Ελισάβετ Μπαρμπαλιού - Επίκαιρος, λυτρωτικός, αισιόδοξος διάλογος μητέρας - κόρης: Το χάσμα των σημερινών γενεών & ο νέος ρόλος των ανδρών (φωτό - βίντεο)

Μια ζεστή εκδήλωση για ένα υπέροχο βιβλίο στη Γλυφάδα.

Το βιβλίο «Γεννήθηκα στον Βορρά, μεγάλωσες στον Νότο» δημιουργήθηκε για να φροντίσει μια διαχρονική, πανανθρώπινη ανάγκη: να ρίξει λίγο ακόμα φως σε αυτό που όλοι αποκαλούμε «χάσμα γενεών» και να βοηθήσει στη γεφύρωσή του.

Στην κατάμεστη αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου Γλυφάδας, σε μια εκδήλωση ζεστή, ανθρώπινη και με βαθείς προβληματισμούς έγινε η παρουσίαση του βιβλίου της Ελισάβετ Μπαρμπαλιού «Γεννήθηκα στον Βορρά, μεγάλωσες στον Νότο», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πεδίο».

Έχοντας μελετήσει το βιβλίο, ο Δήμαρχος Γλυφάδας Γιώργος Παπανικολάου έκανε μια ουσιαστική τοποθέτηση, χαιρετίζοντας την εκδήλωση, στην οποία μίλησαν η δημοσιογράφος Ειρήνη Νικολοπούλου, ο εκπαιδευτικός Π.Ε. Μιχάλης Σκευοφύλακας, η ψυχολόγος - ψυχοθεραπεύτρια – δραματοθεραπεύτρια Λουκία Αποστολίδου και, βεβαίως, η συγγραφέας του βιβλίου Ελισάβετ Μπαρμπαλιού, ψυχολόγος - ψυχοθεραπεύτρια, οικογενειακή θεραπεύτρια, μουσικοθεραπεύτρια, Πρόεδρος και Επιστημονική Υπεύθυνη του ΚΕΣΥΨΕ (Κέντρο Συστημικής Ψυχοθεραπείας και Έρευνας.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που αφορά στη σύνθετη αλλά και μοναδική σχέση η οποία αναπτύσσεται μεταξύ μάνας και κόρης. Ένα βιβλίο που μιλά για έναν κόσμο σε κρίση, για δυο γενιές αντιμέτωπες, που επιρρίπτουν ευθύνες αλλά και αναζητούν η μία το χέρι της άλλης, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος να προχωρήσουν μπροστά. Συμφιλιωμένες. «Δεν μας ταιριάζει η σιωπή στους δύσκολους καιρούς! O διαγενεακός διάλογος, ατομικά και συλλογικά, αποτελεί ένα καθοριστικό μέσο για να κατανοήσουμε καλύτερα το παρόν και να σχεδιάσουμε το μέλλον», τόνισε η συγγραφέας.

Το πάνελ και το κοινό βρισκόταν σε ιδιαίτερη αλληλεπίδραση κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, από την οποία όλοι βγήκαν σοφότεροι! 

Η ομιλία της δημοσιογράφου, Ειρήνης Νικολοπούλου:

Το βιβλίο που έχετε στα χέρια σας ή που θα πάρετε στα χέρια σας φίλοι μου, είναι ένα βαθιά λυτρωτικό βιβλίο. Λυτρωτικό είτε γιατί είστε άντρας, είτε γιατί είστε, γυναίκα, είτε γιατί είστε παιδί, νέος έφηβος, μια ολόκληρη οικογένεια, δάσκαλος, εκπαιδευτικός ή ακόμη και πολιτικός

Λυτρωτικό γιατί επιτέλους περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια όλα τα τραύματα ενός ολόκληρου αιώνα τα τραύματα του πατέρα μας και της μητέρας μας. Τα τραύματα που κληρονομήσαμε. Τα τραύματα κυρίως της σημερινής γενιάς. Ένας διάλογος με τσάι και συμπάθεια... φαινομενικά, μεταξύ μιας μητέρας και της κόρης της με πολύ έντονη την παρουσία του πατέρα… 

Το χαρακτηρίζω λυτρωτικό γιατί ενώ καταγράφει το απόλυτο χάος της εποχής, τα φρικτά αδιέξοδα που έχεις ανάγκη, όμως να τα δεις να αναλύονται, να περιγράφονται όσο και αν σου ανοίγουν βαθιές πληγές. 

Στην πραγματικότητα βλέπεις εκείνες τις πληγές που έχει ηδη δημιουργήσει η εποχή μας. Η εποχή της πανδημίας, η εποχή της άκρατης χρήσης της τεχνολογίας, η κλιματική αλλαγή και η εποχή της προσγείωσης μετά την περίοδο της αστακομακαρονάδας. Η εποχή της αποξένωσης των διαζυγίων και των διακυμάνσεων στα φύλα, στην ρευστότητα την λεγόμενη των φύλων στο non binary. 

Το λέω λυτρωτικό γιατί μετά από κάθε πέντε σελίδες όπου βιώνεις ξανά την σκληρότητα της εποχής, η Ελισάβετ τραγουδάει, μελοποιεί τα ψυχικά μας τραύματα ακόμα και αρώματα τους, βάζει όχι όμως για να τα ωραιοποιήσει, κάθε άλλο, το βιβλίο είναι πολύ σκληρό και ταυτόχρονα όπως το χαρακτήρισα λυτρωτικό γιατί απαντά δίνει λύσεις. Είναι αισιόδοξο.

Νομίζεις ότι παίρνεις στα χέρια σου ένα βιβλίο όπου θα ακούσεις τη μαμά και την κόρη να μιλάνε μεταξύ τους με τον πιο ανοιχτό τρόπο. Αποπνέει τόση αγάπη παράλληλα με τις τύψεις της μητέρας εργαζόμενης, της σύγχρονης γενιάς, που το μεγάλο του μήνυμα τελικά είναι η αγάπη, είναι το μαζί, είναι το φως, η επιλογή του φωτός και όχι του σκοταδιού που πράγματι υπάρχει γύρω μας.

Εκείνο όμως που κάνει ανεκτίμητο το βιβλίο της Ελισάβετ είναι, ότι για πρώτη φορά στην Ελλάδα διάβασα έναν ύμνο στον άντρα μέσα από μία λεπτομερέστατη απογραφή, καταγραφή, απολογισμό των πολυσχιδών δυσλειτουργιών του των διαγενεακών προβλημάτων του και του μεγαλειωδους comeback του. 

Η Ελισάβετ έχει τόσο έντονη την παρουσία του άντρα μέσα σ’ αυτό το βιβλίο. Τον κατανοεί όσο καμιά μας. Βοηθάει πάρα πολύ να ηρεμήσουμε, να κατανοήσουμε, να ξανά αγαπήσουμε τον άντρα, να τον απενεχοποιήσουμε. Να τον ξανά φέρουμε μέσα στην οικογένεια και στα παιδιά του εκεί που είναι η θέση του και όχι μόνο σαν τον Λούκυ Λουκ καβαλάρης εκτός οικογένειας και σχέσης.

Δείτε αποσπάσματα από την ομιλία του δημάρχου, Γιώργου Παπανικολάου:

 

 

Οι προβληματισμοί:

 

 

Το τραγούδι "Τα τερατάκια της τσέπης":

 

 

 

Η ομιλία του εκπαιδευτικού Π.Ε., Μιχάλη Σκευοφύλακα:

Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, καλησπέρα σας



Ήταν τιμή για μένα η πρόταση της Ελισάβετ να σας μιλήσω απόψε στην παρουσίαση στη Γλυφάδα μας του βιβλίου της «Γεννήθηκα στον Βορρά, μεγάλωσες στον Νότο».

Πολύ ταξιδιάρικος ο τίτλος, Ελισάβετ, με πάει και με φέρνει όπως οι διαδρομές που εκτελείς στις κορυφές και στα άδυτα των ψυχών της μάνας και της κόρης του βιβλίου σου. Μακεδονία πάνω βόρια η πατρίδα σου, Κάρπαθος κάτω νότια η δική μου πατρίδα!

Πήρα λοιπόν στα χέρια μου το βιβλίο από την ίδια καιρό πριν σε μια συνάντησή μας στο σχολείο που εργάζομαι. Με την Ελισάβετ δεν συναντιόμαστε συχνά πια από τότε που τα παιδιά της, εδώ και αρκετά χρόνια, αποφοίτησαν από το 1ο Δ.Σ. Γλυφάδας. Κάθε συνάντησή μας όμως έχει πολύ ενδιαφέρον. Αναπτύσσουμε γόνιμους διαλόγους και προβληματισμούς συζητώντας για τις σχέσεις των ανθρώπων των καιρών μας μια που αν το καλοσκεφτούμε τα πιο μεγάλα ζητήματα και προβλήματα εμάς των ανθρώπων εκπορεύονται από τις σχέσεις μας με προεξάρχουσα βέβαια τη σχέση με τον εαυτό μας. Ανταλλάσσουμε με την Ελισάβετ σκέψεις και απόψεις και για την εκπαίδευση και αγωγή των νεότερων στην οποία συμμετέχω κι εγώ από τη θέση μου σήμερα ως διευθυντής τώρα πια του 1ου Δ.Σ.

Μια νύχτα Σαββάτου λοιπόν. Μια μάνα και μια κόρη που πίνουν ζεστό τσάι, ζεστό σαν τις καρδιές τους, γεμάτο αρώματα από κανέλλα και γαρύφαλλο. Ένα ολονύχτιος διάλογος ανάμεσά τους ως το πρωί εκείνης της Κυριακής, για να δώσουν σε μας ένα συμπύκνωμα γνώσης και σοφίας (σοφία εδώ εννοώ την εφαρμοσμένη γνώση στην πράξη της ζωής) πρώτες ύλες δηλαδή για το χτίσιμο συμπαγών γεφυρών ανάμεσα στο χθες και το σήμερα. Ένας διάλογος ανάμεσα σε δύο γενιές που καλούνται να συνδεθούν μεταξύ τους για να κατανοήσουν βαθιά και με αγάπη η μία την άλλη, με ζητούμενο τον προσανατολισμό του πλοίου της ζωής τους σε φωτεινές και ανοιχτές θάλασσες. Καλούνται να κατανοήσουν ότι είναι απείρως περισσότερα και πιο σημαντικά αυτά που τις ενώνουν απ’ ό,τι μπορεί να τις χωρίζει. Μήπως, ούτως ή άλλως, δεν βρίσκεται καθεμιά τους στη δική της πορεία εξέλιξης; Μήπως όλοι μας ανεξαιρέτως δεν βρισκόμαστε σε πορεία και ταξίδι εξέλιξης; Μικροί και μεγαλύτεροι; Λίγη η σημασία του ποιος προηγείται και ποιος έπεται.

Η Ελισάβετ στο βιβλίο της επιχειρεί ένα ταξίδι στο σχετίζεσθαι και στα φωτεινά μα και σκιώδη άδυτα της ανθρώπινης ύπαρξης κρατώντας ως αποσκευές την πένα, το χαρτί, το καταστάλαγμά της ως μητέρα, την κλινική εμπειρία της ως ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια μα κυρίως τη βαθιά της επιθυμία να ακούσει την κόρη της, να την αφουγκραστεί γνωρίζοντας η ίδια πολύ καλά ότι το κλειδί της κατανόησης είναι η σφοδρή και γνήσια επιθυμία να ακούμε και κυρίως να νιώθουμε τον σημαντικό άλλο.

Τα γραφόμενα της μαρτυρούν στοχαστική παρατήρηση και συμμετοχή στο γίγνεσθαι και είναι μια μαρτυρία για τη γλυκιά αγωνία και την ευαισθησία της, κριτήρια με τα οποία προσεγγίζει διαγενεακά το κάθε τώρα της σχέσης με την κόρη. Ο διάλογος κόρης και μάνας στο βιβλίο είναι καρπός μιας ξεγυμνωτικής σχέσης, αφτιασίδωτης και ειλικρινούς. Χωρίς μάσκες τώρα πια. Τώρα μιλούν τα πρόσωπα και με αλήθειες. Μόνο. Τα νοήματα μοιάζουν να ενώνονται ερωτικά, και εννοώ τον έρωτα εδώ ως κατάσταση της ύπαρξης, καθαγιάζοντας και λυτρώνοντας τα πρόσωπα ως φορείς των διαφορών ανάμεσα στις γενιές.

Η συγγραφέας γράφει σε ένα όμορφα ώριμο στάδιο της ζωής της. Σ΄ αυτό το στάδιο κάνει μια στάση στο λιμάνι των συγκερασμών. Στοχάζεται το σήμερα και αναστοχάζεται τα περασμένα με μια ευλογημένη πληρότητα και μας φιλοξενεί γενναιόδωρα μέσα στην ιστορία της. Μέσα στα κρυστάλλινα ποτήρια που μας φιλεύει εμπεριέχονται θερμά συναισθήματα, αγάπη, κατανόηση, σεβασμός, αλήθεια και άλλα.

Τα δύο πρόσωπα - πρωταγωνιστές της Ελισάβετ, μα και οι πρόγονοι μέσα από αυτά με το αποτύπωμα που αναπόφευκτα έχουν αφήσει σε καθεμιά τους, όπως βέβαια και σε καθέναν από μας οι δικοί μας πρόγονοί μας, ανοίγουν διάπλατα τις πύλες της ψυχής τους και εκθέτουν απενοχοποιημένα στα μάτια μας την εσωτερική όψη του είναι τους.

Στη θέση της μάνας και της κόρης άριστα θα μπορούσε να είναι πατέρας και γιος, πατέρας και κόρη ή μάνα και γιος με ό,τι πολύτιμο φορτίο κουβαλά καθένας στο ταξίδι της ζωής του. Κόρη και μάνα όπως η Ελισάβετ τις φιλοτεχνεί στα μάτια μας, καθώς διάβαζα το βιβλίο, με έστελναν έντονα ξανά και ξανά στον γόνιμο ανθρωποκεντριστή Αντρέ Μπρετόν: «Η απάντηση είναι ο άνθρωπος, όποια και αν είναι η ερώτηση». 

Η συγγραφέας καταδύεται στη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, που είναι το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται οι ζωές των πρωταγωνιστών της. Παρατηρεί σχολαστικά και κρίνει αυτή την πραγματικότητα, αναστοχάζεται, βρίσκει τους συνδέσμους που ενώνουν τον ατομικό με τον συλλογικό βίο και μας δίνει να καταλάβουμε τελικά ότι ο άνθρωπος νικάει μόνο αν ξέρει να μετράει τις ήττες του και να επουλώνει τα τραύματά του.

Χωρίς ίχνος πίεσης, μα με ένα άγγιγμα τρυφερό σαν χάδι, οδηγεί τον αναγνώστη στο συμπέρασμα ότι το μεγαλείο της ζωής βρίσκεται στο να δίνεις και να δίνεσαι με επίγνωση και να επιστρέφεις σε σένα πολλαπλασιασμένος. Στο να αγαπάς και ν΄ αγαπιέσαι. Με μια αγάπη λυτρωτική για τα συμβαλλόμενα μέρη, με μια αγάπη που ίσως χρειάζεται να δαγκώσει κάποιες φορές μα που γνωρίζει επίσης πότε, πού και πόσο και πάντα τόσο όσο να μην προξενήσει πληγή ή τραύμα. Η Ελισάβετ γνωρίζει καλά ότι τον κόσμο αλλάζει και φέρνει κοντά η αγάπη, όχι η κριτική, εκτός και αν η δεύτερη ορίζεται και έχει αφετηρία της την πρώτη.

Έτσι και το «Γεννήθηκα στον Βορρά, μεγάλωσες στον Νότο» δεν είναι τόσο γέννημα του νου όσο των βιωμάτων της Ελισάβετ. Είναι ένα ξεχείλισμα της ψυχής της, είναι μια βιωμένη συγκίνηση κι ένα πέλαγος ανθρώπινων συναισθημάτων που ψάχνουν τη διέξοδό τους μέσα από το έργο. Η αξία όμως τελικά του βιβλίου μα και το νόημά του ανάγεται κυρίως στον αποδέκτη του, δηλαδή σε καθέναν από εμάς που το διαβάζουμε. Στην επίδραση που αυτό ασκεί πάνω μας. Η αξία του βρίσκεται στο τι θα αντιληφθούμε εμείς στη συνάντησή μας μαζί του, τι συναισθήματα και τι είδους συγκινήσεις θα μας προκαλέσει.

Πιστεύω, Ελισάβετ, ότι τυχαίο και συμπτωματικό δεν είναι τίποτα. Καθετί έχει μια αιτία κι έναν σκοπό. Ακόμα κι αν εμείς αδυνατούμε να διακρίνουμε τούτες τις σχέσεις πολλές φορές. Το «Γεννήθηκα στον Βορρά, μεγάλωσες στον Νότο» έρχεται σε μια μεγάλης διάρκειας περίοδο συλλογικής ταραχής, ίσως και διαταραχής, να μας βοηθήσει να βρούμε δύσκολες απαντήσεις σε ερωτήματα.

Ίσως βέβαια, σκέφτομαι, δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε όλες τις απαντήσεις. (Είναι βλέπετε κι εκείνα τα ερωτήματα, όπως είπε ο Τολστόι, που τέθηκαν για να παραμείνουν αιωνίως ερωτήματα. Ακόμα και αν εμείς επινοούμε απαντήσεις γι΄ αυτά ή τα αγνοούμε.) Είναι όμως απαραίτητο να προσεγγίζουμε με ψυχικό μεγαλείο, με συναισθηματική ευρυχωρία και αντιληπτική ευρύτητα τις συνθήκες και τα πρόσωπα της ζωής μας ώστε αυτή η αμφίδρομη σχέση με τη ζωή ν΄ αφήνει σε μας, στα παιδιά μας και τους συνανθρώπους μας όμορφη επίγευση.

Ελισάβετ, σου εύχομαι απ΄ την καρδιά μου να βρίσκεις πάντα δημιουργικούς τρόπους να αποτυπώνεις τον ιδιαίτερο ψυχισμό σου, να καλλιεργείς ολοένα τη γραφή σου για να περιγράφεις με τόσο διεισδυτικό και τρυφερό ρεαλισμό την ομορφιά, το φως αλλά και τις σκιές του κόσμου που μας περιβάλλει, όπως η δική σου ματιά τα αντιλαμβάνεται και τα καταγράφει.



Σας ευχαριστώ πολύ.

Η ομιλία της ψυχολόγου - ψυχοθεραπεύτριας – δραματοθεραπεύτριας, Λουκίας Αποστολίδου:

Είναι συμβολικό για εμένα που στην αποψινή βραδιά μιλώντας για το βιβλίο της γυναίκας, συγγραφέως που μου έδωσε το ζην είναι παρόντες και σημαντικοί άλλοι, δάσκαλοι στους οποίους οφείλω το ευ ζην.

Λέγεται πως η αλήθεια πονάει.. εγώ θέλω να βιώσω την θεραπευτική της διάσταση μας λέει η συγγραφέας και η κόρη συμφωνεί. Είναι ένα βιβλίο που καλεί σε έναν ανοιχτό διάλογο για την αλήθεια. Την ιστορική αλήθεια, την αλήθεια μιας οικογένειας, την αλήθεια που βιώνει ένας άνθρωπος σε όλους τους ρόλους και σε κάθε στιγμή της ζωής του. Είναι ένα βιβλίο γεμάτο από κοινωνικό ιστορικές αναφορές και ντοκουμέντα συναισθηματικά φορτισμένο, δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς όταν μιλάμε για την πιο σημαντική και την πιο δύσκολή σχέση όπως είναι αυτή η σχέση δύο γυναικών, μιας μητέρας και μιας κόρης που αναζητούν τα πολυπόθητα πατήματά τους.

Προσδοκούν να τα βρουν, τί άλλο μπορούν να κάνουν, αυτό που κάνουν τώρα, αυτό που γίνεται μέσα σε αυτό το βιβλίο, ένας ανοιχτός διάλογος στη διάρκεια μιας νύχτας μέχρι το ξημέρωμα, μέχρι τη λύτρωση και των δυο. Αφενός η ιστορική αναφορά λειτουργεί ως τεκμηρίωση και επικυρώνει το επιστημονικό υπόβαθρο του κειμένου. Συγχρόνως θυμίζει ή παραπέμπει στις πετρούλες που πέταγε ο Κοντορεβιθούλης στο δρόμο φεύγοντας από το σπίτι για να μπορέσει να βρει το δικό του δρόμο χωρίς να χάσει αυτόν από όπου προέρχεται, αυτός ο δρόμος είναι ένας ομφάλιος λώρος. 

Αν πούμε πως αυτή η διαδικασία- διαδρομή δεν είναι ένας ίσιος δρόμος, ούτε ένας παράδρομος, αλλά είναι ένας δρόμος που φέρνει μια τομή στην προσωπική ιστορία που καλούμαστε να δια σκίσουμε από το παρελθόν που είναι η ιστορία στην οποία έχουμε εγγραφεί πριν από την γέννησή μας για να περάσουμε απέναντι στο δρόμο που θα ανοίξουμε εμείς και είναι αυτός της δικής μας πλέον ελεύθερης ζωής. Χαρακτηριστικά σε μια στιγμή της θεραπευτικής μου διαδρομής έγραψα αυτό…

Μάλλον πρέπει να περάσω μέσα από αυτήν τη δίνη, να βρεθώ στο κέντρο της. να σταματήσω να αποφεύγω. Εκεί είναι η απάντηση που ψάχνω, πόσο μακριά και πόσο κοντά μου συνάμα. Πόσο μακριά έχω πάει ήδη… τελικά το πιο αβάσταχτο, το πιο δύσκολο όλων είναι να βουτήξεις στο παρελθόν σου, που ξυπνάει όλες τις αδίστακτες απαντήσεις σε σκληρά ερωτήματα. Θεέ μου, όλα είναι φωτιά και πλημμύρα μαζί, όπως είναι τελικά ο πυρήνας, ο πυρήνας της γης, ο κάθε πυρήνας. Βασανιστήριο και λύτρωση μαζί, αυτή η βουτιά στο παρελθόν…

Για να θεραπευτείς πρέπει να φτάσεις στη ρίζα της πληγής και να τη φιλήσεις ως απάνω, λέει Ρούπι Καούρ.

Πρώτα σε αυτό το βιβλίο παρακολουθούμε το δια λογο μιας μητέρας με της κόρης και μπορεί και τους εσωτερικούς μονόλογους δύο υπάρξεων που η μία έφερε την άλλη στην ζωή. Όπως είπε ο Λακάν η γέννηση της ζωής είναι η γέννηση του κόσμου δηλαδή η γέννηση της γλώσσας. Έτσι και σε αυτήν την γέννηση αναγεννήθηκε η γλώσσα. Η μητέρα εγγράφει το παιδί στην πρώτη αρχέγονη σωματική γλώσσα που είναι το βλέμμα, το κλάμα, η κραυγή και στην συνέχεια αυτής της αρχέγονης και πρωτόγονης γλώσσας καλούνται να επικοινωνήσουν. Είναι αυτή η πρωτόγονη γλώσσα η οποία πρέπει να εμπεριέχεται στην επικοινωνία μεταξύ γονιού και παιδιού και όχι μόνο η σημασιολογικά αρθρωμένη γλώσσα. Ο Σώττερ περιέγραψε την επικοινωνία ως μια σχέση ενστικτώδη, στιγμιαία δραστηριότητα, λέγοντας ότι οι άνθρωποι βλέπουν και δρουν τόσο διαμέσου της χρήσης των λέξεων, όσο και με την χρήση των ματιών ή των μελών του σώματος.

Διαβάζοντας εγώ με το διττό ρόλο της αναγνώστριας και της κόρης το βιβλίο γεννήθηκε η ανάγκη να διερευνήσω πως μπορεί να δημιουργηθεί γέφυρα στην επικοινωνιακή απόσταση μεταξύ των δυο γενεών. Απόσταση που αφενός οφείλεται στο γεγονός ότι συχνά ξεχνάμε να κάνουμε χρήση της αρχέγονης γλώσσας του συναισθήματος και των αισθήσεων και αφετέρου στους παγιωμένους ρόλους γονιού και παιδιού. Που δεν βοηθούν στη δημιουργία ενός κοινού κώδικα επικοινωνίας. Χρειάζεται ο καθένας μας να πει για το πως δημιούργησε τη γλώσσα του και για το πως την χρησιμοποιεί ώστε να υπάρξει ουσιαστική κατανόηση στην επικοινωνία. O Γκέργκεν λέει πως «αν αποζητούμε την αλλαγή, πρέπει επίσης να δεχτούμε την πρόκληση του να παράγουμε νέα νοήματα, του να γίνουμε ποιητικοί ακτιβιστές».

Έχουμε συνδέσει συνειρμικά την σχέση μητέρας και κόρης και εν γένει την σχέση της κάθε γενιάς με της προηγούμενης με την έννοια του χρέους και την προσδοκία να πάρει η νέα γενιά την σκυτάλη και να την φέρει πίσω, ενώ η σκυταλοδρομία επιζητά ο δρομέας να πάρει την σκυτάλη και να κάνει τη δική του διαδρομή. Που οφείλεται αυτός ο αρχέγονος συνειρμός τελικά και εκεί απαντάει η συγγραφέας:

«Την παγίδα όμως εσύ και εγώ την ξέρουμε καλά εσύ δεν με είχες όσο με ήθελες και εγώ δεν είχα καταλάβει πως δεν έπρεπε, δεν ήταν υποχρεωτικό να σε στερηθώ, θύματα και οι δυο μιας τεράστιας παρεξήγησης». Οπότε είναι σημαντικό να συναποφασίσουμε ότι η σχέση αυτή δεν πρέπει να βασίζεται στην στέρηση στο καθήκον και στο χρέος αλλά σε έναν ανοιχτό διάλογο όπου θα εκφράζεται αβίαστα το αίτημα της φροντίδας. «Μέσα από ένα πρίσμα συνεννόησης και συνέπειας που αντιλαμβάνεται την ανάγκη για προσέγγιση και την επιδιώκει. Εκεί ίσως βρούμε τις απαντήσεις που όλοι ζητούμε». Απόλυτη ταύτιση είναι αδύνατο να υπάρξει, όπως όμως τα μόρια του νερού που λόγω της συνοχής τους ενώνονται σε ένα ορμητικό σώμα ίσως να κυλίσουμε κι εμείς προς την ίδια κατεύθυνση με τον ίδιο σκοπό μέσα στο ποτάμι που γυρνά το μύλο της ζωής.

Αυτό το βιβλίο περνώντας μέσα από τη δίνη της ιστορίας, του πόνου, της απουσίας, μας καλεί να περάσουμε απέναντι στην ευτοπία, έναν τόπο που επιτρέπει να πειραματιστούμε χωρίς ενοχή, να μετουσιώσουμε τα τραύματα σε δύναμη και να ανακατασκευάσουμε την πραγματικότητα που έχουμε ανάγκη να ζήσουμε. Το κλείσιμο του βιβλίου σηματοδοτείται από το ξημέρωμα μιας νέας ημέρας και θα μπορούσε να μοιάζει με το κλείσιμο μιας θεραπευτικής σχέσης, όπου ο θεραπευμένος απόφοιτος πια έχει αποκομίσει όλα τα εφόδια ώστε να μην είναι πλέον αυτό που του έχει συμβεί αλλά αυτό που επιλέγει να γίνει. Άλλωστε αυτό δικαιούμαστε, ας το αναγνωρίσουμε.

Η ομιλία της συγγραφέας του βιβλίου, Ελισάβετ Μπαρμπαλιού:

Θα αναρωτηθεί κανείς, γιατί τώρα ένα τέτοιο βιβλίο;

Γιατί τα τελευταία χρόνια, ως κοινωνία αλλά ιδιαίτερα ως ειδικοί του κλάδου της ψυχικής υγείας, ερχόμαστε αντιμέτωποι με αλλεπάλληλες και πολυεπίπεδες κρίσεις και παλεύουμε όλοι μας, ο καθένας μέσα από τον δικό του ρόλο (γονείς, εκπαιδευτικοί, ειδικοί της ψυχική υγείας, πολιτεία) αλλά και με τον δικό του τρόπο να τις διαχειριστούμε και να τις αντιμετωπίσουμε.

Κρίσεις όπως η οικονομική, η περιβαλλοντική,  υγειονομική, αυτή των θεσμών, πόλεμοι, το προσφυγικό, βία και ακρότητες , αφήνουν το αποτύπωμά τους βαθύ και ανεξίτηλο στη σωματική και ψυχική υγεία όλων αλλά κυρίως των νέων, των παιδιών μας δηλαδή. Και έτσι, εκείνα μέσα από τις αντιδράσεις και τη συμπεριφορά τους καθρεφτίζουν καθημερινά και αντανακλούν με δυσφορία τα άλυτα ζητήματα της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν και αναπτύσσονται.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες και μέσα στις ραγδαίες κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, χωρίς ενημέρωση, επίγνωση και επεξεργασία, χωρίς εξισορροπητικούς μηχανισμούς, μπροστά στον φόβο για το καινούργιο και το άγνωστο, παρατηρούμε να εκδηλώνονται φαινόμενα όπως: ενδοοικογενειακή βία, συγκρουσιακές σχέσεις, γυναικοκτονίες, αδιέξοδα που ξεσπούν σε κοινωνική βία και παραβατικότητα, με αποκορύφωση τη χρήση ουσιών και δυστυχώς ενίοτε και αυτοκτονιών.

Ο έντονος προβληματισμός για τις εκφράσεις δυσφορίας που προαναφέρθηκαν, σε μια εποχή που οι απανωτές κρίσεις μας οδήγησαν στην απομόνωση και στον άκρατο ατομικισμό, σε αρνητικά συναισθήματα και κατακερματισμένους ανθρώπους, με κινητοποίησε προς τη συγγραφή αυτού του βιβλίου.

Το κυρίαρχο μήνυμά του είναι η αντιμετώπιση του φόβου, καθώς και η συνάντηση αλλά και η συμφιλίωση με τον άγνωστο που βρίσκεται μέσα μας, δίπλα μας, γύρω μας. Κυρίως όμως αναδεικνύει την ανάγκη για αναγνώριση και αντιμετώπιση του τραύματος, συλλογικού και ατομικού, που πιέζει σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, να βγει στην επιφάνεια και να εκφραστεί, για να μπορέσει να γιατρευτεί.

Η αφορμή και το έναυσμα για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου μου δόθηκαν πριν μερικά χρόνια, όταν ο Ίρβιν Γιάλομ, ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή ψυχοθεραπευτές, ήρθε για πολλοστή φορά στην Ελλάδα, μια χώρα που όπως λέει αγαπά για πολλούς λόγους. Αυτή τη φορά είχε έρθει στην Αθήνα για να παρουσιάσει το βιβλίο του «Στον κήπο του Επίκουρου». Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του εξέφρασε τον θαυμασμό και την απορία του μέσα σε μια κατάμεστη αίθουσα στο «Μέγαρο Μουσικής» (για 3.500 άτομα μίλαγε τότε Τύπος), για αυτό το τόσο έντονο ενδιαφέρον των Ελλήνων για τα βιβλία του, τα οποία, όπως δήλωσε, έχουν τα υψηλότερα ποσοστά πωλήσεων στη χώρα μας, αναλογικά με τον πληθυσμό της, σε σχέση με άλλες χώρες.

Τότε, μαζί με τον προβληματισμό που με απασχολούσε τα τελευταία χρόνια ξεπήδησε από μέσα μου και η ελπίδα: ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να ασχοληθούμε πλέον στον τόπο μας, πιο ουσιαστικά, με την κάλυψη των ψυχικών μας αναγκών, που για πολλούς λόγους έμεναν για χρόνια ακάλυπτες. Κάπως έτσι άρχισε να δουλεύει έκτοτε αδιάκοπα μέσα μου και να με απασχολεί η αναζήτηση απαντήσεων σε θέματα ψυχικής υγείας που προδιαγράφονται από ένα ζοφερό παρελθόν και παρόν που πιθανότατα θα καθρεφτιστούν και στο μέλλον.

Η απάντηση στο ερώτημα του Γιάλομ ήρθε εν μέσω κάποιας οικογενειακής θεραπευτικής συνεδρίας στη διάρκεια της οποίας εναλλάσσονταν τα έντονα συναισθήματα αγανάκτησης και αγωνίας, από πλευράς των γονιών, με τον ανέκφραστο θυμό και την απόγνωση, από την πλευρά του νεαρού γιου της οικογένειας. Τις δύο γενιές τις χώριζε άβυσσος σε σχέση με τις ανάγκες, τις αξίες, τις πεποιθήσεις και τα στερεότυπα, αλλά και τον τρόπο έκφρασης της δυσφορίας τους.

Τότε ένιωσα πως ήρθε η ώρα για έναν διαγενεακό διάλογο του παρελθόντος με το παρόν προς ένα καλύτερο μέλλον, για όλους. Έναν διάλογο με αλήθειες και τόλμη. Η ιστορία αυτού του τόπου και οι συνθήκες διαβίωσης λόγω πολέμων, φτώχειας, ξενιτιάς και έλλειψης παιδείας ανάγκασαν τους ανθρώπους να ξεχάσουν τις ψυχικές ανάγκες και τα όνειρά τους, πεπεισμένοι, αναγκαστικά, ότι αυτό ήταν η ζωή.

Η γενιά των γονιών μας, θύματα και εκείνη αυτών των τραγικών συνθηκών δεν είχε το περιθώριο να ανοίξει τα φτερά της, παραμένοντας εγκλωβισμένη και ανήμπορη να μοχθεί, με μοναδικό σκοπό την επιβίωση και τη μόρφωση των παιδιών της.

Η γενιά που ακολούθησε, η δική μας δηλαδή γενιά, εμείς που γίναμε γονείς στις δεκαετίες του ’80-’90, έχοντας ανοιχτότερους ορίζοντες, προοπτικές και δυνατότητες, πάντα με οδηγό το χρέος προςεκείνους που θυσιάστηκαν για εμάς, έπρεπε να προσπεράσει το τραύμα για να αλλάξει τη μοίρα της. Προτεραιότητα της γενιάς μας, κατά τα χρόνια της νιότης μας, υπήρξε η διεκδίκηση της ελευθερίας και των δικαιωμάτων, σε μια κατακερματισμένη κοινωνία διακρίσεων και δεινών.

Εμείς οφείλαμε να χτίσουμε πάνω στα ερείπια με καινούργια και ενίοτε άγνωστα υλικά και να ξεχρεώσουμε εκπληρώνοντας μαζί με τα δικά μας όνειρα και εκείνα των γονιών μας. Καταφέραμε πολλά και ζήσαμε έτσι χρόνια κατακτήσεων και ευημερίας.

Το βάρος, όμως, της σιωπής και του ανέκφραστου πόνου που μας κληροδοτείται από το παρελθόν είναι φορτίο ασήκωτο και το γνωρίζει ο καθένας από εμάς. Παραμένοντας κλεισμένο στην ψυχή, προκάλεσε ψυχικά και συναισθηματικά ελλείματα, συμβιωτικές σχέσεις, πόνο και ψυχικές διαταραχές, που όντας ανεπεξέργαστα μεταβιβάσθηκαν και στη γενιά των παιδιών μας.

Αυτή η γενιά των νέων, φέρνει σήμερα, με κάθε τρόπο, στην επιφάνεια, άλλοτε συνειδητά , όμως τις περισσότερες φορές ασυνείδητα, το τραύμα πολλών γενεών που εκδηλώνεται με προβλήματα συμπεριφοράς, ψυχικά και συναισθηματικά αδιέξοδα, κατάθλιψη, παραβατικότητα, διάφορες εξαρτήσεις, και πολύ συχνά τελευταία, απόγνωση, που οδηγεί στα άκρα.

Όμως, στη σημερινή γενιά εμείς είμαστε αυτοί που κληροδοτήσαμε μαζί με τα καλά και όλα μας τα βάρη, τις παραλείψεις, τις οικονομικές ακρότητες, τα θαλασσοδάνεια, την κλιματική αλλαγή, τις προβληματικές οικογενειακές σχέσεις.

Έτσι, προέκυψε αυτή η γενιά, η γενιά η κατακλυζόμενη από εικόνες, αποκλεισμένη μπροστά σε οθόνες μόρφωσης και ψυχαγωγίας που σπάνια αφήνουν χώρο για σκέψεις και αναζητήσεις. Η δική μου γενιά αντιθέτως αναζητούσε ανακούφιση σε άλλα μονοπάτια, όπως για παράδειγμα εκείνα των βιβλίων και της εκ του σύνεγγυς επαφής.

{ Ήταν τότε που εμείς εξερευνούσαμε τη ζωή με κόπο, μέσα από την ανάγκη μας για δημιουργικότητα. Σήμερα δυστυχώς οι νέοι αποταμιεύουν παθητικά, σωρεία γνώσεων και πληροφοριών είτε από το σχολείο, είτε από το διαδίκτυο, τις περισσότερες φορές χωρίς μελέτη, προβληματισμό και επεξεργασία. }

Για τον τρόπο παρουσίασης όλων των παραπάνω προβληματισμών επέλεξα τον διάλογο μάνας – κόρης, αντί μιας επιστημονικής μελέτης, προκειμένου να φέρω στο προσκήνιο αυτά τα κρίσιμα ζητήματα που αποτελούν σημεία των καιρών, κάποια του παρόντος και πολλά άλλα που μας ακολουθούν από το παρελθόν.

Χρησιμοποίησα βιογραφικά στοιχεία και προσωπικά βιώματα που στη συνάντησή τους με εκείνα των θεραπευόμενών μου, ένιωσα να καρποφορούν, παράγοντας έντονες και δυνατές συνηχήσεις οι οποίες έγιναν υλικό και πηγή έμπνευσης για το βιβλίο αυτό. Τόλμησα, αυτό που στην ψυχολογία αποκαλείται «έκθεση του θεραπευτή», για να δώσω σκέψη, φωνή και λόγο και στις δυο γενιές που παίρνουν μέρος στη συζήτηση αυτή, συμπεριλαμβάνοντας βιώματα που εφάπτονται και στον ρόλο του γονιού αλλά και σε αυτόν του παιδιού, με σκοπό να τις απενοχοποιήσω, προτρέποντάς τες να εμπιστευτούν και να εκφραστούν.

Πιστεύοντας βαθιά στη σημαντικότητα του διαλόγου του παρελθόντος με το παρόν, για ένα καλύτερο μέλλον, οι χαρακτήρες του βιβλίου τολμούν και έρχονται αντιμέτωποι με δύο κόσμους, φαινομενικά αντίθετους και ξένους, σε δρόμους που μοιάζουν «αταίριαστοι». Πότε αντιδικούν και μιλούν για τη διαφορετικότητά τους, και άλλοτε με τρυφερότητα και κατανόηση, επιδιώκουν τη συνεννόηση , την εγγύτητα και την ανακούφιση.

Οι διάλογοι εξελίσσονται κατά τη διάρκεια μιας νύχτας, από το δείλι ως την αυγή, με γέλιο και δάκρυ, με αγάπη και πόνο, με απόγνωση αλλά και ελπίδα, με αλήθειες που άλλοτε πληγώνουν και άλλοτε λυτρώνουν.

Συζητιούνται θέματα στα οποία οι δυο τους, μάνα και κόρη ( θα μπορούσε να είναι ο κάθε γονιός, οποιουδήποτε φύλου με το παιδί του….) ρίχνουν φως, μέσα από αυτή τη συνάντηση από καρδιάς, σε ζητήματα όπως: το διαγενεακό τραύμα, η οικογένεια, οι ανθρώπινες και οι διαφυλικές σχέσεις, η εξέλιξη της τεχνολογίας και οι συνέπειες της, η κλιματική αλλαγή, η βία και ο πόλεμος, η Τρίτη ηλικία, η Πανδημία, η κρίση αξιών αλλά προπάντων οι αγωνίες των νέων.

Οι δύο γυναίκες ανήκουν σε κόσμους φαινομενικά αντίθετους και ασύμβατους. Μοιάζει να τις χωρίζουν πάρα πολλά, παρότι η χρονική απόσταση των γενεών στις οποίες ανήκουν είναι σχετικά μικρή. Αυτό που μοιάζει να τις συνδέει είναι η ανάγκη, εκατέρωθεν, για επικοινωνία, κατανόηση και σύμπλευση, αφού οι υπόγειες και ασυνείδητες συγγένειες που τις ενώνουν είναι αυτές που οι άνθρωποι, τις περισσότερες φορές, δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν, οι πανανθρώπινες δηλαδή ανάγκες.

Μέσα από αυτή τη συζήτηση διαφαίνονται οι διαδρομές και οι αξίες των προηγούμενων γενεών που απλώνουν τις ρίζες τους στο σήμερα, καθώς και τα τεντωμένα κλαριά της σύγχρονης γενιάς.

Κάτω από αυτό το δέντρο λοιπόν ας καθίσουμε όλοι μας για να αναλογιστούμε. Να αφουγκραστούμε καλύτερα για να δούμε καθαρότερα, με περίσσιο ενδιαφέρον, νοιάξιμο και αποφασιστικότητα τα παραπάνω προβλήματα και να αξιοποιήσουμε ότι πολυτιμότερο έχουμε για να τα αντιμετωπίσουμε: την ψυχή, το βίωμα, τα ψυχικά μας αποθέματα, τη γνώση αλλά κυρίως τη συμπόνοια και την τρυφερότητα, που όλοι μας έχουμε τόσο ανάγκη. Χωρίς φόβο και αναστολές να μπορέσουμε να πούμε αλήθειες που γιατρεύουν, λυτρώνουν και εντέλει γεφυρώνουν το χάσμα, ώστε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη μοναξιά και τη διάχυτη αίσθηση της ματαιότητας που βιώνουμε.

Όσο πιο βαθιά στο παρελθόν και στην ιστορία μας μπορέσουμε, γονείς και παιδιά, να δούμε, με τα μάτια της καρδιάς, τόσο πιο ψηλά θα καταφέρουμε να ανελιχθούμε. Απώτερος σκοπός να φτιάξουμε μαζί, οι δύο γενιές, το πολύχρωμο υφάδι ενός καλύτερου μέλλοντος.

Να φροντίσουμε με τον καλύτερο τρόπο τη σημερινή γενιά. Αυτή τη γενιά που κράτα στο ένα χέρι το ρόδο και στο άλλο το ξίφος.

*Πηγή φωτογραφιών: Ελισάβετ Μπαρμπαλιού (facebook)*

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr