Σπεύστε έως την Κυριακή να δείτε τα 148 έργα του Νίκου Εγγονόπουλου - Ο ακριβότερος Έλληνας ζωγράφος του 20ού αιώνα κόβει την ανάσα (φωτό & βίντεο)

Θα σας συναρπάσουν τα χρώματα ,θα σας καταπλήξει η αναγνωρίσιμη ταυτότητα του Εγγονόπουλου

Θα ήθελα να προλάβετε αυτή την έκθεση σπεύστε ειλικρινά είναι σπάνια συγκέντρωση εκπληκτικών έργων του χαρισματικού Νίκου Εγγονόπουλου.

Ξεκινώ με ένα μεγάλο μπράβο στον Τάκη Μαυρωτά που επιμελήθηκε αυτό το αριστούργημα συλλογής 148 πινάκων ζωγραφικής του μεγάλου καλλιτέχνη, του ξεχωριστού Ελληνα του περασμένου αιώνα ,ποιητή και καθηγητή του Πολυτεχνείου ζωγράφου και ανθρώπου του πνεύματος και της τέχνης στην κυριολεξία.

Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, η ΠτΔ Κατερίνα Σακελλαροπούλου και ο Τάκης Μαυρωτάς στα εγκαίνια της έκθεσης, photo: Studio Panoulis

Η ΠτΔ με την Μαρίνα και τον Βασίλη Θεοχαράκη στα εγκαίνια της έκθεσης, photo: Studio Panoulis

Θα σας συναρπάσουν τα χρώματα ,θα σας καταπλήξει η αναγνωρίσιμη ταυτότητα του Εγγονόπουλου με τους λυγερόκορμους άντρες και γυναίκες με όλα τα φαλλικά στοιχεία τόσο άψογα και κομψά που δημιουργούσαν μια εντυπωσιακή αρμονία.

Το eirinika τράβηξε τις δικές του φωτο & τα δικά του βίντεο Απολαύστε την αλλά να πάτε.   

 

 

 

 

Έως τις 19 Ιουνίου, μόνο δείτε 148 και πλέον έργα ενός καλλιτέχνη βαθιά καλλιεργημένου, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ιδιόρρυθμος , λοιδωρήθηκε όσο λίγοι στο, έκανε μόλις 7 ατομικές εκθέσεις στα 55 χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας για να φθάσει σε δημοπρασία προ διετίας να αναδειχθεί ως ο πλέον ακριβός Έλληνας ζωγράφος του 20ού αιώνα.

Έκθεση «Νίκος Εγγονόπουλος: Ο Ορφέας του Υπερρεαλισμού» στο Ίδρυμα Θεοχαράκη.

Γιατί ο Ορφέας

Η μυθολογική μορφή του Ορφέα, από το 1939 στάθηκε αιτία και αφορμή για τη δημιουργία δεκατριών έργων, καλύπτοντας μια περίοδο τριάντα χρόνων. Ο Εγγονόπουλος, έχω την αίσθηση, ότι ταυτίζεται με τον Ορφέα στο όνειρο, στον ευσεβή πόθο και στην άσβεστη επιθυμία. Ο Ορφέας, γιός του Οίαγρου και της Μούσας Καλλιόπης ή της Πολύμνιας, ήταν κατεξοχήν αοιδός, μουσικός, ποιητής, ιερέας των Αργοναυτών. Πιστός στη γυναίκα του Ευρυδίκη, κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο για να τη συναντήσει.

Ο Άδης και η Περσεφόνη της έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία, ώστε να επιστρέψει στον Πάνω Κόσμο, με μία προϋπόθεση, ότι ο Ορφέας δεν έπρεπε να γυρίσει να την κοιτάξει κατά την άνοδο τους από τον Κάτω Κόσμο. Ορμώμενος, όμως, από την λαχτάρα και από τον φόβο μήπως τη χάσει, παρακούει τους θεούς, βλέποντας έτσι την αγαπημένη του να πεθαίνει για δεύτερη φορά.

Ο Εγγονόπουλος γνώριζε σε βάθος τον μύθο, ίσως και τον εκπληκτικό κρατήρα του 5ου αι. π.Χ., από το Aρχαιολογικό Mουσείο του Βερολίνου, με τον δαφνοστεφανωμένο Ορφέα να παίζει τη λύρα του καθώς τέσσερις ακροατές ολόγυρά του απολαμβάνουν το τραγούδι του. Στο εν λόγω έργο, ο γυμνός Ορφέας με το πλατύγυρο καπέλο, τα κόκκινα γάντια και τον κίτρινο χιτώνα του, παρατηρεί μέσα από τα κιάλια του τον κόσμο, ενώ δεξιά, το ρολόι ενδυναμώνει την αξία της στιγμής στην ανθρώπινη ζωή.

 

Η Εκθεση και τι γράφει για αυτήν ο Τάκης Μαυρωτάς & η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ

148 και πλέον πολύτιμα έργα του Εγγονόπουλου, δανεισμένα από τις συλλογές του Ιδρύματος Ωνάση, της Alpha Bank, του Τελλογλείου Ιδρύματος Τεχνών Α. Π. Θ., της Δημοτικής Πινακοθήκης Ρόδου, της Λεβεντείου Πινακοθήκης, καθώς και πολλών ιδιωτικών συλλογών, όπως του Δ. Ν. Π., του κυρίου Κρίτωνα Ιωαννίδη, της κυρίας Ειρήνης Παναγοπούλου, του κυρίου Μπάμπου και της κυρίας Άντζελας Οικονομίδη και του Μ. Μ., ολοκληρώνουν τη φυσιογνωμία της μεγάλης αυτής έκθεσης.

Κορυφαία έργα όπως Ορφεύς, Ερμής και Ευρυδίκη, 1949, Αργώ, 1948, Ορφεύς, 1957, Οι Αδιάφθοροι, 1967, Ο ζωγράφος και το μοντέλο του, 1970, Ορφεύς, 1968, Ομηρικό με τον ήρωα, 1938, Ολυμπία, 1970, Ο Μερκούριος Μπούας, 1971, Nico hora ruit, 1939, Συναυλία, 1960, Ο Καβάφης, 1948, Καζανόβας, 1968, Μεσογειακή Μούσα, 1984, Οι αδιάφθοροι, 1967, μεταξύ των άλλων, αποκαλύπτουν το πολυεπίπεδο έργο του.

 

 

Η κυρία Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ γράφει στον ομότιτλο κατάλογο της έκθεσης: «Αν με ρωτούσαν ποιος είναι για μένα ο απόλυτος υπερρεαλιστής (δεν λέω σουρεαλιστής για να μην στρεβλώσω την έννοια του όρου), ξένος ή Έλληνας, αδίστακτα θα απαντούσα ο Νίκος Εγγονόπουλος.

Έκανε τη λέξη ως ποιητής και την εικόνα ως ζωγράφος να υπακούσουν στη δική του σύνταξη και γραμματική και να συνθέτουν μια ιδιαίτερη στοχαστική και αισθητική πραγματικότητα. Αν πάλι με ρωτούσαν ποιόν θεωρώ ποιο σπουδαίο, τον Εγγονόπουλο ποιητή ή τον Εγγονόπουλο ζωγράφο, θα έλεγα ότι η ερώτηση είναι ανεδαφική.

Ο Εγγονόπουλος κάνει ποίηση ζωγραφίζοντας και δημιουργεί εικαστική τέχνη με την ποίησή του. Ο άρρηκτος αυτός συνδυασμός μου δίνει το δικαίωμα να τον ονομάσω τον απόλυτο υπερρεαλιστή που πολέμησε να πει ποιητικά ότι “η Τρίτη γύφτισσα είναι ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης”, και ότι “τα αγάλματα κάνουν μεταφυσικές επεμβάσεις” και να ζωγραφίσει την “Μεταθανάτια αυτοπροσωπογραφία του”.

Άλλοι, πολύ πιο ειδικοί, καλλίτεροι γνώστες από εμένα, θα γράψουν για το ζωγραφικό έργο του Εγγονόπουλου. Ως προς αυτό το θέμα, νοιώθω σαν “τον υδραίο στρατηγό του Εγγονόπουλου που βρέθηκε στη Λάρισα”. Να τονίσω μόνο ότι η λαμπρότητα των χρωμάτων του Εγγονόπουλου, το μπλε Κοβάλτιο, το Κάδμιο κίτρινο, το εκτυφλωτικό κόκκινο με όλες του τις αποχρώσεις συντείνουν στο να γίνεται μυθικό το κάθε μυθολογικό θέμα που εικονογραφεί ο ζωγράφος Εγγονόπουλος.

Παρεμπιπτόντως άλλωστε να σημειώσω, αντίθετα ίσως από τους ξένους ομότεχνούς του, ότι ο Εγγονόπουλος ζωγραφίζει σκηνές, θέματα με υπερρεαλισμό βέβαια τρόπο, χωρίς να έχει απαραίτητα ανάγκη από ένα τίτλο ή μια επεξηγηματική λεζάντα με προέλευση υπερρεαλιστική.»

Ο επιμελητής της έκθεσης, Τάκης Μαυρωτάς, επισημαίνει στον ίδιο κατάλογο: «O Εγγονόπουλος με λογισμό και όραμα, κινείται από το παρόν στο παρελθόν, από το όνειρο στον μύθο και από την πραγματικότητα στη φαντασίωση. Αδιαπραγμάτευτα ειλικρινής και ανιδιοτελής απέναντι στη ζωή, αντιμετώπισε με θάρρος τους επικριτές και πολέμιούς του, αντιπαραθέτοντας τη ζωγραφική και την ποίησή του, οι οποίες είναι έντονα συνδεδεμένες με τα όνειρα και τους ονειρικούς μηχανισμούς, με το παράλογο και τη “ζούρλια”, μια λέξη που συχνά χρησιμοποιούσε ο ίδιος.

Αυτό το μυστηριακό σύμπαν εκφράζει τη δική του αλήθεια, έναν απέραντο κόσμο, που αντανακλά το πάθος του για καθετί ωραίο, αλλά και την κριτική του στάση απέναντι στα μεγάλα λάθη. Έτσι, οι μνήμες από τα δύσκολα χρόνια της κατοχής έγιναν εικόνες και στίχοι με ενάργεια και συναισθηματική ένταση.(…)

Η ζωγραφική για τον Εγγονόπουλο ήταν μια άσκηση πνευματικής ελευθερίας. Δούλευε καθημερινά με μαεστρία, ενίοτε ελαιογραφίες, με τον ίδιο τρόπο που δούλευε την αυγοτέμπερα, χρησιμοποιώντας λιγοστά καθαρά και λαμπερά χρώματα, όπως την ώχρα, το μπλε του κοβαλτίου ή το ούλτρα μαρίν, το βαθύ πράσινο και το κόκκινο και άλλοτε υδατογραφίες, όπου σε αρκετές από αυτές προσέθετε σινική μελάνη. Ξεκινούσε πάντα με ένα bozzetti, όπως ο ίδιος το αποκαλούσε, δηλαδή με την απόδοση του οράματός του σε χαρτί, μικρών διαστάσεων, ζωγραφισμένο από υδατοχρώματα και σινική μελάνη, ακόμη και χρωματιστά μολύβια.

Στη συνέχεια, προχωρούσε στην ακριβή αποτύπωση του σχεδίου, χρησιμοποιώντας μολύβι ή κάρβουνο ή και τα δύο μαζί. Έτσι, με ακρίβεια, το αποτύπωνε το σχέδιο πάνω στον μουσαμά, το ξύλο ή το χαρτόνι για να ολοκληρώσει, με την επιλογή των χρωμάτων, τους μνημειακούς του πίνακες.

Πρωταγωνιστές του ήταν οι ανθρώπινες μορφές. Ευθυτενείς, καλλίγραμμες, με δηλωτικές κινήσεις, αλλά με ανύπαρκτα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προσώπου τους. Αυτές οι απρόσωπες μορφές μας βυθίζουν στον χρόνο, φέρνοντας μας αντιμέτωπους με μοναχικούς ήρωες ή ερωτικά ζευγάρια, από την μυθολογία και τη λογοτεχνία, την ιστορία και την ποίηση, με αναφορές άλλοτε στον Ορφέα, στην Ευρυδίκη, στον Ερμή, στην Ιώ, στον Ηρακλή, στον Οδυσσέα, στην Καλυψώ, στην Θέτιδα και στον Πηλέα, στον Ιάσωνα, στην Μήδεια και άλλοτε στον Άνθιμο τον Τραλλέα και στον Ισίδωρο τον Μιλήσιο.»

Ο Νίκος Εγγονόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1907 και πέθανε το 1987. Σπούδασε στη ΑΣΚΤ με δασκάλους τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Δημήτριο Μπισκίνη, Θωμά Θωμόπουλο και Γιάννη Κεφαλληνό. Στη συνέχεια, χάρη στην μαθητεία του κοντά στο Φώτη Κόντογλου και τον καθηγητή Αλέξανδρο Ξυγγόπουλο ήλθε σε επαφή με την παράδοση και την ουσία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης. Το 1967 διορίστηκε καθηγητής στην έδρα της ζωγραφικής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Μετσόβειου Πολυτεχνείου, όπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 εργαζόταν ως επιμελητής.

Το 1939 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση, στην οικία του Ν. Καλαμάρη, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις της κριτικής, και ακολούθησε σειρά ατομικών παρουσιάσεων και συμμετοχών σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις. Το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας και ένα χρόνο αργότερα πήρε μέρος στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο.

Το 1958 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Παιδείας και το 1966 του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Γεώργιου Α΄ για το ζωγραφικό του έργο. Οι ποιητικές του συλλογές και η σκηνογραφική του δουλειά, με τη δύναμη της προσωπικής του έκφρασης στερεώνουν τον πολιτισμό.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗΣ

Τάκης Μαυρωτάς

ΒΟΗΘΟΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
Μαρίνα Μήλιου-Θεοχαράκη

ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΕΚΘΕΣΗΣ
Ευαγγελία Ευθυμιάδου

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Μαρίνα Καμπούρογλου
Εύα Καραγιαννάκη

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ειρήνη Αλεξανδράκη
Άννα Πλέσσα

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ
Ελίζα Πολυχρονιάδου

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ ΕΡΓΩΝ
Οδυσσέας Βαχαρίδης

ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΕΡΓΩΝ
Swift Art Services

ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Θύμιος Πρεσβύτης
Θοδωρής Αναγνωστόπουλος
(Peak Design)

Οι ρίζες του Εγγονόπουλου εκκινούν απο την ποίηση του Διονυσίου Σολωμού, τον οποίο θεωρούσε τον πρώτο υπερρεαλιστή ποιητή. Συνεπαίρεται από τη μεταφυσική περίοδο της ζωγραφικής του Ντε Κίρικο, τον οποίο θεωρούσε από τις μεγαλύτερες μορφές του παγκόσμιου υπερρεαλιστικού κινήματος, ενώ θαυμάζει τους μεγάλους ανανεωτές της τέχνης Μανέ και Σεζάν.

Ο Εγγονόπουλος ήταν ένας «θαυμάσιος άνθρωπος που δεν είχε σχέση με τα μικρά της ζωής, δεν ήξερε τις δοσοληψίες, τις κακομοιριές», έλεγε ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Διεκδίκησε ακαταπόνητα το δικαίωμα της απόλυτης και χωρίς όρους ελευθερίας στην τέχνη του, μια τέχνη ακόμα και σήμερα πρωτοποριακή και αντισυμβατική.

Η μορφή της γυναίκας έχει δεσπόζουσα θέση στο σύνολο του έργου του Νίκου Εγγονόπουλου. Οι γυναίκες με τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά ‒απρόσωπες, με βαριά στήθη, πεταχτές ρώγες και φαρδιά λεκάνη, που υποδηλώνει τη γονιμότητα‒ αποτελούν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ιδιαίτερου ύφους του καλλιτέχνη, για το οποίο δεν ήταν λίγες οι φορές που δέχτηκε επικρίσεις.

Ωστόσο, ο ζωγραφικός κόσμος του Εγγονόπουλου, όσο και αν φαίνεται απόλυτος, σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζει ένα εξιδανικευμένο πρότυπο για τη γυναίκα. Αντίθετα, ο καλλιτέχνης μεταμορφώνει συνεχώς τις ηρωίδες του και τις απεικονίζει άλλοτε να ενσαρκώνουν αλληγορικές έννοιες, άλλοτε να παίρνουν τη μορφή της μούσας και άλλοτε να αναπαριστούν διακεκριμένες μορφές του πνεύματος και των γραμμάτων.

Ζευγάρια

Μια από τις βασικές θεματικές στο έργο του Νίκου Εγγονόπουλου είναι το δίπολο άνδρα-γυναίκας. Είτε αναφερόμενος σε γνωστά ζευγάρια, προερχόμενα από τη μυθολογία ή τη λογοτεχνία, είτε απεικονίζοντας άλλα, άγνωστα, καταφέρνει, χωρίς το έργο του να αποπνέει ωμό ερωτισμό, να μας θέτει ενώπιον μιας έκδηλα αισθησιακής και σαρκικής συνύπαρξης. Παρά την απουσία των προσώπων, στις συνθέσεις του Εγγονόπουλου τα σώματα εκφράζουν και φέρνουν στην επιφάνεια τον πόθο ή την αδιαφορία, τη φλόγα ή την κούραση, την έλξη ή την άπωση του ζευγαριού.

Ο Εγγονόπουλος, έλεγε ο Μίλτος Σαχτούρης στον «Χάρτη» το 1988, «ήταν ένας αληθινός αριστοκράτης και τίποτα δεν τον αποτροπίαζε περισσότερο από τον συνηθισμένο μποεμισμό ορισμένων καλλιτεχνών. Ήταν πάντα καθαρός και φροντισμένος, πράγμα δύσκολο, ακατόρθωτο, με τον γλίσχρο μισθό που έπαιρνε τα χρόνια εκείνα ως βοηθός του Πικιώνη στο Πολυτεχνείο.

«Κοντά στον Παρθένη μελέτησα τη φύση, κοντά του έμαθα τη σημασία του χρώματος και της γραμμής, κοντά του έμαθα τα πάντα όσα γνωρίζω για τη ζωγραφική. Ο Παρθένης με μύησε στην έννοια των αναζητήσεων του Μανέ, στα επιτεύγματα του Σερά, στις κατακτήσεις του Σεζάν, στη δόξα που ονομάζεται Θεοτοκόπουλος»

Την περίοδο των Δεκεμβριανών ο Γιώργος Θεοτοκάς σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Υπάρχουν ανησυχίες για την τύχη του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου, που μένουν στην ίδια περιοχή που τη ζώνουν οι μάχες. Ο πρώτος αρνήθηκε να φύγει από το σπίτι του, για να μην εγκαταλείψει τη μητέρα του που δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να μετακινηθεί. Ο δεύτερος μένει κλεισμένος στο ατελιέ του, στο ισόγειο ενός παλαιικού ετοιμόρροπου σπιτιού στην οδό Κυψέλης.

Με κίνδυνο της ζωής του, ο αδερφός του τού πηγαίνει φαΐ. Δεν βγαίνει για να μην εγκαταλείψει το ζωγραφικό του έργο. “Έχω”, όπως έλεγε άλλοτε σαρκαστικά, “την τελειότερη συλλογή των έργων Εγγονόπουλου”. Φυλάει τώρα πεισματικά τους πίνακες που κανείς δεν ήθελε να αγοράσει και που καυχιότανε ότι μονάχα αυτός ήτανε σε θέση να νιώσει την αξία τους».

“Είναι καμωμένα με το αίμα τση καρδίας μου” έλεγε ο ίδιος ο ζωγράφος . Κι έτσι, δεν πουλούσε ποτέ ή πολύ σπάνια. “Αν είχα χρήματα, το ατελιέ μου θα έλαμπε από τάξη και καθαριότητα, σαν χειρουργείο”, έλεγε συχνά. Αυτό θα το κατάφερε τα τελευταία χρόνια, όταν έγινε καθηγητής. Ήταν όμως πια πολύ κουρασμένος. Χρόνια αδιαφορίας και εμπαιγμού τον είχανε βαθύτατα πληγώσει».

«Ένας Θεός ξέρει τι απαιτητική, τι πολυδάπανη είναι η ζωγραφική επιστήμη. Τον Μαικήνα δεν τον συνήντησα ποτέ. Υπήρξα καλός υπάλληλος κι αυτό μου το επιτρέπουν να το πω τα διάφορα πιστοποιητικά “ικανοποιήσεως” των κατά καιρούς, λίγων ευτυχώς, εργοδοτών μου.

Εύκολο να φανταστή κανείς με τι επιεική διάθεση οι διάφοροι εργοδόται είχαν την όρεξη να εξασφαλίσουν “τα προς το ζην” σε υφιστάμενο που είχε τη φήμη του ποιητού, και μάλιστα του “σκανδαλώδους ποιητού”! Ένας-δυο μού εφέρθηκαν και αφάνταστα σκληρά.

Σήμερα, η πείρα μου μού επιτρέπει να το πω, με απόλυτη ευθύνη, πως στον τόπο μας, και μάλιστα στα χρόνια τα δικά μας, η εκτίμησις εκδηλώνεται με αμείλικτη καταδίωξη. Πιστεύω πως, παλαιότερα, τον πνευματικό άνθρωπο η νεο-ελληνική κοινωνία τον περιέβαλλε μόνο μ’ απόλυτη αδιαφορία, δίχως μίσος», έλεγε ο Εγγονόπουλος.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος σπούδασε με δασκάλους τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Δημήτριο Μπισκίνη, Θωμά Θωμόπουλο και Γιάννη Κεφαλληνό στην ΑΣΚΤ και, μετά την αποφοίτησή του το 1938, δούλεψε κοντά στον Φώτη Κόντογλου και τον καθηγητή Αλέξανδρο Ξυγγόπουλο, όπου και ήρθε σε επαφή με την παράδοση και την ουσία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης. Το 1967 διορίστηκε καθηγητής στην έδρα της ζωγραφικής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Μετσόβειου Πολυτεχνείου.


 
Ο Σωτήρης Σόρογκας, στενός του συνεργάτης και διάδοχός του στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε. Μ. Πολυτεχνείου, γράφει: «Τα θέματά του βέβαια δεν αντιστοιχούν στη θεοκρατική οπτική των εικόνων, γεγονός που συνιστά μεγάλη απόκλιση. Έτσι τα πρόσωπα στους πίνακες του Εγγονόπουλου δεν είναι θείας προελεύσεως. Είναι διονυσιακοί ή απολλώνιοι ήρωες, τους οποίους συχνότατα υποδύεται ο ίδιος ο ζωγράφος με κρυπτικό τρόπο, μέσα σε ατμόσφαιρα ονείρου και παράλογης τραγικότητας.

Οι πίνακες αφηγούνται μύθους, ιστορικά γεγονότα ή περιστατικά της ζωής, στα οποία ο ασύμβατος χρόνος, η παραδοξότητα των μορφών και η εκκρεμούσα συμβολοποίηση τους καθιστούν τόπους γοητείας και μυστηρίου. Εδώ θα έλεγα ότι δεσπόζουν οι αναφορές του στην ελληνική μυθολογία.»

 Πρόκειται για έναν ζωγραφικό κόσμο με φανταστικούς ήρωες από την μυθολογία και τη λογοτεχνία, την ιστορία και την ποίηση, με αναφορές άλλοτε στον Ερμή, την Ιώ, τον Ηρακλή, την Ευρυδίκη, τον Ορφέα, τον Οδυσσέα, την Καλυψώ, την Θέτιδα και τον Πηλέα, τον Ιάσωνα, την Μήδεια έως τον Άνθιμο τον Τραλλεύς και τον Ισίδωρο τον Μιλήσιο.

Ένας κόσμος απρόσμενος, που ενώνει το μακρινό χθες με το σήμερα, δίνοντας προβάδισμα στη δύναμη μιας υπερρεαλιστικής ζωγραφικής έκφρασης με καθαρά χρώματα και δυνατό σχέδιο. Και όπως τονίζει η Ερριέτη Εγγονοπούλου, ο πατέρας της πίστευε ότι : «Η τέχνη είναι για να αντιμετωπίσεις την ασυναρτησία της ζωής. Να σου απαλύνει το βίο, την πορεία προς τον θάνατο». Το 1958 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Παιδείας και το 1966 του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Γεώργιου Α΄ για το ζωγραφικό του έργο.

Στον Υπερρεαλισμό δεν προσεχώρησα ποτέ. Τον υπερρεαλισμό τον είχα μέσα μου, όπως είχα μέσα μου το πάθος της ζωγραφικής, από την εποχή που γεννήθηκα. Αλλά για να βρω τον δρόμο μου τον αληθινό, τον υπερρεαλιστικό, για να μπορέσω να εκδηλωθώ ελεύθερα και απερίσπαστα, αυτό το χρωστώ σε δύο κορυφαίους, στις δύο μεγαλύτερες μορφές που παρουσίασε ποτέ, ίσαμε τώρα, εξ όσων γνωρίζω, το παγκόσμιο υπερρεαλιστικό κίνημα. Ευτύχησα (το λέω για τρίτη φορά), ευτύχησα να γνωρίσω τον μεγάλο ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο και τον μεγάλο ζωγράφο, τον μεγάλο Βολιώτη Γεώργιο ντε Κήρυκο. (Διάλεξη στο Α.Τ.Ι. στις 6-2-1963. Επιθεώρηση Τέχνης 99, 1963).

Το 1978 συγκεντρώνει ποιήματα της τελευταίας εικοσαετίας, μαζί με κάποια της περιόδου της Κατοχής και εκδίδει τη συλλογή Στην κοιλάδα με τους ροδώνες (με 20 έγχρωμους πίνακες και ένα σχέδιο) , για την οποία θα του απονεμηθεί για δεύτερη φορά το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης. Το τελευταίο ποίημα της συλλογής κλείνει με τους παρακάτω στίχους:

του ποιητή
πια μόνη ―θεόθεν― σωτηρία λύσις
παρηγόρηση
μένει η κοιλάς με τις τριανταφυλλιές
ό εστί
μεθερμηνευόμενο
η κοιλάδα των ροδώνων

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του θα γνωρίσει και νέες τιμές ως ζωγράφος, με αναδρομικές εκθέσεις των έργων του, ενώ θα δει και το ποιητικό του έργο μεταφρασμένο και μελοποιημένο. Το 1985 η κηδεία του θα γίνει δημοσία δαπάνη, σε αναγνώριση της θέσης του στον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών.

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr