Το στρες είναι καθοριστικός παράγοντας στην εμφάνιση αυτοάνοσων νοσημάτων: Μια ψυχολόγος απαντά
Ο ρόλος της κληρονομικότητας.
Εκτός από το γενετικό υπόβαθρο και το ορμονικό περιβάλλον ενός οργανισμού τα περισσότερα από τα αυτοάνοσα νοσήματα οφείλουν την ύπαρξη τους και σε περιβαλλοντικούς εκλυτικούς παράγοντες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και προκαλούν την ολική απορρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Όπως έχει επισημανθεί αρκετές φορές, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια γίνεται εκτενής αναφορά για τον κρίσιμο παθογενετικό ρόλο του στρες στην απορρύθμιση της βιολογικής ισορροπίας.
Συγκεκριμένα, πολλές είναι οι έρευνες που αναφέρουν την άρρηκτη σχέση μεταξύ αυξημένων στρεσογόνων καταστάσεων και εμφάνισης σοβαρών χρόνιων αυτοάνοσων διαταραχών, όπως για παράδειγμα ο σακχαρώδης διαβήτης 1, η Σκλήρυνση κατά Πλάκας, διάφορες μορφές ρευματοπαθειών κ.ά.
Το στρες είναι αυτό που όταν προϋπάρχει ή συνοδεύει μία πάθηση, στρέφει τον οργανισμό εναντίον των ίδιων των κυττάρων του (αυτοανοσία) πολύ πιο γρήγορα και τον οδηγεί σε μια υποτροπιάζουσα κατάσταση χωρίς τέλος.
Η επίδραση του στρες στη διατάραξη της ανοσοποιητικής διεργασίας έχει διερευνηθεί αρκετά. Έχει διαπιστωθεί ότι πολλές από τις κυρίαρχες εκδηλώσεις των ασθενειών του ανοσοποιητικού κάνουν την εμφάνιση τους ή επιδεινώνονται μετά από γεγονότα μικρής ή μεγάλης ψυχικής έντασης.
Για παράδειγμα, έχει φανεί ότι περίπου το 80% των ατόμων με ρευματοειδή αρθρίτιδα εμφανίζουν τη νόσο ύστερα από έντονες στρεσογόνες καταστάσεις. Επιπλέον, περίπου το 60% αυτών των ασθενών, παρόλο που βρίσκονται υπό φαρμακευτική αγωγή, περνούν από περιόδους ιδιαίτερης έξαρσης των συμπτωμάτων όταν έρχονται αντιμέτωποι με ψυχοπιεστικές συνθήκες.
Βέβαια, δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί πλήρως εάν είναι η νόσος που προκαλεί αυτές τις ψυχικές καταστάσεις ή εάν μία προυπάρχουσα αγχώδης διαταραχή είναι ο παράγοντας που πυροδοτεί την εμφάνιση της.
Τις περισσότερες φορές η διαδικασία προσαρμογής του ασθενούς στις συνθήκες μιας χρόνιας αυτοάνοσης νόσου αποτελεί μία έντονα στρεσογόνο εμπειρία και είναι πιθανό να πυροδοτήσει κάποιο είδος αγχώδους διαταραχής.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση των ρευματοπαθειών ο χρόνιος πόνος, ο περιορισμός των κινήσεων, η μεταβολή των συμπτωμάτων αυτών κατά τη διάρκεια της ημέρας, καθώς και η μη προκαθορισμένη πορεία της νόσου μπορούν να συμβάλουν ή/και να αυξήσουν την πιθανότητα εμφάνισης κλινικά σημαντικών ψυχικών διαταραχών, όπως η κατάθλιψη.
Η συγκεκριμένη ψυχική διαταραχή έχει συσχετιστεί με αυξημένο ποσοστό φλεγμονών, μη φυσιολογική λειτουργία των αιμοπεταλίων και εμφάνιση αιφνίδιων και ανεπιθύμητων ανωμαλιών στη γενικότερη πορεία της υγείας του παθόντος.
Είναι όμως εξίσου πιθανό, η διαταραγμένη ψυχοσύνθεση να προηγείται της νόσουκαι να αποτελεί από μόνη της επιβαρυντικό παράγοντα για την υγεία, καθώς άτομα που βιώνουν έντονο στρες υιοθετούν συνήθειες επιβλαβείς.
Βέβαια, το στρες σε μέτρια επίπεδα μπορεί να διευκολύνει την προσαρμογή του ατόμου σε μία ασθένεια, διότι το κινητοποιεί να μεριμνήσει για το πρόβλημα υγείας και να το αντιμετωπίσει άμεσα και αποτελεσματικά.
Παρόλα αυτά, στην πλειάδα των περιπτώσεων το άγχος για την κατάσταση του ασθενή είναι τόσο υπερβολικό, που τον αποδιοργανώνει και του προκαλεί ποικίλες διαταραχές στον ύπνο, στη διατροφή, στη χρήση ουσιών και φαρμάκων με αποτέλεσμα να πλήττεται ακόμη περισσότερο το ανοσοποιητικό σύστημα και να ολισθαίνει η εξέλιξη της ασθένειας.
Ας δούμε, όμως, αναλυτικά το πως ακριβώς αντιδρά ο ανθρώπινος οργανισμός στο στρες…
Απάντηση του οργανισμού στο στρες
Το σύστημα του στρες λαμβάνει μηνύματα μέσω της κυκλοφορίας του αίματος, όπως πληροφορίες για τη σύσταση του και την ποσότητα συγκεκριμένων ορμονών, κυτοκινών και άλλων συστατικών.
Η ενεργοποίηση του συστήματος αυτού μπορεί να προκληθεί είτε από εξωτερικά στρεσογόνα ερεθίσματα (π.χ. έντονο κρύο/ζέστη), είτε από εσωτερικά (π.χ. φόβος ή αγωνία) και οδηγεί σε συγκεκριμένες συμπεριφορικές και φυσικές αλλαγές.
Στο επίπεδο της φυσικής προσαρμογής, οι αλλαγές που συμβαίνουν γίνονται με κύριο στόχο την κατεύθυνση ενέργειας εκεί όπου υπάρχει ανάγκη.
Πιο συγκεκριμένα, έχουμε κατεύθυνση οξυγόνου και θρεπτικών συστατικών προς το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ) και προς τις περιοχές του σώματος που συμμετέχουν στην απάντηση στο εκάστοτε στρεσογόνο ερέθισμα.
Προκαλείται αύξηση της πίεσης και των καρδιακών παλμών, αύξηση του ρυθμού της αναπνοής, αύξηση της γλυκονεογένεσης και της λιπόλυσης, αποτοξίνωση από ενδογενή ή εξωγενή τοξικά προϊόντα, αναστολή της ανάπτυξης και των αναπαραγωγικών συστημάτων, αναστολή της πέψης και διέγερση της εντερικής κινητικότητας, αλλά και περιστολή της αντιφλεγμονώδους και ανοσοποιητικής απάντησης.
Ακόμη, το στρες ευθύνεται για την υπερδιέγερση του συμπαθητικού συστήματοςκαι του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-φλοιού των επινεφριδίων και η κατάσταση αυτή επιφέρει πολλές φορές αρνητικές συνέπειες στις διεργασίες του ανοσοποιητικού και στη γενικότερη άμυνα του οργανισμού.
Η έναρξη μίας διαδικασίας ως απάντηση στο στρες εξαρτάται από τη φύση του στρεσογόνου ερεθίσματος.
Μιλάμε δηλαδή για μία ειδική απάντηση που χαρακτηρίζεται από ετερογένεια, δηλαδή διαφέρει από οργανισμό σε οργανισμό.
Οι άνθρωποι εκτίθενται καθημερινά σε διάφορους τύπους ερεθισμάτων, μερικά από τα οποία είναι γνωστά ως απόλυτα στρεσογόνα ερεθίσματα (absolute stressors).
Αποτελούν πραγματικές απειλητικές καταστάσεις όπως ένας σεισμός ή ένα επικίνδυνο ζώο. Στις συγκεκριμένες διεγέρσεις όλοι απαντάμε άμεσα και αυτόματα για την προάσπιση της επιβίωσης μας.
Άλλες καταστάσεις αναφέρονται ως σχετικά στρεσογόνα ερεθίσματα (relative stressors), τα οποία περιλαμβάνουν συνθήκες που δεν απειλούν τη ζωή μας αλλάυποβάλλουν πολύ συχνά τον οργανισμό σε έντονο στρες, όπως για παράδειγμα η έκθεση σε ένα νέο εργασιακό περιβάλλον ή η διεκπεραίωση νέων καθηκόντων.
Όπως αναφέρθηκε, το πώς αντιλαμβάνεται κάποιος τα γεγονότα της ζωής του και το πως μπορούν οι καθημερινές απαιτήσεις να επηρεάσουν τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις στο στρες διαφέρουν από οργανισμό σε οργανισμό, ακόμα και αν πρόκειται για το ίδιο φύλο ή την ηλικία.
Είναι παραδεκτό, σύμφωνα με την ψυχολόγο Ακριβή Βλάχου στο logodiatrofis.gr, πλέον ότι οι γενετικοί παράγοντες και η κληρονομικότητα παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της αποτελεσματικότητας των απαντήσεων απέναντι σε καταστάσεις που έχουν να κάνουν κυρίως με σχετικά ερεθίσματα.
Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να αντιδράσει εμφανώς έντονα στο άκουσμα του θανάτου, ενώ κάποιος άλλος ίσως να το αντιμετωπίσει πιο ήρεμα ή να μην αντιδράσει και καθόλου.
Στην ίδια βάση θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ένα συγκεκριμένο συμβάν ή η αλλαγή προς μία νέα κατάσταση, όπως μία χρόνια αυτοάνοση διαταραχή, δεν αποτελεί πάντοτε και την αιτία βίωσης ενός συγκεκριμένου συναισθήματος ίδιου για όλους.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr