Νέα έρευνα: Ένα φλιτζάνι τσάι μπορεί να γίνει ο καλύτερος «φύλακας» της όρασής - Ιδού τι συμβαίνει
Ένα ζεστό φλιτζάνι τσάι μπορεί να γίνει ο καλύτερος «φύλακας» της όρασής σας, υποστηρίζουν αμερικανοί ερευνητές σε άρθρο που δημοσίευσαν στο επιστημονικό έντυπο British Journal of Ophthalmology.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λο Άντζελες, με επικεφαλής την καθηγήτρια Οφθαλμολογίας Ανν Κολεμαν, παρατήρησαν ότι τα άτομα που έπιναν ζεστό τσάι σε καθημερινή βάση είχαν 74% λιγότερες πιθανότητες να έχουν γλαύκωμα, συγκριτικά με εκείνους που δεν έπιναν τσάι.
Παρόμοια σχέση δεν παρατηρήθηκε με το τσάι χωρίς καφεΐνη ή το παγωμένο τσάι καθώς και με τον καφέ, με καφεΐνη ή χωρίς.
Το γλαύκωμα είναι κύρια αιτία απώλειας της όρασης για τους ηλικιωμένους, καθώς συσσωρεύεται υγρό στο μάτι και έτσι δημιουργείται πίεση η οποία εν τέλει προκαλεί βλάβη στο οπτικό νεύρο.
Ορισμένοι άνθρωποι διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης γλαυκώματος. Πρόκειται για άτομα με οικογενειακό ιστορικό της πάθησης, ανθρώπους με υπέρταση, διαβήτη ή άλλες παθήσεις που επηρεάζουν την κυκλοφορία του αίματος.
Μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα που πίνουν πολύ καφέ έχουν υψηλό κίνδυνο γλαυκώματος, γεγονός που κάνει τους ειδικούς να πιστεύουν ότι η καφεΐνη προσωρινά αυξάνει την ενδοφθάλμια πίεση. Αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει τεκμηριωθεί σχέση καφέ-γλαυκώματος.
Έτσι η Δρ Κολεμαν και οι συνεργάτες της μελέτησαν τη σχέση γλαυκώματος και τσαγιού, καφέ και αναψυκτικά, με καφεΐνη ή όχι. Μελέτησαν λοιπόν στοιχεία από εθνική αμερικανική μελέτη για ενήλικες που είχαν υποβληθεί σε οφθαλμολογική εξέταση και είχαν συμπληρώσει αναλυτικά διατροφικά ερωτηματολόγια.
Σχεδόν 1.700 άτομα είχαν γλαύκωμα.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι πιθανότητες να έχει κάποιος γλαύκωμα ήταν 74% χαμηλότερες μεταξύ αυτών που έπιναν ζεστό τσάι πάνω από έξι φορές την εβδομάδα. Και αυτό ίσχυε ακόμα και όταν συνεκτιμήθηκαν παράγοντες, όπως η ηλικία, το σωματικό βάρος, ο διαβήτης και το κάπνισμα.
Η Δρ Κολεμαν σπεύδει να σημειώσει ότι δεν είναι προς το παρόν ξεκάθαρο αν το ίδιο το τσάι ευθύνεται γι’ αυτή την επίδραση. Ενδεχομένως και άλλοι παράγοντες να παίζουν ρόλο σ’ αυτό «και όταν πρόκειται για την διατροφή είναι δύσκολο να διακρίνεις κάποιο μεμονωμένο χαρακτηριστικό ή θρεπτικό συστατικό από το σύνολο των διατροφικών συνηθειών του ατόμου», εξηγεί.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr