Σοφία Λόρεν: Η Ιταλίδα Θεά έγινε 83 ετών - διάλεξε μια χώρα, έναν άντρα, μια οικογένεια, άφθαρτη ανεπηρέαστη από τη δόξα και τη φήμη
Η καλλονή που θεωρείται εθνικός θησαυρός για τους Ιταλούς σήμερα κλείνει τα 83 της χρόνια.
Όταν βλέπεις μια ταινία με τη Σοφία Λόρεν, φαντάζεσαι πως αυτή η χυμώδης καλλονή δεν μπορεί να γεράσει. Και πώς να γεράσει, αφού το άστρο της δεν έχει θαμπώσει ποτέ; Η καλλονή που θεωρείται εθνικός θησαυρός για τους Ιταλούς σήμερα κλείνει τα 83 της χρόνια, ζει στη Γενεύη απλά, όπως λέει η ίδια, μιλάει με τα παιδιά και τα εγγόνια της που ζουν στην Καλιφόρνια και πιστεύει πως αν η ζωή σου επιφυλάσσει ωραία πράγματα, θα σου επιφυλάσσει και ευχάριστες εκπλήξεις.
«Δεν χρειάζεται να ψάχνεις να βρεις μια εξήγηση για όλα», λέει η Λόρεν και μάλλον αυτό είναι και το μότο της ζωής της. Με ρόλους και ταινίες που έγραψαν ιστορία στην Τσινετσιτά και το Χόλιγουντ, η Ιταλίδα καλλονή έχει μια θρυλική, μυθιστορηματική ιστορία να αφηγηθεί, λίγες επόμενες σταρ μπορούν να καυχηθούν γι’ αυτό. «Σήμερα πια μπορώ να πω πως έζησα ωραία, γεμάτα, έντονα, με όλο μου το είναι. Χωρίς αμφιβολίες. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να έχω ζήσει τη ζωή με περισσότερο πάθος», είπε σε μια συνέντευξη που έδωσε πριν από λίγο καιρό στο Io Donna της Corriere della Sera.
Από την Αργυρώ Μποζώνη στο elculture.gr
Η τελευταία ντίβα του κινηματογράφου, το σύμβολο του σεξ και αντικείμενο του πόθου των ανδρών και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, χρωστάει στις περίφημες καμπύλες της και τη μελαχρινή ομορφιά της την αξεπέραστη φήμη της και δίπλα σε αυτήν τα εκατομμύρια των φωτογραφιών που ήταν καρφιτσωμένες σε τοίχους και εφηβικά δωμάτια. «Ό,τι βλέπετε, το χρωστάω στο σπαγγέτι», συνήθιζε να λέει για το σώμα της, μάλιστα συχνά υπενθύμιζε πως στο ξεκίνημά της δεν ήταν όλα ρόδινα. «Μου έλεγαν ότι η μύτη μου και τα πόδια μου είναι πολύ μακριά, το στόμα μου πολύ μεγάλο και τα δόντια μου όχι αρκετά ίσια. Και πως δεν έχω καθόλου φωτογένεια. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η εμφάνισή μου προκαλούσε αρνητικά σχόλια».
Η Σοφία Λόρεν γεννήθηκε ως Σοφία Βιλάνι Σικολόνε στη Ρώμη στις 20 Σεπτεμβρίου 1934. Οι γονείς της Ρικάρντο Σικολόνε και Ρομίλντα Βιλάνι δεν παντρεύτηκαν ποτέ και η μητέρα της που είχε φιλοδοξίες να γίνει στάρλετ της εποχής, με δυο μικρές κόρες (η Λόρεν έχει μια αδερφή, τη Μαρία που γεννήθηκε το 1938), άφραγκες επέστρεψαν στην πατρίδα της στο Ποτσουόλι κοντά στη Νάπολη, όπου και μεγάλωσαν μαζί με την αδερφή της και με τη βοήθεια της γιαγιάς της Σοφίας.
Vintage beauty pics: όταν η Σοφία Λόρεν έβαζε φωτιά με κόκκινο ή κίτρινο
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, το Ποτσουόλι που είχε εργοστάσια πυρομαχικών, σε ένα από τα οποία δούλευε η μητέρα της- έγινε συχνά στόχος βομβιστικών επιθέσεων από τους συμμάχους. Κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής, καθώς η Σοφία έτρεχε προς το καταφύγιο, χτυπήθηκε από το θραύσμα μιας οβίδας στο σαγόνι. Μετά τον πόλεμο, η γιαγιά Λουίζα διασκεύασε σε αίθουσα το σαλόνι του σπιτιού, πουλώντας σπιτικό λικέρ από κεράσι. Η Ρομίλντα έπαιζε πιάνο, η Μαρία τραγουδούσε και η ντροπαλή Σοφία σέρβιρε και έπλενε τα πιάτα. «Η ζωή μου άρχισε στη Νάπολη. Εκεί ζούσα μακριά από όλα, μέσα στον πόλεμο, στο εργοστάσιο όπου εργαζόταν η μητέρα μου», θυμάται σήμερα η Λόρεν.
Σε ηλικία 14 ετών η Λόρεν συμμετείχε στο διαγωνισμό ομορφιάς Μις Ιταλία και παρότι δεν κέρδισε, αναδείχθηκε σε μία από τις πρώτες. Αργότερα ξεκίνησε μαθήματα υποκριτικής και επιλέχθηκε ως κομπάρσα στην ταινία «Quo Vadis»,αφετηρία στην κινηματογραφική της καριέρα. Τελικά άλλαξε το όνομά της σε Σοφία Λόρεν.
«Το να ζεις στο έπακρο τη ζωή σου δε σημαίνει πως τα καταλαβαίνεις και όλα»,λέει σήμερα η Λόρεν. H δική της ζωή ήταν όντως περιπετειώδης. Η πάντα απροσποίητη Σοφία, ομολόγησε πως μετά από τον Κάρλο Πόντι, με τον οποίο έζησαν ένα από τα πιο μεγάλα «love stories» στην ιστορία του κινηματογράφου που διήρκεσε περισσότερα από 50 χρόνια, δε θα μπορούσε να αγαπήσει οποιονδήποτε άλλο. Η ιστορία τους ξεκίνησε το 1950 όταν ο Πόντι ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής στον διαγωνισμό ομορφιάς «Miss Eleganza». Εκεί συνάντησε τη Λόρεν υποψήφια που, αν και δεν πήρε τον τίτλο, κέρδισε το στέμμα στην καρδιά του 37χρονου παραγωγού. Εκείνη ήταν μόλις 15, πάμφτωχη και άσημη. Ένα απολύτως αταίριαστο ζευγάρι, με εκείνον στο ρόλο του Πυγμαλίωνα να της μαθαίνει αγγλικά, να αλλάζει το όνομά της σε Λόρεν και να της εξασφαλίζει τους πρώτους της ρόλους.
Σε πείσμα των προγνωστικών, παντρεύτηκαν το 1957, στο Μεξικό σε μια κρυφή τελετή. Όμως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα για το ζευγάρι, αφού η καθολική εκκλησία δεν αναγνώριζε το διαζύγιο και ο Πόντι βρέθηκε δίγαμος. Το ζευγάρι άντεξε στο χρόνο και στις επιθέσεις των Ιταλών, ενώ πέρασαν χρόνια για να μπορέσουν να κυκλοφορούν μαζί και ελεύθεροι. Το 1962 αναγκάστηκαν να ακυρώσουν τον γάμο τους. «Με απειλούσαν με αφορισμό, πως θα καίγομαι στα καζάνια της κόλασης για μια αιωνιότητα, μας αποκαλούσαν δημόσιααμαρτωλούς». Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Πόντι καταφέρνει να πάρει διαζύγιο στη Γαλλία και το ζευγάρι ξαναπαντρεύεται στο Δημαρχείο του Παρισιού. Οι δοκιμασίες δεν επηρέασαν τη σχέση τους, έκαναν δυο παιδιά και έμειναν μαζί μέχρι τον θάνατο του Πόντι, το 2007.
Η φανατική Ναπολιτάνα (επίσης φανατική οπαδός της ομάδας της Νάπολης) έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο το 1951, στα 17 της, στην ταινία «Quo Vadis» του Μέρβιν Λιρόι. Το αστέρι της άρχισε να λάμπει στην δεκαετία του ’50 με ταινίες όπως: «Το παιδί και το δελφίνι» και «Υπερηφάνεια και πάθος» στο οποίο συμπρωταγωνίστησε με τον Φρανκ Σινάτρα και τον Κάρι Γκραντ.
Το συμβόλαιο με τον κινηματογραφικό κολοσσό Paramount Pictures την έκανε όχι μόνο διάσημη, αλλά όλοι αναγνώρισαν τις υποκριτικές της ικανότητες σε δραματικούς και κωμικούς ρόλους. Η ερμηνεία της στην ταινία του Βιτόριο ντε Σίκα, «Η Ατιμασμένη», το 1960, την έφερε στα όσκαρ όπου της απονεμήθηκε το Βραβείο Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, το πρώτο σημαντικό Όσκαρ που δόθηκε σε μη-αγγλόφωνη ερμηνεία.
Η δεκαετία του ’60 ήταν η χρυσή δεκαετία της Λόρεν, που είναι μια από τις πιο δημοφιλείς ηθοποιούς του κόσμου και ένα σύμβολο του σεξ. Όσοι τη συναντούσαν μιλούσαν για μια εύστροφη και γεμάτη χιούμορ γυναίκα, εξαιρετικά προσγειωμένη, ήταν αυτό που την έκανε να διαφέρει από τις υπόλοιπες καλλονές της ίδιας δεκαετίας. «Δεν την αγαπήσαμε λοιπόν επειδή είναι όμορφη, αλλά επειδή είναι αληθινή», είπε πολλά χρόνια αργότερα ο Ιταλός σχεδιαστής και θαυμαστής της Τζιανφράνκο Φερέ. Το 1964 το κασέ της έφτασε στα ύψη, πήρε το αμύθητο για την εποχή ποσό του 1.000.000 δολαρίων για να παίξει στην ταινία «Η Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας».
Ανάμεσα στις πιο γνωστές ταινίες της Λόρεν από εκείνη την περίοδο, είναι η επική παραγωγή του Σάμιουελ Μπρόνστον «Ελ Σιντ» (El Cid,1961) με τον Τσάρλτον Ίστον, «Η εκατομμυριούχος» (The Millionairess, 1960) με τον ΠίτερΣέλερς, «Διακοπές στη Νάπολη» (It started in Naples, 1960) με τον Κλαρκ Γκέιμπλ, το «Χθες, Σήμερα, Αύριο» (Ieri, oggi, domani, 1963) του Βιτόριο ντε Σίκα με το Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, η «Λαίδη Λ.» (Lady L, 1965) του Πίτερ Ουστίνοφ με τον Πωλ Νιούμαν, η κλασική ταινία του 1966 «Αραμπέσκ» (Arabesque) με τον Γκρέγκορι Πεκ, και στην τελευταία ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, «Η Κόμισσα από το Χονγκ Κονγκ» (A Countess from Hong Kong,1967) με τον Μάρλον Μπράντο.
Μετά τη γέννηση των παιδιών της, η Λόρεν αρχίζει να εμφανίζεται σπανιότερασε ταινίες, παρόλο που κάθε εμφάνισή της στη μεγάλη οθόνη δημιουργεί ξεχωριστό ενδιαφέρον. Πρωταγωνιστεί στην τελευταία ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα “The Voyage” με τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και την ταινία του Έτορε Σκόλα “Μια ξεχωριστή μέρα” με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Με τον Μαστρογιάννι αποτελούσαν το ζευγάρι – σύμβολο των Ιταλών, εμφανίστηκαν μαζί στην τελευταία ταινία του Μαστρογιάνι το “Ready to wear” του Ρόμπερτ Άλτμαν, ενώ το 1991 παρέλαβε το Τιμητικό Όσκαρ για τη συνεισφορά της στον παγκόσμιο κινηματογράφο και το 1995, έλαβε το τιμητικό Βραβείο Cecil B. DeMille στις Χρυσές Σφαίρες.
Η τελευταία της εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη ήταν στο “Nine”, όπου υποδυόταν τη μητέρα του σκηνοθέτη Γκουίντο Κοντίνι, ο οποίος περνάει την κρίση της μέσης ηλικίας, που τον κάνει να παλεύει να τελειώσει την τελευταία του ταινία και αναγκάζεται να ισορροπήσει ανάμεσα στις σημαντικές γυναίκες στη ζωή του.
Η Σοφία Λόρεν κατέχει μια θέση στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών. Το 2014 εκδόθηκε η αυτοβιογραφία της με τίτλο «Ιeri, Oggi, Domani» (Χθες, Σήμερα, Αύριο). Οι εφημερίδες του κόσμου γέμισαν δημοσιεύματα για τα μυστικά που αποκάλυψε, το ενδιαφέρον ήταν τόσο μεγάλο που πριν καλά – καλά κυκλοφορήσει άρχισε να μεταφράζεται και σε άλλες, πλην της ιταλικής, γλώσσες.
Ανάμεσα στις πιπεράτες σελίδες του βιβλίου, ξεχωριστές ήταν οι αποκαλύψεις για τον έρωτα τού κατά 30 χρόνια μεγαλύτερού της Κάρι Γκραντ, ο οποίος, αν και παντρεμένος με την τρίτη του σύζυγο, δε δίστασε να της κάνει πρόταση γάμου, στέλνοντάς της καθημερινά λουλούδια και ερωτικές επιστολές. «Έπρεπε να διαλέξω, ο Κάρλο ήταν Ιταλός, ανήκε στον κόσμο μου», γράφει η Λόρεν. «Ήμουν ερωτευμένη με τον άντρα μου. Ήμουν πολύ τρυφερή με τoν Κάρι, αλλά ήμουν μόνο 23. Δεν μπορούσα να παντρευτώ έναν γίγαντα από μία άλλη χώρα και να αφήσω τον Κάρλο. Δεν ήμουν έτοιμη για ένα τόσο μεγάλο βήμα».
Η Σοφία Λόρεν έκανε αυτό για το οποίο πολύ αγαπήθηκε. Διάλεξε μια χώρα, έναν άντρα, μια οικογένεια, φάνηκε άφθαρτη και ανεπηρέαστη από τη δόξα και τη φήμη, παρέμεινε μέχρι σήμερα η Ναπολιτάνα που κατέκτησε τον κόσμο και έχει πολλούς λόγους να χαμογελά όταν όλοι της θυμίζουν ότι έχει υπάρξει σύμβολο του σεξ, ότι είναι ένας ζωντανός μύθος, μια γήινη ντίβα. «Προσπαθώ να ζω θετικά», λέει στην Corriere della Sera. «Να κάνω κάτι θετικό όχι μόνο για μένα, αλλά και για τους ανθρώπους που με περιβάλλουν».
Top Woman η Σοφία Λόρεν: Στα 81 της η Ιταλίδα καλλονή έγινε η νέα μούσα των Dolce & Gabbana
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr