Greek mythos: Ο θεός Ύπνος δίδυμος αδελφός του Θανάτου με γιο τον Μορφέα- Η εικόνα του; Νέος γυμνός με γενειάδα (ΦΩΤΟ)

Στην ελληνική μυθολογία ο Ύπνος ήταν θεός ή δαίμονας, που αποτελούσε την προσωποποίηση του ύπνου.

Σύμφωνα με τον Ησίοδο στη Θεογονία ο Ύπνος και ο δίδυμος αδελφός του, ο Θάνατος, ήταν «δεινοί Θεοί» που κατοικούσαν στον Τάρταρο, παιδιά της Νύχτας και του Ερέβους.Ο Ύπνος μυθολογείται ότι είχε είτε χίλιους, είτε τρεις γιους ή αδελφούς (εκτός από τον Θάνατο): τον Μορφέα, τον Φοβήτορα και τον Φάντασο. Κατά τον Όμηρο, που τον αποκαλεί νήδυμο (γλυκύ),τόπος κατοικίας του Ύπνου ήταν η νήσος Λήμνος, ενώ από τους μεταγενέστερους συγγραφείς του αποδιδόταν μια δική του φανταστική πατρίδα, η «Νήσος των Ονείρων». Ο Ύπνος λατρευόταν πολύ στην κυρίως Ελλάδα. Σημαντικά κέντρα της λατρείας του Ύπνου ήταν η Επίδαυρος, η Τροιζήνα και η Ολυμπία. Τον θεωρούσαν ήσυχο και πράο θεό ή δαίμονα, που πλανιόταν στη γη και τον απεικόνιζαν πότε ως ωραίο νέο, που έσπερνε στη Γη γλυκά όνειρα ή κοιμόταν σε μια κλίνη, πότε ως δαίμονα με φτερά, που μετέφερε ένα νεκρό με το θάνατο.

Όπως αναφέρει ο Rohde, σύμφωνα με την ομηρική άποψη, οι άνθρωποι ζουν δύο φορές την πρώτη με μια σωματική και ορατή μορφή, και την άλλη σαν μία αόρατη «εικόνα» που ελευθερώνεται μόνο τη στιγμή του θανάτου, δηλαδή ως Ψυχή. Στο συγκεκριμένο συμπέρασμα βοήθησε η εμπειρία ενός άϋλου ομοιώματος της ανθρώπινης υπόστασης, όπως εκδηλώνεται στο όνειρο και στις λιποθυμίες. Ο Πίνδαρος (απόσπ. 131), με μεγαλύτερη βέβαια σαφήνεια απ' τον Όμηρο, αναφέρει ότι το σώμα υπακούει στον παντοδύναμο Θάνατο, αλλά η εικόνα του ζωντανού πλάσματος συνεχίζει να ζει «μιας και μόνο αυτή προέρχεται από τους θεούς» (δοξασία που φυσικά δεν είναι ομηρική), και αυτό διότι αυτό το είδωλον (ψυχή) κοιμάται, όταν τα μέλη είναι δραστήρια, αλλά όταν το σώμα κοιμάται, το άτομο ονειρεύεται.

«Ο κόσμος της εικόνας-ψυχής είναι ο κόσμος του ύπνου», γράφει χαρακτηριστικά ο Ε. Rohde και διευκρινίζει ότι, «μολονότι το σώμα βυθίζεται στον ύπνο, ακίνητο, ο κοιμισμένος ζει στο όνειρό του και βλέπει πολλά και παράξενα και θαυμαστά πράγματα», σύμφωνα με το mythagogia.blogspot. Το ίδιο συμβαίνει και σε στιγμές «λιποθυμίας», όπου το σώμα «ναρκώνεται» και η ψυχή φαίνεται να το εγκαταλείπει προσωρινά -άλλωστε υπάρχει η ομηρική έκφραση «η ψυχή έχει εγκαταλείψει το σώμα»-, αλλά το άτομο που λιποθυμά εξακολουθεί να ζει. Έτσι και στην περίπτωση του θανάτου, μολονότι η ψυχή δεν θα επιστρέψει ποτέ στο σώμα, δε θα χαθεί στην ανυπαρξία, όπως δε χάθηκε στους παροδικούς αποχωρισμούς της «λιποθυμίας».

Οι επικοί ποιητές, λοιπόν, εκφράζοντας τις μεταθανάτιες ιδέες της εποχής τους, παρομοιάζουν τον Θάνατο με τον Ύπνο ή και το αντίθετο. Έτσι ο Όμηρος, παρομοιάζοντας τον ωραίο και ήσυχο ύπνο του Οδυσσέα πάνω σε πλοίο, την ώρα που πλέει προς την Ιθάκη, με τον θάνατο, γράψει χαρακτηριστικά ότι «βάραινε τα βλέφαρά του ένας ύπνος ήσυχος και γλυκός, ολόιδιος με το θάνατο».

Κατά τον Ησίοδο, ο Ύπνος και ο Θάνατος, δεινοί θεοί, έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στα Τάρταρα, «ένθα δε γης δνοφερής και ταρτάρου ηερόεντος», όπου ο Ήλιος ποτέ δεν τους βλέπει, «ούτε όταν ανεβαίνει στον ουρανό ούτε όταν κατεβαίνει». Ο πρώτος (ο Ύπνος) τριγυρίζει αθόρυβα στις στεριές και τις θάλασσες και είναι ήσυχος και καλός με τους ανθρώπους, ενώ ο δεύτερος (ο Θάνατος) είναι σκληρός και ανάλγητος θεός με σιδερένια καρδιά, μισητός και σ' αυτούς ακόμη τους αθάνατους θεούς.

Ο Ύπνος στον Όμηρο, αντίθετα από τον Ησίοδο, δεν έχει την κατοικία του στα Τάρταρα, αλλά στη Λήμνο και εκεί, με τη βοήθεια της Ήρας, παίρνει γυναίκα του την Πασιθέη (μία από τις Χάριτες). Ο μύθος αναφέρει ότι η Ήρα, η οποία ήθελε να αποκοιμίσει τον Δία για να επηρεάσει η ίδια τη διεξαγωγή του Τρωικού Πολέμου, πήγε στη Λήμνο, συνάντησε τον Ύπνο και, αφού τον προσφώνησε «άναξ πάντων τε θεών πάντων τ' ανθρώπων», του υποσχέθηκε να του δώσει για γυναίκα του την Πασιθέη, με την προϋπόθεση όμως ο Ύπνος να κρατήσει κοιμισμένο για ένα διάστημα τον πατέρα των θεών. Τελικά ο Ύπνος, αφού πείσθηκε από την Ήρα, κατάφερε ν' αποκοιμίσει τον Δία, πλησιάζοντάς τον με τη μορφή ενός πουλιού της νύχτας (νυχτοπούλι).

Ο Ύπνος απασχόλησε την τέχνη με πολλές μορφές και συχνά τον απεικονίζουν με φτερά αετού ή πεταλούδας στο μέτωπο ή με ένα κέρας, από το οποίο σκορπίζονται τα όνειρα, όπως αναφέρει η Wikipedia. Στην αρχαία τέχνη, ο Ύπνος απεικονίζεται ως γυμνός νέος, μερικές φορές με γενειάδα και φτερά στο κεφάλι, ή ως κοιμώμενος άνδρας πάνω σε κρεβάτι από πούπουλα με μαύρες κουρτίνες γύρω, ενώ ο Μορφέας αποτρέπει τυχόν θορύβους που θα μπορούσαν να τον ξυπνήσουν. Αρχικά τα όνειρα εμφανίζονταν ως αδελφοί ή αδελφές του Ύπνου, αλλά αργότερα το όνειρο καθιερώθηκαν ως γιος του Ύπνου. Ο Ερμής ήταν κι αυτός θεός του Ύπνου. Στην κιβωτό του Κυψέλου, στην Ολυμπία, τα δύο αδέλφια, δηλαδή ο Ύπνος και ο θάνατος, εικονίζονται σαν αγοράκια που κοιμούνται στην αγκαλιά της μητέρας τους, ο Θάνατος ζωγραφισμένος με μαύρο χιτώνα και ο Ύπνος με άσπρο. Στη Σπάρτη η απεικόνισή του συνοδεύεται πάντα από εκείνη του Θανάτου. Σε μεταγενέστερα χρόνια ο Θάνατος και ο Ύπνος συγχωνεύτηκαν σε μία θεότητα.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι τον Ύπνο οι καλλιτέχνες τον φαντάζονταν και τον παρίσταναν νέο με φτερά στους ώμους, να αποκοιμίζει τους κουρασμένους, καθώς τους ραντίζει με ένα κλαδί μουσκεμένο από τη δροσιά της λήθης ή καθώς χύνει υπνωτικούς χυμούς, κουνώντας τα φτερά του.

Οι αρχαίοι Έλληνες καλλιτέχνες παρίσταναν το Θάνατο, όπως και τον αδελφό του Ύπνο, νέο με γενειάδα, με φτερά στους ώμους και βέβαια με σπαθί στη μέση, με το οποίο αφαιρεί την ψυχή ή απλά κόβει τα μαλλιά των ανθρώπων, καθώς το κόψιμο των μαλλιών είναι ένδειξη θανάτου. Επίσης τον παρίσταναν κρατώντας στο χέρι επιπλέον μία πλάστιγγα, είτε για να καθορίζει τη διάρκεια του χρόνου της ανθρώπινης ζωής είτε να ζυγοσταθμίζει τις ανθρώπινες πράξεις. Στις περισσότερες παραστάσεις τα δύο αδέλφια ζωγραφίζονται μαζί, όμοια με τους  «ανέμους» να μεταφέρουν συντροφικά κάποιον νεκρό στον Άδη. 

Μάλιστα σε λευκή λήκυθο, υπάρχει η γνωστή παράσταση σχετική με τον Σαρπηδόνα, η οποία εμφανίζει τους δίδυμους αδελφούς με εντελώς αντίθετα χαρακτηριστικά: γλυκύς και ήρεμος ο Ύπνος, καταθλιπτικός και σκυθρωπός ο Θάνατος, να μεταφέρουν από κοινού έναν νεκρό με χαρακτηριστική λεπτότητα και προσοχή, σαν να προσπαθούν να μην αισθανθεί το «φορτίο» τους, δηλαδή ο μεταφερόμενος νεκρός, κανένα πόνο ή κανένα δυσάρεστο συναίσθημα! Άλλωστε, έτσι περιγράφει και ο Όμηρος τη μεταφορά του «μισοπεθαμένου» ή «υπνωτισμένου» Σαρπηδόνα από το στρατόπεδο της Τροίας στην πατρίδα του, τη Λυκία, θανάσιμα χτυπημένο από τον Πάτροκλο, όχι όμως νεκρό ακόμη, διότι ο θεός πατέρας του Δίας δεν θέλει να εκπνεύσει ο Σαρπηδόνας μακριά από τους δικούς του.

Απεικονίσεις της καταλυτικής δύναμης του Θανάτου έχουμε και στην ασπίδα του Ηρακλή, στη λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς και μαζί με τον Ύπνο στην αγκαλιά της μητέρας τους της Νύκτας στη λάρνακα του Κυψέλου. Ο Παυσανίας επίσης μας πληροφορεί για ένα άγαλμα του Θανάτου στη Σπάρτη.

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr