η τιμή είναι αρκετά χαμηλή. Υπάρχουν πράγματα που το κάνουν πιο ακριβό. Υπάρχουν μηχανήματα που βγάζουν έτοιμα τα παπούτσια, εδώ τα μηχανήματα είναι παλιά και ο τρόπος παραγωγής τους χειροποίητος – έτσι κι αλλιώς, τα μηχανήματα μαζικής παραγωγής είναι πολύ ακριβά και δεν υπάρχουν τα χρήματα να τα αγοράσει κάποιος στην Ελλάδα. Το μηχάνημα που κόβουμε τα δέρματα π.χ. έχει μαχαίρια, τώρα υπάρχει με λέιζερ, δεν χρειάζεσαι καν άτομο για να χειριστεί τη μηχανή, γίνονται όλα αυτοματοποιημένα. Βάζεις τα δέρματα σε ένα συρτάρι και κόβονται μόνα τους. Σε μας κόβονται όλα ένα-ένα με το χέρι. Έχεις 300 ζευγάρια; Κόβεις 600 φορές, επειδή όλα κόβονται επί δύο, δεξί και αριστερό. Handmade. Τα βασικά τα μάθαμε απ' τον πατέρα μας, δεν υπάρχουν πολλοί τεχνίτες πια στην Ελλάδα. 
 
-Ο κόσμος το εκτιμάει αυτό;
Δεν νομίζω. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ξέρουν πώς φτιάχνεται ένα παπούτσι, αλλά στην ουσία δεν ξέρουν καθόλου τη διαδικασία. Νομίζουν ότι επειδή ένα παπούτσι είναι φτηνό, είναι και τσάμπα, αλλά αυτό το παπούτσι έχει φτιαχτεί σε μια άλλη χώρα αυτοματοποιημένα. Κι όταν κοστίζει πέντε ευρώ, ο μισθός του ανθρώπου που το έφτιαξε μπορεί να είναι ένα ευρώ. Δεν ξέρει ο άλλος τι είναι handmade ή πού μπήκε χέρι, πού μπήκε μηχάνημα. Το πολύ-πολύ να ρωτήσει τι διαφορά έχει η εσπαντρίγια η δικιά σου από την άλλη των πέντε ευρώ. Δύσκολα θα την καταλάβει.    



-Πού βρίσκεται η διαφορά;
Στην ποιότητα. Δεν είναι παραδοσιακή εσπαντρίγια, είναι περισσότερο παπούτσι. Η εσπαντρίγια είναι φτηνή και ο πάτος είναι ραμμένο σχοινί. Και λέγεται alpargatas κανονικά. Σίγουρα είναι η προέλευση που πιάνει την τιμή. Υπάρχουν από την Κίνα και το Πακιστάν πολύ φτηνές. Επίσης, υπάρχουν εργαστήρια μέσα σε καράβια σε διεθνή χωρικά ύδατα, για να αποφεύγονται οι φόροι. Αυτό το κάνει μεγάλη εταιρεία φτηνών ρούχων: φτιάχνει ρούχα και παπούτσια σε πειρατικές πλατφόρμες. Η άλλη κομπίνα είναι να φέρνουν κινέζικα παπούτσια, να κολλάνε μια ταμπέλα και να τα βαφτίζουν ελληνικά. Ο πατέρας μάς ξεναγεί στον ασφυκτικά γεμάτο χώρο, μας δείχνει τον τρόπο που φτιάχνεται ένα παπούτσι (στο χέρι) και μας λέει ότι κάποτε, σε εποχές δόξας, στο εργαστήριο δούλευαν είκοσι άτομα.  

-Ποια θα ήταν η ιδανική συνέχεια για σας;
Αρχικά, να είναι ικανοποιημένος ο πελάτης (λέει Jason). Το να λέει ο πελάτης ότι το παπούτσι είναι καλό και να το εμπιστεύεται είναι ό,τι καλύτερο. Από κει και πέρα, φυσικά να μεγαλώσουμε και να επεκταθούμε και εκτός Ελλάδας, αν είναι δυνατό. Δεν είναι το μεροκάματο ο στόχος μας. Γενικά, οι Έλληνες βιοτέχνες πήγαιναν στην Ιταλία για να δουν τα νέα μοντέλα, έρχονταν και τα έφτιαχναν. Με τα χρόνια όμως αυτό άλλαξε, επειδή η Ελληνίδα έχει μια δική της αίσθηση της μόδας. Ήξερε το περσινό κι έψαχνε κάτι τέτοιο, το μυτερό είναι η αδυναμία της, έτσι τα καινούργια μοντέλα έμεναν απούλητα. Ήθελε μια παραλλαγή του περσινού.  
 


-Ποιος είναι ο ιδανικός πελάτης σας; Για ποιον φτιάχνετε τα παπούτσια;
 Για όλους. Για ανθρώπους 15-35 ετών κυρίως. Γυναίκες και άντρες. Πιο πολύ γυναίκες. Εξαρτάται και από τον άνθρωπο. Δεν μας ενδιαφέρει να φτιάξουμε τα πάντα, θέλουμε να έχει μία φιλοσοφία όλο αυτό. 

- Και ποια είναι η φιλοσοφία σας;
«Παν μέτρον άριστον».

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr