Αναστασία Χουντουμάδη: Ένα βιβλίο για τον πιο αγαπημένο άνθρωπο του κόσμου - ''Γιαγιά, πες μας ποια είσαι''

Η γνώση σε κάθε σελίδα του βιβλίου είναι απόσταγμα από το βίωμα και τον στοχασμό όχι μόνο της συγγραφέως αλλά και των άλλων γυναικών/γιαγιάδων στις οποίες δίνει φωνή. 

Ξεκινώντας από την παρουσίαση του προσωπικού σημείου εκκίνησης και θεώρησής της, η συγγραφέας παρουσιάζει κάποια δημογραφικά χαρακτηριστικά και τάσεις, και στέκεται ιδιαίτερα στις κοινωνικές αναπαραστάσεις της γιαγιάς στη σημερινή Ελλάδα μέσα από τον λόγο και την εικόνα. 

Συνεχίζει με μια συζήτηση για την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά του ρόλου της γιαγιάς πριν παρουσιάσει κάποιες θεωρητικές προσεγγίσεις της σχέσης γυναικών ως κόρες, μητέρες, γιαγιάδες.

Το τελευταίο μέρος του βιβλίου δίνει το λόγο στις ίδιες τις γυναίκες  που μιλούν με διαφορετικές φωνές, δηλ., ως εγγονές, ως μητέρες και ως γιαγιάδες με ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές γυναικών.  Σύμφωνα με τη συγγραφέα

«Ένας από τους σημαντικότερους στόχους του βιβλίου ήταν να δοθεί η ευκαιρία στις γιαγιάδες να στοχαστούν και να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους ως πομποί και αποδέκτες της μητρικής λειτουργίας, στις διαφορετικές της φάσεις, με έμφαση στη γιαγιότητα…»

Αποσπάσματα από το βιβλίο
….
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σημειωτική αναπαράσταση του ρόλου της γιαγιάς. Αυτή η κοινωνική κατηγορία που συνδέεται άμεσα με τη γήρανση αναπαρίσταται με λέξεις και εικόνες που συχνά είναι είτε αγιογραφικές είτε εξευτελιστικές. Η ταυτότητα της γιαγιάς, όπως και σε νεότερη ηλικία η ταυτότητα της μητέρας, τοποθετεί τη γυναίκα σε ένα λατρευτικό βάθρο. Ωστόσο, η παρουσία της πάνω στο βάθρο την κάνει ιδιαίτερα ορατή καθώς και αποδέκτη έντονης κριτικής σε περίπτωση που η συμπεριφορά της αποκλίνει από τις κοινωνικές προσδοκίες που εκφράζονται με ανελαστικά στερεότυπα για τη σύζευξη γυναίκας και γήρατος.

Υπάρχει η θετική μορφή της καλοκάγαθης γιαγιάς που μας λέει παραμύθια και φτιάχνει πεντανόστιμα φαγητά, είναι διακριτική και δεν αυτοπροβάλλεται.

Υπάρχει όμως και η αρνητική, της ηλικιωμένης γυναίκας που δεν ξέρει τη θέση της και εύκολα μετατρέπεται σε γριά παράξενη ή σε γραφική φιγούρα, που γελοιοποιείται με τον τρόπο που ντύνεται και συμπεριφέρεται. Ο σεξισμός βρίσκει νέες μορφές έκφρασης όταν συνδιαλέγεται με τη γήρανση και γίνεται ορατός καθώς αυξάνονται οι γυναίκες που θέλουν να ορίσουν εκ νέου τι σημαίνει να είσαι γιαγιά, απ’ όπου και αναδύονται νέες μορφές «γιαγιότητας». 

Η εικόνα της γιαγιάς στη σημερινή ελληνική κοινωνία παραμένει βουκολική, με τα παιδιά να μαθαίνουν από το παιδικό τραγούδι «Η γιαγιά μας η καλή» πως η γιαγιά «έχει κότες στην αυλή, κότες και κοτόπουλα, χήνες και χηνόπουλα», και φυσικά «έχει ραπτομηχανή κι όλο ράβει και μπαλώνει του παππού το παντελόνι». Εικόνες που έχουν παγώσει στον χρόνο, έτσι που τα περισσότερα παιδιά δυσκο- λεύονται να αναγνωρίσουν τη γιαγιά τους σε αυτές. 

Σε περίπτωση που η βοήθεια που προσφέρουν είναι συμπληρωματική και όχι ολοκληρωτική, οι γιαγιάδες απολαμβάνουν μια αίσθηση ελευθερίας, χωρίς όλες τις ευθύνες και αναμετρήσεις που σχετίζονται με θέματα πειθαρχίας. Οι γιαγιάδες λειτουργούν συχνά ως ένα δίχτυ ασφαλείας, παρακολουθώντας τις ανάγκες της οικογένειας και επεμβαίνοντας όταν υπάρχει ανάγκη. 

Όταν οι γιαγιάδες έχουν την αποκλειστική φροντίδα και αναλαμβάνουν όλο το εύρος των γονικών ευθυνών, το έδαφος προσφέρεται για πιο σύνθετες ισορροπίες ανάμεσα σε αυτά που πρέπει να θυσιαστούν και αυτά που μπορούν να απολαμβάνουν. Οι ισορροπίες εξουσίας στη σχέση μάνας-κόρης παραμένουν λεπτές, με αμφισημίες ως προς τον ρόλο της γιαγιάς και αναμενόμενες διαφορές στην προσέγγιση της γονικότητας από τις δύο γενιές. Η επιτυχής διαχείριση συγκρούσεων, που προϋπάρχουν ή δημιουργούνται εκ νέου, είναι προς όφελος και των τριών γενεών. 

Με τον ίδιο τρόπο που καμιά φορά η συζήτηση για τις ανάγκες των παιδιών επισκιάζει εκείνες μιας «καλής μητέρας», παραβλέποντας τα συναισθήματα και τις επιθυμίες της, το ίδιο ισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό για τις πιο ηλικιωμένες μητέρες και επαναλαμβάνεται στην εμπειρία τους ως γιαγιάδες, καταλήγοντας ορισμένες φορές πως η ζωή τους όλη είναι πλέον μόνο τα εγγόνια. Έτσι, η συζήτηση εκτρέπεται σε αναζήτηση των θετικών και αρνητικών επιρροών προς τα εγγόνια, με έμφαση στο πώς να βοηθηθεί η γιαγιά στο έργο της και όχι σε σχέση με το πώς βιώνει τον ρόλο της. 

Εάν οι γιαγιάδες συμμετέχουν στη φροντίδα του εγγονιού, ως αποτέλεσμα οικογενειακής επιθυμίας και πολιτισμικής επιταγής, τότε είναι «καλές», ενώ σε αντίθετη περίπτωση δεν θεωρούνται απλώς «κακές» μητέρες απέναντι στις κόρες τους αλλά και απέναντι στα εγγόνια τους.

Έτσι επαναλαμβάνεται ο κύκλος των πιθανών ενοχών. Δεν είναι πολύ αποδεκτό πολιτισμικά να δώσεις ως γιαγιά προτεραιότητα σε προσωπικά ενδιαφέροντα, που ενδέχεται να μη συμβαδίζουν με τη φροντίδα των μικρών παιδιών, και για άλλη μια φορά να απο- γοητεύσεις το παιδί σου που έγινε μητέρα. Και λέω «για άλλη μια φορά», επειδή μια γιαγιά που ακολουθεί τα ενδιαφέροντά της πιθανόν (αλλά όχι απαραίτητα) να έκανε το ίδιο ως μητέρα. Άλλες, πάλι, μητέρες που ήταν απασχολημένες και δεν αφιερώθηκαν όσο ήθελαν στη φροντίδα των παιδιών τους ίσως αρπάξουν την ευκαιρία μόλις γίνουν γιαγιάδες, για να «εξιλεωθούν». 

Το προσωπικό όφελος που αποκομίζουμε ως γιαγιάδες έχει και άλλες πτυχές. Καθώς μεγαλώνουμε, μερικές φορές νιώθουμε την ανάγκη να διορθώσουμε διάφορα πράγματα στη ζωή μας, όσο ακόμη έχουμε τον χρόνο να το κάνουμε, και, όταν γινόμαστε γιαγιάδες, η ανάγκη αυτή μπορεί να εκφραστεί εποικοδομητικά με διαφορετικούς τρόπους.

Σε αυτή τη φάση της ζωής, μας δίνεται η ευκαιρία να αποκαταστήσουμε τις αναπόφευκτες αποτυχίες μας ως γονείς, δίνοντας ακόμα και λύση σε πιθανά συναισθήματα αδικίας των παιδιών μας. Mε διορατικότητα μπορούμε να προσπαθήσουμε να είμαστε πιο υπομονετικές, δίκαιες και προσεκτικές στη σχέση με τα εγγόνια μας. Επιπλέον, υπάρχει ελπίδα παλιά συναισθήματα θλίψης και θυμού προς τους δικούς μας γονείς να απαλυνθούν με κατανόηση και μεγαλύτερη ενσυναίσθηση. 

Αν και ορισμένες απαιτήσεις για ανεξαρτησία γιαγιάδων σε σχέση με τα μικρά παιδιά παραμένουν συχνά ανομολόγητες, ολοένα και περισσότερες θέτουν όρια, θέλοντας να σεβαστούν και τις δικές τους προσωπικές ανάγκες, χωρίς να σημαίνει πως η σχέση με τα εγγόνια δεν παραμένει πολύ σημαντική. Ολοένα περισσότερες αυτοπροσδιορίζονται όχι απλώς ως γιαγιάδες αλλά και ως γιαγιάδες. 

Κατέχουν ένα κομμάτι της ταυτότητας που είναι γλυκό, τρυφερό και γεμάτο παιδάκια, υπάρχει ωστόσο και το κομμάτι της γυναίκας, της επαγγελματία, όλα αυτά. 

Βέβαια, υπάρχουν πολλές απαιτήσεις, αλλά βλέπω ότι δεν υπάρχει αυτό που λέω «εκμετάλλευση». Δεν γίνεται, ας πούμε, εγώ να είμαι το θύμα και οι άλλοι να περνάνε καλά ενώ εγώ θα βουρλίζομαι. Ούτε εγώ το επιτρέπω, μέχρι ένα σημείο, αλλά και η κόρη μου και ο γαμπρός μου το ίδιο, δεν εκμεταλλεύονται αυτή την προσφορά μου. Όταν χρειάστηκε να δούμε τι θα γίνει με τα παιδιά, θεωρούσα ότι ήταν μόνο εφόσον μπορούσα και με κάποιους όρους βέβαια (π.χ. συχνά ταξίδια από μέρους μου και προσωπικός χρόνος).

Και το έκαναν ενσυνείδητα, δεν το θεώρησαν δεδομένο. 

Καμιά φορά νιώθω πως είναι δύσκολο να γίνουν σεβαστές οι ανάγκες μου για δικό μου χώρο και χρόνο. Το να τις απαιτήσω με κάνει να αισθάνομαι ενοχές γιατί υπολείπομαι της ιδανικής γιαγιάς, ενώ παράλληλα εντείνει μια αίσθηση αχαριστίας από την πλευρά της κόρης και του γαμπρού, τη στιγμή που η προ- σφορά μου θεωρείται δεδομένη ή ίσως υποτιμημένη και οι δικές μου ανάγκες ανύπαρκτες. 

Επιστρέφοντας στην αρχική θέση της Rich για την αναγκαιότητα διάκρισης ανάμεσα στον θεσμό και την εμπειρία –μητρότητας ή γιαγιότητας–, γίνεται φανερό πως δεν μπορούμε να μιλάμε για τις απολαυστικές και ενδυναμωτικές πτυχές της εμπειρίας με τα παιδιά, παραγνωρίζοντας τις αρνητικές της πτυχές. Μια μονομερής έμφαση στην ανεδαφική και τελικά καταπιεστική για τη γυναίκα εικόνα της σούπερ μαμάς ή στην ενδυναμωτική μητρική επιθυμία αποτελεί ένδειξη μιας λανθάνουσας μητροφοβικής στάσης. Η μητρότητα δεν είναι τελικά το ένα ή το άλλο, είναι και τα δύο. 

Η σχέση κόρης-μητέρας παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγραφη, όσον αφορά την εξέλιξη και τον μετασχηματισμό της στην πάροδο των χρόνων. Δεν γνωρίζουμε αρκετά ούτε για το πώς η μάνα και η κόρη συγκρούονται και πώς εξελίσσονται μεγαλώνοντας, ούτε για το πώς η μεταξύ τους σύνδεση μπορεί να θεωρηθεί ένδειξη δύναμης και όχι ανωριμότητας. 

Άλλαξε ο τρόπος που τη βλέπω, γιατί πια έγινε μαμά. Δεν είναι το παιδάκι μου, που μπορώ να το αγκαλιάζω και να το φιλάω, παρόλο που το ’χω κάνει καμιά δυο φορές, αλλά μου φαίνεται πως είναι λίγο περίεργο γιατί είναι πια μαμά, …

Ο φόβος να γίνουμε σαν τη μητέρα μας διευκολύνει την απόρριψή της, αντί για την κατανόηση της ζωής της σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Έχει θεωρηθεί ως μια γυναικεία σχάση του εαυτού, μια επιθυμία να εξαγνιστούμε και να απαλλαγούμε από τα βαρίδια που κουβαλάμε από τη μητέρα μας, να γίνουμε επιτέλους ανεξάρτητες και ελεύθερες.

Στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τον ρόλο της μητέρας τους, μερικές κόρες δεν θέλουν ούτε να γνωρίζουν ούτε να καταλαβαίνουν ούτε καν να επικοινωνούν για παρό- μοια θέματα. Αλλά η έλλειψη επικοινωνίας και κατανόησης οδηγεί κατά κανόνα στην επανάληψη παρά στην αποφυγή του παρελθόντος. Ταυτόχρονα, ο φόβος επανάληψης αυτών που έκανε η μητέρα τους (να της μοιάσουν δηλαδή) αυξάνεται όταν αποκτήσουν παιδί και περιπλέκεται περισσότερο όταν η γιαγιά προσφέρει τη βοήθειά της στη φροντίδα του παιδιού. 

Προσπάθησα να μην είμαι υπερπροστατευτική. Μερικές φορές βέβαια είμαι ίδια η μαμά μου και, όταν το αναγνωρίζω, τραβάω τα μαλλιά μου. 
Δύο γυναίκες που στο παρελθόν η μία έχει φροντίσει την άλλη συναντιούνται ξανά σε πράξη φροντίδας ενός άλλου, κάτι που παραδοσια- κά θεωρείται γυναικείο έργο. Αργότερα, όταν η μητέρα γεράσει, η κόρη και όχι ο γιος είναι συνήθως αυτή που τη φροντίζει, κλείνοντας έτσι έναν κύκλο. Ωστόσο, η παροχή φροντίδας, ως η δραστηριότητα που τις ενώνει, ορισμένες φορές φτάνει να τις συνθλίβει. 

Η αμφισβήτηση της γιαγιάς από τη νέα μητέρα φανερώνει μια απόρριψη πρακτικών των οποίων η ίδια έγινε κάποτε αποδέκτης, και ίσως γι’ αυτό να είναι δύσκολο για τη γιαγιά να δεχτεί την αμφισβήτηση, τη στιγμή που με αυτόν τον τρόπο εκφράζονται αντιρρήσεις για όσα έπραξε ως μητέρα. Ωστόσο, δοκιμάζοντας τα προτεινόμενα από την κόρη και αξιοποιώντας τη δεύτερη ευκαιρία που της δίνεται, μπορεί να εμβαθύνει τη σχέση μαζί της. 

Η γιαγιά είναι φορέας μιας ιστορίας μητρότητας την οποία προσφέρει στην κόρη της. Η μητέρα/κόρη που έχει την κύρια φροντίδα μπορεί να βρίσκεται σε έναν κλοιό καλών και κακών στιγμών από το δικό της παρελθόν. Το ερώτημα είναι αν μπορεί η γιαγιά να μην επαναλαμβάνει τη μητέρα του παρελθόντος που υπήρξε.

Σε αντίθεση με τη μητέρα, η γιαγιά διατηρεί άμεση σχέση με τουλάχιστον δύο γενιές παιδιών, κάτι του την τοποθετεί σε ένα ιδιαίτερο δίκτυο σχέσεων. Λόγω αυτής της εμπειρίας, οι γιαγιάδες κατέχουν μια ευαίσθητη θέση όταν μιλούν με τη φωνή της γενιάς τους. Μια τέτοια φωνή μπορεί ορισμένες φορές να είναι υπερβολικά ηθικολογική και συγκαταβατική, οπότε η γιαγιά, ιδιαίτερα αν είναι στην ακμή της ηλικίας της, μπορεί να δρα παρεμβατικά και με υπεροψία. 

Όταν είμαστε παιδιά, χρειαζόμαστε να μας αποδίδεται η αξιοπρέπεια πριν την οικειοποιηθούμε. Ως παιδιά, απευθυνόμαστε σε αυτούς που μας νοιάζονται για να ανταποκριθούν στην έκκλησή μας και να μας αναγνωρίσουν ως άτομα με αξία χωρίς να μας ταπεινώσουν. Οι νέες μητέρες, ακριβώς όπως και τα μικρά παιδιά, είναι ευάλωτες σε αισθήματα ταπείνωσης και ντροπής. Οι γιαγιάδες μπορούν ως μητέρες να πληγώσουν ξανά τα παιδιά τους, που έγιναν μητέρες, αν δεν τους αποδώσουν την αξιοπρέπεια που τους αξίζει. 

Γιαγιά, πες μας ποια είσαι

Στοιχεία και μαρτυρίες

Η Αναστασία Χουντουμάδη, γεννήθηκε και μένει στην Κηφισιά Αττικής. Ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Portland  (Μ.Α.) και στο Πανεπιστήμιο του Oregon (Ph.D.) των ΗΠΑ. Δίδαξε εκπαιδευτική και αναπτυξιακή ψυχολογία στο Deree College από το 1978 ως το 2010.

Είναι συνεργάτιδα στο Κέντρο Παιδαγωγικής και Καλλιτεχνικής Επιμόρφωσης Σχεδία από το 1992, όπου ασχολήθηκε με σχεδιασμό και αξιολόγηση προγραμμάτων κοινωνικής παρέμβασης. Η πρώτη παιδική ηλικία καθώς και η διαχρονική πορεία της μητρότητας αποτελούν βασικά ερευνητικά της ενδιαφέροντα, με ιδιαίτερη έμφαση στις διαπολιτισμικές τους πτυχές. Έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε πολλά συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Είναι συγγραφέας βιβλίων και άρθρων σε διεθνή και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά. Έχει δυο κόρες και τέσσερα εγγόνια.

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr