Good news: Η Τράπεζα της Ελλάδας προβλέπει οικονομική ανάπτυξη 4,2% - Ο Γ. Στουρνάρας δίνει τους παράγοντες ανάκαμψης

Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2020...

Αισιοδοξία για τις προοπτικές της οικονομίας αποπνέει η ομιλία του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος στη Γενική Συνέλευση του ιδρύματος, καθώς προβλέπει ανάπτυξη της τάξης του 4,2% για το τρέχον έτος. 

Συγκεκριμένα στην Έκθεση του Γιάννη Στουρνάρα τονίζεται: ''Το 2021 σηματοδοτεί την αρχή του τέλους της πανδημίας COVID-19 και τη σταδιακή μετάβαση σε μια νέα πραγματικότητα. Η έναρξη του μαζικού εμβολιασμού υπήρξε ορόσημο στην παγκόσμια προσπάθεια να τεθεί υπό έλεγχο η διασπορά της νόσου και να επιλυθεί η υγειονομική κρίση. Η επιτάχυνση των εμβολιασμών αποτελεί κρίσιμη παράμετρο για την προοδευτική εξασθένηση της πανδημίας και την επαναδραστηριοποίηση των οικονομιών. 

Μέχρι τότε, η πανδημία συνεχίζει να θέτει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, πολύ σοβαρούς κινδύνους για τη δημόσια υγεία και την εκκίνηση της ανάκαμψης. Ποικίλοι παράγοντες παρατείνουν την αβεβαιότητα, διαμορφώνουν αρνητικές προσδοκίες, διαταράσσουν την οικονομική δραστηριότητα και καθυστερούν την ανάκαμψη. Συγκεκριμένα: α) η δυσκολία ελέγχου της πανδημίας, β) ο φόβος των μεταλλαγμένων στελεχών και γ) οι καθυστερήσεις στην παράδοση των εμβολίων και στην προγραμματισμένη διεξαγωγή των εθνικών εμβολιασμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο μεταθέτουν την έναρξη της ανάκαμψης.

Παρ’ όλα αυτά, η ενίσχυση της διεθνούς ζήτησης και η επαύξηση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης από τις μεγάλες ανεπτυγμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένου του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU), σε συνδυασμό με τη διασφάλιση ευνοϊκών χρηματοπιστωτικών συνθηκών, ενισχύουν τις προσδοκίες για στέρεη ανάκαμψη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) από το δεύτερο εξάμηνο του 2021.

Το ξέσπασμα της πανδημίας στις αρχές του 2020 αποτέλεσε ιστορικό σημείο καμπής για την παγκόσμια οικονομία. Οι χώρες κλυδωνίστηκαν από μια διπλή, απρόσμενη και οξεία κρίση, υγειονομική και οικονομική. Αξίες, δικαιώματα και σταθερές δοκιμάστηκαν. Βεβαιότητες σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών και των οικονομιών, καθώς και με τον τρόπο άσκησης οικονομικής πολιτικής, αναθεωρήθηκαν. Η παγκόσμια κοινωνία υπέστη βαρύτατες ανθρώπινες απώλειες. Ήρθε αντιμέτωπη με τη χειρότερη, εν καιρώ ειρήνης, ύφεση των τελευταίων 100 ετών, καθώς το παγκόσμιο ΑΕΠ εκτιμάται ότι κατέγραψε ιστορική πτώση 3,5%.

Το τέλος της πανδημίας θα διαμορφώσει μια νέα κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα. Αναδύεται ένας νέος κόσμος, κατ’ εξοχήν ψηφιακός, στον οποίο η γνώση, η επιστημονική έρευνα, η τεχνολογία και η καινοτομία θα αποτελέσουν τις κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής ευημερίας. Ενισχύεται η πίστη στην αναγκαιότητα της παγκόσμιας αλληλεγγύης και συνεργασίας για τη βελτίωση της συλλογικής ανθεκτικότητας σε συμμετρικές διαταραχές. Επιβεβαιώνεται η ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής και της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος για την ασφαλή συνύπαρξη του ανθρώπου με τη φύση.

Κορυφαία ζητήματα που θα απασχολήσουν την παγκόσμια και ευρωπαϊκή κοινότητα στη μεταπανδημική περίοδο είναι: α) η αύξηση πτωχεύσεων επιχειρήσεων, β) η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, παράλληλα με την κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας, ως επί το πλείστον χαμηλής εξειδίκευσης, εξαιτίας της επιτάχυνσης του αυτοματισμού και της ψηφιοποίησης και γ) η αύξηση της φτώχειας και οι διευρυνόμενες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες τόσο μεταξύ χωρών όσο και μεταξύ νοικοκυριών εντός των χωρών.

Εξάλλου, ο τρόπος διαχείρισης του διογκούμενου λόγω πανδημίας ιδιωτικού και δημόσιου χρέους σε παγκόσμια κλίμακα είναι ένα ζήτημα που θα απασχολήσει σοβαρά τους ιθύνοντες της οικονομικής πολιτικής τα επόμενα έτη. Εξίσου σημαντικά ζητήματα είναι η θωράκιση των συστημάτων δημόσιας υγείας και η διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με την αυξανόμενη συχνότητα ακραίων καιρικών φαινομένων, καθώς και των προκλήσεων που συνεπάγεται η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή.

Τα μείζονα αυτά προβλήματα απαιτούν την αποτελεσματική συνεργασία των κυβερνήσεων σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής (συμπεριλαμβανομένης της φορολογικής πολιτικής) και κλιματικής αλλαγής, αλλά και επιστημονική συνεργασία για την προστασία της δημόσιας υγείας και την προώθηση της έρευνας για την αντιμετώπιση των πανδημιών.

Επί του παρόντος, νέα εργαλεία οικονομικής πολιτικής και νέοι χρηματοδοτικοί μηχανισμοί χρησιμοποιούνται για την ανάσχεση των απωλειών. Σε επίπεδο ΕΕ, η συντονισμένη ανταπόκριση με αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και των περιορισμών στην παροχή κρατικών ενισχύσεων και εγγυήσεων για τη δανειοδότηση επιχειρήσεων, αλλά κυρίως η πρωτοβουλία, για πρώτη φορά, των ηγετών της ΕΕ για τη χρηματοδότηση, μέσω κοινής έκδοσης χρέους, του προγράμματος ανοικοδόμησης της Ευρώπης, διαμορφώνουν κατάλληλες συνθήκες για την αναθεώρηση του συνολικού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ σε ρεαλιστικότερη και πιο ευέλικτη κατεύθυνση, ώστε να γίνει αποτελεσματικότερο.

Η εμπειρία από τη διαχείριση της πανδημικής κρίσης μπορεί να χρησιμεύσει ως οδηγός για κάποιας μορφής μόνιμη δυνατότητα κοινής δημοσιονομικής στήριξης, όπως η αξιοποίηση μελλοντικά της κοινής έκδοσης ομολόγων ως εργαλείου χρηματοδότησης παραγωγικών επενδύσεων, καθώς και για την παρακολούθηση της εφαρμογής διαρθρωτικών πολιτικών.

Πρωτίστως όμως η κρίση της πανδημίας αναδεικνύει την ανάγκη μεταρρύθμισης του υπό αναστολή Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης γύρω από δύο κεντρικούς άξονες: α) την απλοποίηση των δημοσιονομικών κανόνων, ώστε να γίνουν περισσότερο ευέλικτοι, ρεαλιστικοί και εύχρηστοι, και β) την ενίσχυση της εφαρμογής αξιόπιστων αντικυκλικών δημοσιονομικών πολιτικών με ταυτόχρονη ενδυνάμωση των αυτόματων σταθεροποιητών και με μεγαλύτερη έμφαση στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Η συζήτηση για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων δεν θα είναι εύκολη.

Οι νέοι κανόνες θα πρέπει να είναι αξιόπιστοι, ώστε να εξασφαλίζουν την εμπιστοσύνη των αγορών, και να μη χρειάζονται πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες αλλαγής των ευρωπαϊκών συνθηκών, παρά μόνο πολιτική στήριξη σε επίπεδο ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αύξηση της αβεβαιότητας και ανάγκη προσαρμογής στα νέα δεδομένα

Το δεύτερο κύμα της πανδημίας στην Ευρώπη το φθινόπωρο και το χειμώνα του 2020 κατέστησε αναγκαία την εκ νέου εφαρμογή περιοριστικών μέτρων. Κατά συνέπεια, διακόπηκε η ανάκτηση των οικονομικών απωλειών που είχε διαφανεί κατά το γ΄ τρίμηνο του 2020. Η οικονομία της ευρωζώνης κατέγραψε, σε τριμηνιαία βάση, ήπια πτώση κατά το δ΄ τρίμηνο, πολύ μικρότερη από την προβλεπόμενη. Ωστόσο, σε ετήσια βάση συρρικνώθηκε κατά 4,9% το δ΄ τρίμηνο του 2020 και κατά 6,6% στο σύνολο του έτους.

Καθοριστικό ρόλο στον περιορισμό των απωλειών κατά το δεύτερο κύμα της πανδημίας είχαν η λήψη λιγότερο αυστηρών περιοριστικών μέτρων, με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη κινητικότητα των πολιτών, η ισχυρή ανάπτυξη της βιομηχανίας, η ανάκαμψη της διεθνούς ζήτησης και η βαθμιαία λειτουργική προσαρμογή της οικονομίας στις έκτακτες συνθήκες. Η παράταση και κυρίως η αυστηροποίηση των περιοριστικών μέτρων για την ανάσχεση του τρίτου κύματος το α΄ τρίμηνο του 2021 αναμένεται να οδηγήσουν εκ νέου σε πτώση, μέτρια όμως, της οικονομικής δραστηριότητας.

Ειδικότερα στην Ελλάδα, η πανδημία σημείωσε περιοδικές αναζωπυρώσεις και οδήγησε από τις αρχές Νοεμβρίου 2020 σε νέο γύρο περιοριστικών μέτρων, τα οποία αυστηροποιήθηκαν στα μέσα Φεβρουαρίου και ξανά στις αρχές Μαρτίου 2021. Τα νέα περιοριστικά μέτρα είναι σαφώς ηπιότερα, όπως προκύπτει από τη μεγαλύτερη κινητικότητα των πολιτών και τη λειτουργία της βιομηχανίας και των κατασκευών. Έχουν όμως μεγαλύτερη χρονική διάρκεια και, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα σχετικά με τη δυναμική της πανδημίας και την πρόοδο των εμβολιασμών διεθνώς, τροφοδοτούν την οικονομική αβεβαιότητα και καθυστερούν την ανάκαμψη.

Εκτιμάται ωστόσο ότι η ανάκαμψη της οικονομίας της ζώνης του ευρώ θα ξεκινήσει αργότερα μέσα στο τρέχον έτος, και συγκεκριμένα από το β΄ τρίμηνο του 2021, θα ισχυροποιηθεί από το δεύτερο εξάμηνο και θα συνεχιστεί το 2022. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο των πρόσφατων μακροοικονομικών προβολών της ΕΚΤ (Μάρτιος 2021), προβλέπεται ότι η οικονομία της ζώνης του ευρώ, μετά από συρρίκνωση 6,6% το 2020, θα μεγεθυνθεί με ρυθμό 4,0% και 4,1% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα. Η εκτίμηση αυτή τελεί υπό τέσσερις σημαντικές προϋποθέσεις: α) την επιτάχυνση των εθνικών εμβολιασμών, β) τη συνακόλουθη άρση των περιορισμών και των απαγορεύσεων, γ) τη διατήρηση της επεκτατικής κατεύθυνσης των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών και δ) τη διασφάλιση ευνοϊκών χρηματοπιστωτικών συνθηκών, καθώς και την έγκαιρη ενεργοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU.

Η επαναβεβαίωση της διευκολυντικής κατεύθυνσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής, αλλά και ο ευέλικτος χαρακτήρας της ώστε να μην αποκλείεται από τα οφέλη αυτής της πολιτικής καμία χώρα-μέλος, δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης για όλες τις χώρες, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Η ανακοίνωση στις 11 Μαρτίου 2021 ότι οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων λόγω πανδημίας (PEPP) θα συνεχιστούν, και μάλιστα με σημαντικά υψηλότερο ρυθμό, διατηρεί το κόστος δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα.

Παράλληλα, το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης NGEU και κυρίως ο νέος χρηματοδοτικός μηχανισμός μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας προσφέρουν σε όλα τα κράτη-μέλη ικανό δημοσιονομικό χώρο όχι μόνο για ταχύτερη ανάκτηση των απωλειών, αλλά και για ανθεκτικότερη ανάπτυξη μέσω του ψηφιακού μετασχηματισμού, της μετάβασης στην πράσινη οικονομία και της εφαρμογής διαρθρωτικών πολιτικών. Το NGEU λειτουργεί έμμεσα ως μηχανισμός δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, καθώς οι χώρες των οποίων οι οικονομίες πλήττονται βαρύτερα θα ωφεληθούν περισσότερο από το σύνολο των επιχορηγήσεων και δανείων.

Εντούτοις, η επιστροφή στην ανάπτυξη προβλέπεται να είναι ανομοιογενής μεταξύ χωρών και κλάδων παραγωγής. Αν και η πανδημία έπληξε οριζόντια όλες τις οικονομίες και όλους τους κλάδους παραγωγής, ο οικονομικός και κοινωνικός αντίκτυπος είναι διαφορετικός, καθώς ο τομέας των υπηρεσιών πλήττεται σφοδρότερα από τα περιοριστικά μέτρα και την καθίζηση της ζήτησης, σε σύγκριση με άλλους τομείς, όπως π.χ. η βιομηχανία.

Επιπρόσθετα, η ανάγκη προστασίας από την πανδημία επιτάχυνε την εμφάνιση νέων τάσεων στην καταναλωτική συμπεριφορά και στη ζήτηση, αλλά και στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των επιχειρήσεων. Η τηλεργασία, η τηλεδιάσκεψη, το ηλεκτρονικό εμπόριο, η ζωντανή μετάδοση, η εξ αποστάσεως διδασκαλία, αποτελούν παραδείγματα της αυξημένης διείσδυσης των νέων τεχνολογιών στις οικονομικές και κοινωνικές δομές. Η κρίση της πανδημίας επιτάχυνε επίσης την τάση της ηλεκτρονικής παγκοσμιοποίησης (e-globalisation), με δυνατότητα ανάπτυξης εταιριών λογισμικού σε παγκόσμια κλίμακα χωρίς συγκεκριμένη γεωγραφική εγκατάσταση.

Με δεδομένες αυτές τις νέες τάσεις, οι επιχειρήσεις όλων των κλάδων χρειάζεται επειγόντως να προσαρμοστούν στα νέα είδη της ζήτησης και στους νέους τρόπους λειτουργίας και άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η έλλειψη πρόσβασης ή η άνιση πρόσβαση στην τεχνολογία και στην οικονομία της γνώσης, καθυστερήσεις, αστοχίες πολιτικής ή ακόμη και απροθυμία προσαρμογής είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε βραδεία και ασθενέστερη ανάπτυξη και να διευρύνουν τις ανισότητες τόσο μεταξύ χωρών όσο και μεταξύ κλάδων παραγωγής.

Η ελληνική οικονομία, ως οικονομία κυρίως υπηρεσιών με μεγάλη συμμετοχή του τουρισμού και του λιανικού εμπορίου, επλήγη βαρύτερα σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ από τους κραδασμούς στην εξωτερική και εγχώρια ζήτηση. Το 2020 η ύφεση ανήλθε σε 8,2%. Εντούτοις, παρά τις βαρύτατες απώλειες, έδειξε αξιοσημείωτη αντοχή και ικανότητα λειτουργικής προσαρμογής στις νέες συνθήκες. 

Κρίσιμη παράμετρος υπήρξε η έγκαιρη και αποτελεσματική άσκηση από την ελληνική κυβέρνηση της αναγκαίας αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής με λήψη μέτρων πρωτοφανούς μεγέθους και εύρους, ύψους 11,2% του ΑΕΠ, για τη διαφύλαξη της απασχόλησης, την προστασία της επιχειρηματικότητας και την τόνωση της εγχώριας ζήτησης.

Σε συνδυασμό μάλιστα με την πιστωτική επέκταση, τα μέτρα αναστολής πληρωμής δανείων για τους πληττόμενους οφειλέτες και άλλες διευκολύνσεις, τα έκτακτα μέτρα πολιτικής, αν και είχαν σημαντικό δημοσιονομικό κόστος, άμβλυναν τις ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα και την απασχόληση, δημιούργησαν θετικές προσδοκίες και μετρίασαν την πολύ υψηλή αβεβαιότητα. Στόχος της πολιτικής ήταν να αποφευχθεί ο κίνδυνος μετατροπής μιας προσωρινής ύφεσης σε μακροχρόνια οικονομική κρίση. Τελικό αποτέλεσμα ήταν η καταγραφή ποσοστού ύφεσης σημαντικά μικρότερου έναντι των προβλέψεων από εγχώριους και διεθνείς φορείς.

Προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2021

Η ανάκαμψη της ζήτησης προβλέπεται να κερδίσει έδαφος αργότερα μέσα στο έτος και συγκεκριμένα από το β΄ τρίμηνο και να οδηγήσει σε θετικό και ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2021 θα είναι 4,2%. Η πρόβλεψη αυτή εμπεριέχει αβεβαιότητα εξαιτίας των κινδύνων που συνδέονται με την εξέλιξη των επιδημιολογικών δεδομένων και τη δυνατότητα άμεσης άρσης πολλών περιοριστικών και απαγορευτικών μέτρων, αλλά και με τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας.

Η ταχύτητα με την οποία θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες:

Πρώτον, την επιτάχυνση των εμβολιασμών όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο εμβολιασμός του πληθυσμού θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην προοπτική επίλυσης της υγειονομικής κρίσης και θα δώσει τη δυνατότητα επιστροφής στην κανονικότητα με άρση ταξιδιωτικών και άλλων περιορισμών, συμβάλλοντας έτσι στην ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης, κυρίως υπηρεσιών. Παράλληλα, θα επιτρέψει την αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης και των εγχώριων επενδύσεων.

Δεύτερον, τη διατήρηση σε εφαρμογή, όσο διαρκεί η πανδημία και μέχρι να εδραιωθεί η ανάκαμψη, των δημοσιονομικών παρεμβάσεων και των έκτακτων μέτρων από το τραπεζικό σύστημα, στοχευμένων σε κατηγορίες εργαζομένων και παραγωγικούς κλάδους που επλήγησαν βαρύτερα αλλά παραμένουν οικονομικά υγιείς.

Τρίτον, την ταχύτητα ενεργοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 θα ενισχύσει τη δυναμική της ανάπτυξης και θα διευκολύνει, μέσω της αύξησης του εθνικού προϊόντος, την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας χωρίς την ανάγκη επιστροφής στις αυστηρές πολιτικές λιτότητας του παρελθόντος που εγκλώβισαν την οικονομία σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης και στασιμότητας.

Εξάλλου, η πρόταξη των μεταρρυθμίσεων αποτελεί προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ που θα επιτρέψει όχι μόνο την κάλυψη του παραγωγικού κενού, αλλά και – σημαντικότερα – την ενεργοποίηση της συνολικής προσφοράς για την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας, την επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων και την ενίσχυση του ρυθμού αύξησης του δυνητικού προϊόντος.

Συνεπώς, την επαύριο της πανδημίας, απαιτείται ιεράρχηση των μεσοπρόθεσμων προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής γύρω από τρεις κεντρικούς άξονες: α) την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας ώστε να διασφαλίζεται το αξιόχρεο της χώρας, β) την ενίσχυση του αναπτυξιακού προσανατολισμού της δημοσιονομικής πολιτικής και γ) την επιτάχυνση της υλοποίησης του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένης της απαλλαγής των πιστωτικών ιδρυμάτων από τα χαμηλής ποιότητας στοιχεία ενεργητικού τους.

Δημοσιονομική πολιτική

Τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης και η ύφεση επέφεραν απότομη μεταστροφή του δημοσιονομικού πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα σε έλλειμμα και, σε συνδυασμό με τη μεγάλη πτώση του ονομαστικού προϊόντος, σημαντική αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Με βάση την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτιμάται ότι το 2020 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 7,0% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος σε 205% του ΑΕΠ. 

Η συμπερίληψη των κρατικών ομολόγων, αν και εξακολουθούν να υπολείπονται της επενδυτικής βαθμίδας, στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω πανδημίας της ΕΚΤ και η αποδοχή τους ως εξασφαλίσεων στις πράξεις αναχρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα, καθώς και οι θετικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, συνέβαλαν στην αδιάλειπτη πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές με ιδιαιτέρως ευνοϊκούς όρους. 

Παρ’ όλα αυτά, η αβεβαιότητα παραμένει αυξημένη και η δημοσιονομική πολιτική το 2021 έχει ήδη συμπληρωθεί με νέες επεκτατικές παρεμβάσεις, οι οποίες αναμένεται να επιβαρύνουν περαιτέρω το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Εκτιμάται ότι το 2021 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 5,3% του ΑΕΠ.

Τραπεζικό σύστημα

Η δέσμη μέτρων της ΕΚΤ, συμπεριλαμβανομένων της αποδοχής των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στις πράξεις αναχρηματοδότησης και των μέτρων εποπτικής φύσεως, αύξησε σημαντικά τη ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Παράλληλα, οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης, μέσω των προγραμμάτων ιδίως της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, δημιούργησαν το κατάλληλο υπόβαθρο για την επιτάχυνση της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. Ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε σε 1,2% κατά μέσο όρο το 2020, έναντι αρνητικού ρυθμού (-0,4%) το 2019. Οι τράπεζες αύξησαν τις πιστώσεις τους κυρίως προς τις μεγάλες επιχειρήσεις και σε μικρότερο βαθμό προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα σημείωσαν αύξηση κατά 20,6 δισεκ. ευρώ το 2020, ως αποτέλεσμα της συσσώρευσης ρευστότητας, αλλά και της αναβολής πραγματοποίησης δαπανών τόσο για λόγους πρόνοιας όσο και αναγκαστικά εξαιτίας των μέτρων περιορισμού.

Οι συνέπειες της πανδημίας στον τραπεζικό τομέα αναμένεται να ενταθούν το 2021. Η επίπτωση αφορά κυρίως τη δημιουργία νέων ΜΕΔ, καθώς και την αναμενόμενη επιδείνωση του λόγου των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων προς το σύνολο των εποπτικών κεφαλαίων.

Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβλέψει ότι το 2021 θα δημιουργηθούν νέα ΜΕΔ ύψους 8-10 δισεκ. ευρώ. Εκτός από τα “δίδυμα” προβλήματα των ΜΕΔ και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν και μια σειρά από άλλες σοβαρές προκλήσεις, κοινές όμως και για τις περισσότερες τράπεζες της ευρωζώνης, όπως η χαμηλή οργανική κερδοφορία, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από μη τραπεζικά ιδρύματα, προκλήσεις που πηγάζουν από την ατελή τραπεζική ένωση, καθώς και λοιπές προκλήσεις που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αλλά και με κυβερνοεπιθέσεις.

Μη εξυπηρετούμενα δάνεια

Τα ΜΕΔ ανήλθαν στο τέλος Δεκεμβρίου του 2020 σε 47,4 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 21 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει υψηλός, 30,2%, έναντι μέσου όρου μόλις 2,6% στην ΕΕ. Σε σχέση όμως με το Μάρτιο 2016, όταν είχε καταγραφεί ο μεγαλύτερος όγκος ΜΕΔ, έχει επιτευχθεί μείωση κατά περίπου 60 δισεκ. ευρώ, η οποία οφείλεται ως επί το πλείστον σε πωλήσεις δανείων και διαγραφές και πολύ λιγότερο σε εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης.

Με την ολοκλήρωση του προγράμματος “Ηρακλής” εντός του 2021, εκτιμάται ότι ο λόγος ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει περίπου στο 25% και ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα, με ταυτόχρονη αύξηση του ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα συνολικά εποπτικά κεφάλαια. Σε αυτούς τους δείκτες δεν περιλαμβάνονται τα νέα ΜΕΔ που αναμένεται να προστεθούν στον υφιστάμενο όγκο.

Συνεπώς, είναι απαραίτητο να αναληφθούν πρόσθετες ενέργειες οι οποίες θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή αναγνώριση των ζημιών λόγω αυξημένου πιστωτικού κινδύνου εξαιτίας της πανδημίας και την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών μαζί με την αντιμετώπιση του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.

Για το σκοπό αυτό, συμπληρωματικά με το υπό εξέλιξη πρόγραμμα “Ηρακλής”, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει προς την κυβέρνηση τη σύσταση εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC). Η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος επιλύει ταυτόχρονα και το πρόβλημα των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Η κυβέρνηση εξετάζει τη σκοπιμότητα της ίδρυσης εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού, όπως έχει προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος, και παράλληλα έχει αιτηθεί από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την επέκταση του προγράμματος “Ηρακλής”.

Στην περίπτωση που δεν επιλεγεί τελικά η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, θα πρέπει να βρεθεί ένας εναλλακτικός τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, συνεπής με την κείμενη νομοθεσία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων. Η δέσμευση σημαντικών δημόσιων πόρων υπό τη μορφή κρατικών εγγυήσεων για τη στήριξη των τιτλοποιήσεων των ΜΕΔ των τραπεζών μέσω του προγράμματος “Ηρακλής”, που ορθώς έχει αποφασιστεί, θα πρέπει να εξασφαλίζει την οριστική και ολιστική αντιμετώπιση τόσο του προβλήματος των ΜΕΔ όσο και του προβλήματος του πολύ υψηλού ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών. 

Πηγές αβεβαιότητας και κίνδυνοι

Βασικό χαρακτηριστικό της πανδημικής περιόδου είναι η εκτίναξη της αβεβαιότητας διεθνώς. Το εξαιρετικά ασταθές διεθνές οικονομικό περιβάλλον επηρεάζει αρνητικά τις προσδοκίες και μετριάζει την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής.

Με την πανδημία να παρουσιάζει αμείωτη ένταση διεθνώς, οι καθυστερήσεις στην παραγωγή και διάθεση των εμβολίων εγκυμονούν το μεγαλύτερο κίνδυνο. Ο εμβολιασμός στην παρούσα έκτακτη συγκυρία είναι παγκόσμιο δημόσιο αγαθό, στο οποίο θα πρέπει να έχουν πρόσβαση όλοι οι πολίτες ισότιμα και χωρίς διακρίσεις. Η ανισομερής κατανομή των εμβολίων μεταξύ χωρών αποτελεί τροχοπέδη στην κοινή προσπάθεια της ανθρωπότητας για την ανάσχεση της υγειονομικής κρίσης και την παγκόσμια ανάκαμψη. Ο ίδιος κίνδυνος εξάλλου απορρέει από ανταγωνισμούς και αντιπαλότητες μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών. Όσο συντομότερα γίνουν οι εμβολιασμοί, τόσο ταχύτερα θα διαφυλαχθεί η υγειονομική ασφάλεια και θα επανέλθουν οι οικονομίες σε κανονική λειτουργία.

Την επαύριο, ένας από τους σοβαρότερους ίσως κινδύνους συνδέεται με τη διεύρυνση του οικονομικού και κοινωνικού χάσματος μεταξύ ομάδων χωρών, γεωγραφικών περιοχών και κοινωνικών ομάδων.

Η πανδημία επέσπευσε δομικές αλλαγές στην αγορά εργασίας. Έπληξε βαρύτατα τις πλέον ευάλωτες κατηγορίες εργαζομένων, οι οποίοι απασχολούνται σε κλάδους που στηρίζονται σε φυσική παρουσία και σε τομείς υπηρεσιών διαμεσολαβητικού χαρακτήρα, οι οποίες μπορούν να αντικατασταθούν από τις ψηφιακές τεχνολογίες. Ταυτόχρονα, τομείς που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογίας παρουσιάζουν ταχύτερη ανάπτυξη έναντι πιο παραδοσιακών τομέων.

Οι αλλαγές στην αγορά εργασίας δρομολογούν αλλαγές στα εκπαιδευτικά συστήματα, με αναπροσανατολισμό των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στα νέα είδη της ζήτησης εργασίας. Επιφέρουν επίσης αλλαγές στις πόλεις, καθώς η διάδοση της τηλεργασίας, της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και της τηλεδιάσκεψης περιορίζει τις μετακινήσεις και αναθεωρείται η μέχρι σήμερα τάση συγκέντρωσης στα αστικά κέντρα.

Χώρες και κλάδοι παραγωγής με μεγαλύτερο βαθμό ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών και ευκολότερη λειτουργική προσαρμογή θα προσελκύσουν επενδύσεις, θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και θα ανακάμψουν ταχύτερα.

Άλλος σημαντικός κίνδυνος είναι η εκτίναξη του ιδιωτικού χρέους, η διαχείριση του οποίου αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση στο αμέσως επόμενο διάστημα. Εξίσου σημαντικός κίνδυνος συνδέεται με τη δυναμική του παγκόσμιου δημόσιου χρέους, το οποίο εκτινάχθηκε στα υψηλότερα μεταπολεμικά επίπεδα.

Η επικράτηση ιστορικά χαμηλών επιτοκίων δανεισμού το καθιστά μεσοπρόθεσμα διαχειρίσιμο. Υπάρχει όμως ανησυχία ότι η μεγάλη και παρατεταμένη δημοσιονομική τόνωση ίσως οδηγήσει σε υπερθέρμανση των οικονομιών. Οι πρόσφατες ανοδικές πιέσεις στις αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων επιβεβαιώνουν την ανησυχία αυτή. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ο κίνδυνος μιας σημαντικής διόρθωσης των διεθνών κεφαλαιαγορών, καθώς οι αποτιμήσεις σε ορισμένα χρηματιστήρια βρίσκονται σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα.

Μια απότομη αύξηση όμως του κόστους χρηματοδότησης μπορεί να υπονομεύσει την παγκόσμια ανάκαμψη. Ως εκ τούτου, κρίσιμης σημασίας είναι η συνέχιση και η επέκταση, για όσο χρόνο χρειαστεί, της στήριξης μέσω των προγραμμάτων αγοράς τίτλων από τις κεντρικές τράπεζες και εν γένει της διατήρησης της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής.

Η Ελλάδα επηρεάζεται άμεσα από την έξαρση της παγκόσμιας αβεβαιότητας και από τους παγκόσμιους κινδύνους. Αντιμετωπίζει όμως και επιπλέον κινδύνους, που συνδέονται με τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά της οικονομίας της, αλλά και με προβλήματα που είχε κληροδοτήσει η προηγούμενη κρίση.

Με το πέρας της πανδημίας, η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει δύο σημαντικούς κινδύνους: την εμφάνιση ενός μεγάλου αριθμού πτωχεύσεων μη βιώσιμων επιχειρήσεων και την κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας, κυρίως σε υπηρεσίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα και σε κλάδους εντάσεως εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης.

Το ενδεχόμενο πτώχευσης μεγάλου αριθμού οριστικά μη βιώσιμων επιχειρήσεων ενέχει σημαντικούς πιστωτικούς κινδύνους (νέα ΜΕΔ) και δημοσιονομικούς κινδύνους (καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων, οριστική διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, εισοδηματική στήριξη στους απολυόμενους εργαζομένους), οι οποίοι επηρεάζουν αρνητικά το χρηματοπιστωτικό τομέα και επιβραδύνουν την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία.

Προκλήσεις και προϋποθέσεις ανάκαμψης

Οι επιπτώσεις της πανδημίας θέτουν την ελληνική οικονομία ενώπιον δύο σημαντικών προκλήσεων, που αφορούν: α) την επίσπευση του ολικού μετασχηματισμού της με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και με κατεύθυνση την ενίσχυση της ψηφιακής και πράσινης οικονομίας και β) την ταυτόχρονη και ολική αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.

Όσον αφορά την πρώτη πρόκληση, η σωστή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων μέσω του NGEU παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για την εφαρμογή των αναγκαίων πολιτικών με στόχο την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας. Όσον αφορά τη δεύτερη πρόκληση, η λήξη της ισχύος των μέτρων στήριξης μπορεί να αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο από νέα άνοδο των ΜΕΔ. Οι τράπεζες θα πρέπει να λάβουν μέτρα που θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή αναγνώριση των πιστωτικών ζημιών, καθώς και να προβούν στην ταχεία εξυγίανση των ισολογισμών τους μέσω συστημικών λύσεων όπως αυτές που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 16ης Δεκεμβρίου 2020. Ιδιαιτέρως θετική εξέλιξη στο πλαίσιο αυτό αποτελεί η ενίσχυση των εποπτικών κεφαλαίων ορισμένων τραπεζών.

Κατά συνέπεια, κυρίαρχο ζητούμενο είναι ο τρόπος επαναφοράς της ελληνικής οικονομίας σε κανονική λειτουργία. Η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στραφεί σε ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και να διευκολύνει τη διαδικασία ανακατανομής πόρων σε δυναμικούς κλάδους και επιχειρήσεις με καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης.

Συγκεκριμένα, αναγκαία είναι η διατήρηση της επιλεκτικής οικονομικής στήριξης προς εκείνους τους κλάδους παραγωγής και εκείνες τις ομάδες των εργαζομένων που επλήγησαν βαρύτερα. Τα μέτρα στήριξης θα πρέπει να είναι εξειδικευμένα και στοχευμένα ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος δημιουργίας συνθηκών πιστωτικής ασφυξίας για τις βιώσιμες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα ρευστότητας. Παράλληλα, πρέπει να διασφαλιστεί η κουλτούρα πληρωμής υποχρεώσεων και η ομαλή εξυπηρέτηση των χρεών, ενώ επίσης πρέπει να υπάρξει ένα δίχτυ προστασίας για τους εργαζόμενους στις οριστικά μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Επιπλέον, είναι αναγκαία η επίσπευση της εφαρμογής πολιτικών με μεταρρυθμιστικό και αναπτυξιακό χαρακτήρα.

Το στοίχημα επομένως της οικονομικής πολιτικής είναι η καταγραφή υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, ούτως ώστε οι απώλειες να ανακτηθούν ταχύτερα, η οικονομία να τεθεί σε στέρεη τροχιά ανάπτυξης, η δημοσιονομική ισορροπία να αποκατασταθεί και ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ να τεθεί σε καθοδική πορεία.

Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει να συντρέχει ένα ελάχιστο σύνολο βασικών προϋποθέσεων, όπως:

•           Αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.

•           Οριστική και ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.

•           Ολοκλήρωση της φορολογικής μεταρρύθμισης με γνώμονα την ελάφρυνση των φορολογικών βαρών και τη δικαιότερη κατανομή τους.

•           Αναδιάρθρωση των δημόσιων δαπανών με έμφαση στις παραγωγικές δαπάνες.

•           Αύξηση των δημόσιων επενδύσεων.

•           Ολοκλήρωση του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας και κοινωνίας.

•           Προστασία από μελλοντικές μολυσματικές ασθένειες και αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.

 

Η πανδημία κλόνισε την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Σε επίπεδο κοινωνίας, επέφερε σοβαρότατες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία με πολύ βαριές ανθρώπινες απώλειες. Σε επίπεδο οικονομίας, προκάλεσε σημαντικές μακροοικονομικές, χρηματοπιστωτικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις, το κόστος των οποίων δεν κατανέμεται ομοιόμορφα.

Ταυτόχρονα όμως, λειτούργησε ως καταλύτης αλλαγών. Επιτάχυνε τάσεις που είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται και συμπύκνωσε μέσα σε λίγους μήνες θεμελιώδεις μεταρρυθμίσεις. Κατέδειξε τη σημασία των διαρθρωτικών πολιτικών για την ενίσχυση της προσαρμοστικότητας και ανθεκτικότητας της οικονομίας. Κατέστησε επίσης σαφές ότι η παγκόσμια και ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και συνεργασία, με την άσκηση ρεαλιστικών οικονομικών πολιτικών, είναι η ενδεδειγμένη λύση για τη συλλογική αντιμετώπιση συμμετρικών διαταραχών.

Μετά την πανδημία, η Ελλάδα, μέσα από συνεκτικές πολιτικές και στρατηγικές, θα πρέπει να κατορθώσει να εισέλθει σε στέρεη αναπτυξιακή τροχιά, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τη μοναδική ευκαιρία που της παρέχει η συντονισμένη κοινή δράση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ, ώστε να ανακτήσει γρήγορα τις οικονομικές απώλειες και να αντιμετωπίσει οριστικά τις χρόνιες διαρθρωτικές παθογένειες.

 

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr