Όταν ο Πάπας συνάντησε τον Πατριάρχη-Μια συνάντηση που άργησε 525 χρόνια (φωτό)

Πριν λίγες ημέρες συμπληρώθηκε μισός αιώνας από τη Πρώτη  Συνάντηση  Πάπα και Πατριάρχη στα Ιεροσόλυμα στις 5 και 6 Ιανουαρίου  1964.

Πριν λίγες ημέρες συμπληρώθηκε μισός αιώνας από τη Πρώτη  Συνάντηση  Πάπα και Πατριάρχη στα Ιεροσόλυμα στις 5 και 6 Ιανουαρίου  1964.  Η τελευταία  συνάντηση των προθιεραρχών της λατινικής Δύσης και της ελληνικής Ανατολής, συνέβη πριν 525 χρόνια στη Φλωρεντία μεταξύ του πάπα της Ρώμης Ευγενίου Δ΄ και του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ Β΄.



του Αριστείδη Πανώτη στο amen.gr

Τότε δυστυχώς οι άστοχοι χειρισμοί των θεμάτων που χώριζαν  τα δύο ιστορικά  κέντρα της Χριστιανοσύνης,  στερέωσαν την μεταξύ τους «ακοινωνησία».  Στον 20ο αιώνα συμβαίνουν δύο τραγικώτατες παγκόσμιες αναμετρήσεις  (1914, 1939) που τελικά ανάγκασαν τους  συμπλεκόμενους να αναζητήσουν σε θεσμούς την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών τους. 



Αυτό είχε επιπτώσεις και στο χριστιανικό κόσμο που  άρχισε να αντιλαμβάνεται πόσο αλληλέγγυος  είναι  όταν προσεύχεται με το ίδιο «Πάτερ ημών», λατρεύει τον ίδιο Χριστό,  διαβάζει τις ίδιες Γραφές, αποδέχεται τις ίδιες αποστολικές διδαχές και παραδόσεις, έχουν κοινούς Πατέρες ως διδασκάλους και μία χιλιόχρονη Ιστορία κοινή.  Έτσι, ξεκίνησε μέσα από τα σπλάχνα της Χριστιανοσύνης η  ομόθυμη επιθυμία επανασυναντήσεως των χριστιανών που κλήθηκε  Οικουμενική  Κίνηση  που συκοφαντείται από  φανατικούς  ως «Παναίρεση»!



Κατά την περίοδο της β΄ χιλιετίας της Εκκλησίας οι σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως που εκπροσωπούσαν την αρχαία Εκκλησία είχαν φορτιστεί αρνητικά από γεγονότα και και οξύτατους αντιρρητικούς  αντιλόγους. Για να επανέλθει το κλίμα συμφιλιώσεως επιβάλλονταν  ρηξικέλευτες πρωτοβουλίες από  φωτισμένους και τολμηρούς ταγούς που έχουν συνειδητοποιήσει τη κοινή κληρονομιά και το κοινό χρέος τους να στηρίξουν την επανάκτηση της αδελφότητας μέσα στη μία Εκκλησία. Αυτό θα ασκήσει και αγαθοποιό επίδραση από τη Χριστιανοσύνη σε όλη την Οικουμένη. Τα πρόσωπα που συνυπήρξαν την κατάλληλη στιγμή και ήταν ο Άγγελος Ρονκάλλι, (Ιωάννης ΚΓ΄), που θήτευσε πολλά χρόνια στο χώρο της Ορθοδοξίας,ο Αθηναγόρας Σπύρου, που συμπύκνωσε εκκλησιαστικές εμπειρίες από την Ελλάδα, τις Η.Π.Α. και το Φανάρι.  Τέλος εκλέγεται και  ο Ιωάννης Μοντίνι (Παύλος Στ΄), που έζησε τους επικίνδυνους κλονισμούς εκ της «διαγνώμης» των συνοδικών  της Β΄  Βατικανής Συνόδου και θέλησε να αναβαπτίσει  το αποστολικό διακόνημἀ του ως  «Πρώτου» στο πνεύμα της Πεντηκοστής.



 Στίς  21 Σεπτεμβρίου 1963 γνωστοποίησε την απόφαση για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και η  είδηση έκανε τον πατριάρχη Αθηναγόρα  να δηλώσει πως:  «Αν ο Πάπας μας αναγγείλει επίσημα τὴν απόφασή του, θα προσκληθεί ζωηρό το ενδιαφέρον μας για  αυτήν».  Στις 6 Δεκεμβρίου  εορτή του Αγίου Νικολάου στο Τζιμπαλί συμπληρώνει την αρχική δήλωσή του:: « Πώς έργο της Θείας Προνοίας θα ήταν άν προσκαλούντο να συμμετέχουν  και όλοι οι Προκαθήμενοι των Εκκλησιών και με πνεύμα συντριβής γονυπετούντες από κοινου να ανοίζουν τον δρόμο προς την συμφιλίωση». 



Στην καρδιά του Αθηναγόρα η μεγάλη ποιμαντική εμπειρία έχει αποστάξει  ένα «βίωμα ενότητας» που προοδευτικά έγινε και ομόφωνα αποδεκτό από  την  Β΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη  (26-30/9/1963)για ένα Διάλογο «επί ίσοις όροις», που θα άνοιγε  την προοπτική  επανασυναντήσεως της Παλαιάς και της Νέας Ρώμης. Αυτό μεταφέρθηκε στο Βατικανό και ο καρδινάλιος Μπέα ζήτησε την γνώμη του Πάπα. Έτσι στις 9 Δεκεμβρίου ο Μπέα γράφει γράμμα στον Πατριάρχη και το στέλνει στο Φανάρι με τον μακαριστό π. Πέτρο Ντυπρέ ο οποίος  διευκρίνησε πώς λόγω της συντομίας του προσκυνήματος ο Πάπας θα συναντηθεί μόνον κατά την τάξη με τον Ιεροσολύμων Βενέδικτο και με τον Οικουμενικό Πατριάρχη ως Προκαθήμενον των Ορθοδόξων. 



Το Φανάρι γνωστοποιεί την πρόταση της Ρώμης στα λοιπά Πατριαρχεία και στις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες και η  πλειονότητά τους  συμφώνει με δημόσιες δηλώσεις. Μόνον δύο τοπικές Εκκλησίες αντιστέκοντα. Η Ρωσική  και η Ελλαδική για διαφορετικούς η κάθε μία λόγους.  Η Ρωσική  βρίσκεται υπό σοβιετικό έλεγχο και από το 1948 διεκδικεί «πληθυσμιακό» πρωτείου  για να ηγηθεί της Ορθοδοξίας συνιστώντας μιά  «Ορθόδοξη Κόμιντερ» και η Ελλαδική γιατί έχει βραχυκυκλωθεί από φανατικούς «Ηρακλείδες της Ορθοδοξίας»!  

Στα Χριστούγεννα του 1963 μετά από αιώνες ανταλλάσονται οι πρώτες εγκάρδιες ευχές μεταξύ Πάπα και Πατριάρχη  καὶ στις 27 Δεκεμβρίου το Φανάρι αποστέλλει στο Βατικανό  εκπροσώπους για την από κοινοῦ οργάνωση της «Συναντήσεως». Η Άγκυρα όμως δεν έδωσε διαβατήριο στον Ηλιουπόλεως Μελίτωνα γιατί βλέπει με προκατάληψη κάθε κίνηση ενότητας της Χριστιανοσύνης.  Μετέβη μόνος ο Θυατείρων Αθηναγόρας  και διαβεβαίωσε τον Πάπα για την κοινή επιθυμία της συναντήσεως, κάτι που ο Πάπας εξετίμησε  και ευχαρίστησε τον Πατριάρχη τηλεγραφικά και τον αποκαλεί για πρώτη φορά:  «Λίαν αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ» !  Και ακολουθεί από το Βατικανό και το Φανάρι  η επίσημη  ανακοίνωση για την μέλλουσα Συνάντηση.



Στις 4 Ιανουαρίου 1964  ο πάπας Παύλος Στ΄ φθάνει στίς 5 μ.μ. στα Ιεροσόλυμα μέσω Αμμάν της Ιορδανίας.  Προσκυνά τον πανάγιο Τάφο  και λειτουργεί  πρό του Ιερού Κουβουκλίου . Μετά  ανέρχεται στο Γολγοθά και ο Αγιοταφείτης φύλακάς του π. Δανιήλ του προσφέρει λαμπάδα που ανάβει και συγκλονισμένος πίπτει πρηνής στο σημείο πήξεως του Σταυρού και προσεύχεται. Όταν εγείρεται πλησιάζει τον π. Δανιήλ, τον αγκαλιάζει και του λέγει γαλλικά: «Ευχαριστώ Έλληνες που φυλάξατε δια μέσου τόσων αιώνων αυτόν τον γλυκύτερο τόπο του κόσμου»!  



Την Κυριακή προ των Φώτων, 5 Ιανουαρίου 1964  φθάνει στα Ιεροσόλυμα με τη συνοδεία του μέσω Ρόδου και  Αμμάν και ο πατριάρχης Αθηναγόρας. Προσκυνά στον Πανάγιο Τάφο και ανέρχεται στο Πατριαρχεῖο που τον προσφωνεί εγκάρδια ο πατριάρχης Βενέδικτος. Στίς 9 μ.μ. μεταβαίνει ο πατριάρχης Αθηναγόρας στο κτήριο της παπικής αντιπροσωπείας που βρίσκεται επίσης στις πλαγιές του Όρους των Ελαιών. Εκεί τον υποδέχθηκε με δάκρυα στα μάτια ο πάπας Παύλος Στ΄! Και οι δύο  ανοίγουν αυθόρμητα τις αγκαλιές τους  και δίνουν τον εν Χριστώ ασπασμό! Περνούν μερικά δευτερόλεπτα βαθύτατης συγκινήσεως και κατανύξεως και οι  παριστάμενοι κλαίνε και ριγούν.  Σε λίγο οι δύο Προκαθήμενοι προχωρούν προς την επίσημη αίθουσα υποδοχής όπου είναι τοποθετημένοι δύο ομοιόμορφοι και ισουψείς θρόνοι. 



Στην αριστερή πλευρά  κάθισε ο Πάπας και πρόσφερε την δεξιά τιμητική θέση στον  Πατριάρχη. Παρέμειναν εκεί αρχικά κεκλεισμένων των θυρών μόνοι επί 14 λεπτά. Όπως μου διηγήθηκε αργότερα ο Πατριάρχης  ο Πάπας με αγάπη και ταπείνωση εξέφρασε την αγαλλίασή του για εκείνη τη στιγμή και πρόσθεσε πως δεν πρέπει τα θλιβερά περιστατικά του παρελθόντος να δεσμεύουν  την πορεία προς την ενότητα της Εκκλησίας. Ακόμη εκδήλωσε τη θέλησή του να μη  συμβαίνουν πλέον παρεξηγήσεις στις σχέσεις των δύο ιστορικών θρόνων. Ο Πατριάρχης ευχαρίστησε τον Πάπα για τις σκέψεις του και τόνισε την απόλυτη συμφωνία του για την εφαρμογή ενός κοινού προγράμματος προς αναθέρμανση της τρωθείσας  αγάπης από τις  εκατέρωθεν πολεμικές και τις παρερμηνείες διδασκαλιών και θέσεων. Ακολούθως κλήθηκαν τα μέλη των δύο αντιπροσωπιών για τις συστάσεις και στη συνέχεια έγινε η επίσημη προσφώνηση του Πατριάρχη  ελληνικά που μεταγλώττιζε γαλλικά ο τότε αρχιγραμματέας Συμεών. Ο Πατριάρχης επισήμανε πώς  η Συνάντηση αυτή γίνεται στον τόπο που ο Χριστός προσευχήθηκε για την ενότητα της Εκκλησίας Του και πώς πρέπει  η νύκτα της διαιρέσεως να παρέλθει και να ανατείλει  το λυκαυγές  της Αγίας Ημέρας Αναστάσεως της  αρχαίας ενότητας πίστεως και αγάπης των χιλίων πρώτων ετών με αναζήτηση  νέων τρόπων γεφυρώσεως του χάσματος της διαιρέσεως. όπως συνέβη παλαιά με το θέμα του κοινού  εορτασμού του Αγλιου Πάσχα. Μετά  άρχισε η ανάγνωση της «αρχιερατικής προσευχής» του Ιησού. (Ιωάννη κεφ.17) ελληνικά και λατινικά η από  κοινού απαγγελία της «Κυριακής προσευχής, δηλαδή  του Πάτερ ημών». Τέλος ο Πάπας πρόσφερε στον Πατριάρχη πολυτελή ιερά σκεύη για τη Θεία Ευχαριστία και έληξε η πρώτη Συνάντηση Πάπα και Πατριάρχη μέσα σε  θερμές εκδηλώσεις ιεραρχών, πρεσβευτών και δημοσιογράφων που παρέστησαν.




Στις 9.50 π.μ. της ημέρας των Θεοφανείων ο  Παύλος Στ΄  ανταπέδωσε την επίσκεψη του  Πατριάρχη στο κατάλυμά του  της «Μικρής Γαλιλαίας» του Όρους των Ελαιών. Σαν παλαιοί γνώριμοι αντήλλαξαν και πάλι ένθερμα τον εν Χριστὠ ασπασμό και συνομίλησαν και πάλι μόνοι. Αναλογίστηκαν κατά τον πατριάρχη Αθηναγόρα  τις δυσκολίες για την άρση των παρεξηγήσεων στη διδασκαλία, στη λατρεία και στην εκκλησιαστική τάξη και συμφώνησαν να βρεθεί η «συγκλήνουσα οδός» που θα αποκαταστήσει προοδευτικά την ενότητα ΡΚαθολικών και Ορθοδόξων.  Μετά ο Πάπας προσφώνησε τον Πατριάρχη εξαίροντας την σημασία της απαρχής της ευλογημένης συμπορείας  και  συνεχίστηκε η ανάγνωση της «αρχιερατικής προσευχής» και η από κοινού απαγγελία «του Πάτερ ημών» ελληνικά και λατινικά.  Ο Πάπας ερώτησε ευγενικά τον Πατριάρχη:  «Αγιώτατε, θα θελατε να εὐλογήσουμε μαζί τον κόσμο;» Ο Πατριάρχης απήντησε: «Ευχαρίστως»! Και ευλόγησαν τους παριστάμενους και την  Οικουμένη για πρώτη φορά  από αιώνες. Μετά ο πατριάρχης Αθηγαγόρας πρόσφερε στον Πάπα πολύτιμο αρχιερατικό εγκόλπιο με τον ευλογούντα Ιησού Χριστό, διάσημο της αναγνωριζόμενης με διαχρονικές πράξεις αρχιερωσύνης του επισκόπου της Ρώμης, δεδομένου ότι  στα 1000 χρόνια  χωρισμού ουδέποτε καταστάθηκε συνοδικά έκπτωτος ως αιρετικός  για να εκλεγεί στη Ρώμη  ορθόδοξος επίσκοπος!  Τότε Παύλος Στ΄ έβγαλε μόνος το πετραχήλι του, τη γνωστή ως  «στόλα», και ο Πατριάρχης του φόρεσε το εγκόλπιο, ενώ οι παριστάμενοι. με έκδηλη συγκίνηση αναφωνούσαν με χειροκροτήματα το «Άξιος»!  «Άξιος»!

Έκτοτε  οι δύο πρώτες Συναντήσεις λογίζονται ως Χριστοθέλητες πράξεις ως Ιερές  γιατί  εγκαινίασαν στα νεότερα χρόνια  την  πορεία του Διαλόγου της Αγάπης  που επί 50 χρόνια σημείωσε σωρεία ιστορικών γεγονότων. Πραγματοποιήθηκαν άλλες έξη (6) επανασυναντήσεις Πάπα και Πατριάρχη, εγκαινιάστηκαν οι συνεορτασμοί των εκατέρωθεν θρονικών εορτών που αντηλλάγησαν σπουδαία κείμενα,  έγινε η Άρση των Αναθεμάτων και η Επανακομιδή πολλών  ιερών λειψάνων,  εκδηλώθηκε δημόσια  ταυτότητα θέσεων  για την παγίωση της ειρήνης, προστασίας της φύσεως, καταδίκης της βίας και της πείνας και πολλές άλλες κοινές διεθνείς θετικές παρεμβάσεις  που πλοίτισαν στη σύγχρονη  γραμματεία της Εκκλησιαστικής Ιστορίας.

Μετά από μιά δεκαπενταετία από το 1964, στις 29 Μαΐου 1980  με Πανορθόδοξη απόφαση ξεκίνησε από την αποκαλυπτική νήσο Πάτμο και ο Θεολογικός Διάλογος αφού βέβαια πέρασε από τις Συμπληγάδες πέτρες  «ιερών εξετάσεων» εκ των  αντιφρονούντων. Η Διμερής θεολογική Επιτροπή  με μέλη  μελών από τις δύο Εκκλησίες ήδη έχει καταθέσει  κείμενα συγκλήσεων επί ζητημάτωνπου κλονίζουν την ενότητα της Εκκλησίας τα οποία  κλήθηκαν με το όνομα του τόπου που συντάχθηκαν και αποτελούν πλέον σταθερές βάσεις για να προχωρήσει ο Θεολογικός Διάλογος.  Όμως δεν.  είναι ακόμη εύκολο να τα κατανοήσουν όσοι είναι δεμένοι με τη μεθοδολογία της αντιρρητικής τακτικής και τα διαβάλουν σοφιστείες κάθε κείμενο που  κατατίθεται παρερμηνεύοντάς το  κακόπιστα. ¨Όμως στην Ιστορία της Εκκλησία δεν καταγράφονται οι «θνητές φλυαρίες» όσων μονολογούν μεσαιωνικά με διάφορα προσωπεία. Γράφονται  μόνον  οι εκκλησιαστικές πράξεις  και οι συνοδικές αποφάσεις που συντελούν στην ειρήνευση του Σώματος της Εκκλησίας. Η συμπορεία μισού αιώνα δείχνει πώς παρά τις δυσκολίες είναι δυνατή η αναπνοή και από  τους δύο πνεύμονες της αυτής Εκκλησίας, «ίνα ο κόσμος πιστεύσει»  ( Ιω. ιζ΄ 23).--

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr