15 Ιανουαρίου 1996: Ο Ανδρέας Παπανδρέου παραιτείται μέσα από το Ωνάσειο - Η στιγμή που φτερούγιζε η ιστορία αλλά και ο θάνατος

Οι 123 ημέρες στην εντατική του Ωνασείου ήταν για τον Ανδρέα Παπανδρέου ημέρες απέραντης δοκιμασίας, όχι μόνο γιατί το «παιχνίδι» της ζωής και του θανάτου ήταν σκληρό, αλλά γιατί ένα άλλο παιχνίδι, αυτό της εξουσίας, είχε φουντώσει.

Ο αναγνώστης θα βρει να αναφέρονται πολλές σκηνές από εκεί. Και, μεταξύ των άλλων, θα γευθεί από την πίκρα που αισθάνθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου για τη συμπεριφορά ορισμένων στελεχών του ΠΑΣΟΚ.

Η σκηνή που περιγράφεται με τον γαμπρό του πρωθυπουργού «να θέλει να εισέλθει στο θάλαμο», είναι χαρακτηριστική.

«Έδωσε εντολή να μπει μέσα μόνο η Σοφία…», γράφει η κ. Παπανδρέου.

Περιορίστηκε στην εντολή που της έδωσε «μην τον αφήσεις να πατήσει εδώ».

ΟΙ ΠΙΕΣΕΙΣ

Στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον αυτό κεφάλαιο του βιβλίου, όπου αναφέρεται ότι «κάποιοι πίεζαν τους γιατρούς να γνωματεύσουν ότι ο Ανδρέας έχει πάψει να λειτουργεί πνευματικά», η συγγραφέας σημειώνει ότι «προσπαθεί να μην επιτρέψει στην προσωπική της φόρτιση να καθοδηγήσει το μολύβι για πρόσωπα και πράγματα».

Το άρθρο έγραψε το 1977, ο Γιάννης Ε. Διακογιάννης* στα Νέα

Και «δηλώνει όμως και αδυναμία για πλήρη αποστασιοποίηση». Άλλωστε, «γνωρίζει πολλά για το ρόλο πολλών», ακόμη και για τις συναντήσεις «σε παραλιακή βίλα του Σουνίου, όπου γινόταν καθημερινή ιατρική – πολιτική ψηλάφηση των δεδομένων».

Η κ. Παπανδρέου αναφέρεται στο παρασκήνιο που υπήρξε και «σε ορισμένους που λειτουργούσαν υποκριτικά και χωρίς ίχνος ανθρωπιάς και σεβασμού» απέναντι στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ.

«Ο Αντώνης Λιβάνης και ο Γιώργος Παναγιωτακόπουλος γνωρίζουν πολλά περισσότερα από μένα», προσθέτει με έμφαση. Και ξετυλίγει την αφήγησή της για το τι προηγήθηκε, αλλά και το πώς έφτασε στην παραίτηση από την πρωθυπουργία ο Ανδρέας Παπανδρέου.

«ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΖΑΡΙ»

Ακόμη αναφέρεται, μέσα από αρκετές σελίδες του βιβλίου, στο «μεγάλο παζάρι» που έγινε, από ορισμένους, την ώρα που ο Ανδρέας Παπανδρέου έδινε τη μάχη της ζωής, αλλά και «στο παιχνίδι συναλλαγής που της προσφέρθηκε», ακόμη και από κορυφαίους του ΠΑΣΟΚ.

Και «κλείνει» το κεφάλαιο της παραίτησης περιγράφοντας τις δύσκολες ώρες που πέρασε ο Ανδρέας Παπανδρέου αμέσως μετά την υπογραφή στο σχετικό κείμενο.

Η ΥΠΟΓΡΑΦΗ

«Έβαλε την υπογραφή του με ηρεμία κάτω απ’ το κείμενο. Εκείνη τη στιγμή και αυτός και εγώ γνωρίζαμε πως έμπαινε στην τελική ευθεία για το τέλος. Εκείνη τη στιγμή δεν φτερούγιζε μόνο η ιστορία μέσα στο δωμάτιο αλλά κι ο θάνατος, γιατί ο Ανδρέας, χωρίς την πολιτική, δεν μπορούσε να ζήσει. Είχε κάνει όμως δευτερόλεπτα πριν μια πράξη μέγιστης ιστορικής ευθύνης, αυτό που του υπαγόρευε το καθήκον του και η θέση του στην ιστορία.

Ήταν όλοι συγκινημένοι. Εγώ απομακρύνθηκα για λίγο σε μια γωνιά, γιατί εκείνες τις στιγμές έχασα την πάλη με τον εαυτό μου, δεν μπορούσα πια να συγκρατώ τα δάκρυά μου. Γύρισα όμως γρήγορα κοντά του και του είπα «με συγχωρείς που κλαίω, είναι από συγκίνηση, έκανες άριστα που υπέγραψες αυτό το χαρτί». Ήξερε πως δεν έλεγα αλήθεια και ήξερα πως πονούσε όσο κι αν δεν το έδειχνε. Εκείνη τη στιγμή ξέραμε και οι δυο πως ήμασταν μόνοι, αν και το δωμάτιο ήταν ακόμα γεμάτο.

Σε λίγο οι πολλοί έφυγαν, επέστρεψαν στη Χαρ. Τρικούπη όπου συνεδρίαζε το Ε.Γ.

Αργότερα μου είπε και μου το επιβεβαίωσε αυτό και ο Αντώνης Λιβάνης, ότι την ερώτηση, αν έχει τις δυνατότητες για να παραμείνει Πρόεδρος, την έκανε για να δώσει θάρρος και κουράγιο σε μένα, να αισθανθώ δηλαδή ότι και η θέση του Προέδρου ήταν σημαντική.

Οι λίγοι που είχαν απομείνει ήταν συγκινημένοι. Θυμάμαι τον Παναγιωτακόπουλο και τον Καρχιμάκη να κλαίνε, τον Στεφανή να είναι δακρυσμένος.

ΑΡΧΟΝΤΑΣ

Ο ίδιος όμως ο Ανδρέας σηκώθηκε κρύβοντας βαθιά μέσα του το κενό που ήξερα καλά ότι αισθάνονταν. Παρέμενε και εκείνες τις στιγμές άρχοντας. Περπατήσαμε μέχρι το τέλος του διαδρόμου. Θέλοντας να δείξει ελευθερωμένος για να δώσει κουράγιο σε μένα μου λέει με χαμόγελο «ξέρεις όμως Δήμητρα, από σήμερα θα έχω λιγότερη φρουρά και θα έχουμε λιγότερα δικαιώματα, δεν είμαι πια πρωθυπουργός». Του απάντησα «και τι έγινε, δεν μπορούμε να ζήσουμε κι έτσι;».

Ο Αντ. Λιβάνης που είχε μείνει, του είπε σε κάποια στιγμή «Πρόεδρέ μου είναι μια ιστορική μέρα, θα τους εκπλήξουμε όλους, κανείς δεν το περιμένει, θα δεις πόσο καλά θα βγει αυτό για σένα στα Μέσα Ενημέρωσης».

­ Ναι Αντώνη μου, του απάντησε, έχεις δίκιο, ήταν καιρός να γίνει.

Ήμασταν όλοι εκείνη τη στιγμή ηθοποιοί ενός θεάτρου του παραλόγου. Γνωρίζαμε πολύ καλά ο ένας τα αισθήματα του άλλου και προσπαθούσαμε να δώσουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο. Εγώ όμως ήξερα πόσο βαθιά πληγωμένος ήταν, πόση πίκρα αισθάνονταν, σε ποιο κόσμο βρίσκονταν.

Η ΣΤΙΓΜΗ

Και ήταν έτσι. Τρία βράδια μετά την παραίτηση συνέβη κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ, που το σκέφτομαι και σήμερα και με συγκλονίζει. Ήταν η πιο ανθρώπινη, η πιο συγκινητική στιγμή που έζησα κοντά στον Ανδρέα, η πιο βουβή και θλιμμένη.

Νιώθω σήμερα την ανάγκη να τη μεταφέρω, αισθάνομαι ότι αυτό το χρωστάω στον Ανδρέα.

Είχα φύγει για λίγο απ’ το δωμάτιο και ξαφνικά έρχεται ο Ανδρέας Αλεξόπουλος ταραγμένος και μου λέει «ελάτε σας παρακαλώ στο δωμάτιο του Προέδρου».

Μπαίνω μέσα!

Ξαπλωμένος στο κρεβάτι κλαίει!!!

Κλαίω κι εγώ! Σχίζεται η καρδιά μου.

Ποιος; Ποιος σου το ‘κανε αυτό;

Γιατί;

Δεν απαντά!

Του φιλάω τα δάκρυά του! Και τον γεμίζω με τα δικά μου!

Μίλα μου αγάπη μου, γιατί κλαις;

Γιατί;

Ποτέ δεν έμαθα το γιατί!

Ίσως επειδή το ήξερα.

Ίσως το «γιατί» ήταν πιο φανερό κι απ’ τα δάκρυά του!

Η παραίτηση! Αυτό ήταν το γιατί!

Η αρχή του τέλους!

Ήθελα να σκοτώσω εκείνο το βράδυ!

Δεν ήθελα ποτέ να τον δω να κλαίει, όχι για μένα, αλλά για εκείνον!

Πόνεσε πολύ εκείνο το βράδυ!

Εκείνη τη στιγμή το ένιωθα! Είχα γίνει δάκρυ του. Κυλούσα στο πρόσωπό του κι εγώ!

Κρεμόμουνα απ’ τα χείλη του!

Καμιά απάντηση όμως, σιωπή!

Μια σιωπή που τα έλεγε όλα! Κι ένας λυγμός που δεν βγήκε ποτέ! Γιατί ήταν φωλιασμένος για τα καλά μέσα του!

Τον κράτησα στην αγκαλιά μου! Τον έσφιξα!

Ένας βουβός διάλογος ξεκίνησε!

Εγώ θα ‘μαι δίπλα σου πάντα! Όλα θα ξαναγίνουν όπως πριν, θα δεις!

Μαζί θα προσπαθήσουμε!

Έχεις πολλούς ρόλους ακόμα να διαδραματίσεις!

Καμιά απάντηση! Είχε κλείσει τα μάτια του! Τα δάκρυά του είχαν στεγνώσει! Είχε ησυχάσει! Έμεινα δίπλα του! Για να τον προσέχω! Απ’ όλους, από όλα!».

«Η ΕΠΙΛΟΓΗ του Κωστή Στεφανόπουλου στην Προεδρία της Δημοκρατίας έκανε τον Ανδρέα Παπανδρέου περήφανο», τονίζει η κ. Παπανδρέου στο βιβλίο της.

Και αφού αναφέρεται σε στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήθελαν από το ’94 «να απαλλαγούν από την παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου ­ προτείνοντάς τον για την Προεδρία της Δημοκρατίας ­ ώστε να γίνει το συντομότερο δυνατό η είσοδος στο νέο, ελεγχόμενο πολιτικό σκηνικό», και παραθέτει τους λόγους για τους οποίους ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ πίστευε πως θα έπρεπε να μείνει στην ενεργό πολιτική, γράφει:

«Έπρεπε να προτείνει ένα πρόσωπο που θα συγκέντρωνε ευρύτερη αποδοχή και θα ήταν δυνατή η εκλογή του. Η ιδέα για να προταθεί ο Κ. Στεφανόπουλος δεν ήταν τυχαία.

Ο Ανδρέας τον εκτιμούσε πάντα ως έναν έντιμο, ευγενή, σοβαρό και αξιοπρεπή πολιτικό. Είχε πάντα θετική άποψη και εικόνα για τον Κ. Στεφανόπουλο. Άλλωστε το 1989 τον είχε προτείνει στον Συνασπισμό ως πρωθυπουργό κυβέρνησης συνεργασίας.

Είχε εκτιμήσει επίσης τη θαρραλέα και έντιμη στάση του το 1989 κατά της παραπομπής του. Ήταν μια φωτεινή εξαίρεση εκείνη την άγρια εποχή η στάση του Κ. Στεφανόπουλου.

Δεν τον σκέφθηκε λοιπόν τυχαία. Πίστευε πως ήταν μια επιλογή θετική, υπερκομματική για έναν πολιτικό που ήταν αγαπητός στο λαό.

Είναι χαρακτηριστικό δε, ότι στην ιδιόμορφη «ψηφοφορία» που έγινε μεταξύ των μελών του Ε.Γ., της Κ.Ε., και της Κ.Ο. και αφού ο Ανδρέας είχε ανακοινώσει την απόφασή του να μην είναι υποψήφιος, ο Κ. Στεφανόπουλος συγκέντρωσε τη μεγάλη πλειοψηφία των προτιμήσεων.

Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ’93

Σήμερα μάλιστα μπορώ να αποκαλύψω ότι πριν τις εκλογές του 1993, είχε γίνει μια προσπάθεια, με τη μεσολάβηση του Γ. Μπούτου, εκλογικής συνεργασίας με τον Κ. Στεφανόπουλο, που τελικά δεν καρποφόρησε. Εκείνη την εποχή φάγαμε και μαζί, σε ένα γεύμα στο σπίτι του Γ. Μπούτου.

Βολιδοσκοπήθηκε και δέχτηκε την πρόταση. Ο Ανδρέας ήταν χαρούμενος. Πίστευε ότι είχε πάει σε μια πολύ καλή λύση.

Την παραμονή της συνεδρίασης του Ε.Γ., όπου θα λαμβάνονταν η οριστική απόφαση, ζήτησε να του τηλεφωνήσει για να τον ενημερώσει επίσημα ο ίδιος. Θυμάμαι μάλιστα ότι τον ζήτησε στα παλιά του τηλέφωνα, που είχαν αλλάξει. Αναζήτησε τον Αντ. Λιβάνη για να του βρει το τηλέφωνό του, δεν το εύρισκε, η ώρα περνούσε και είχε εκνευριστεί.

Τελικά το τηλέφωνο βρέθηκε, μίλησαν και είχαν μια θερμή και συγκινητική συνομιλία. Τον ευχαρίστησε και του είπε πως με τιμή και χαρά αποδέχεται την πρόταση.

Δεδομένου ότι και η Πολιτική Άνοιξη είχε ανακοινώσει ότι θα στηρίξει υποψηφιότητα του Κ. Στεφανόπουλου, ο Ανδρέας ήταν ικανοποιημένος και σίγουρος.

Ξανατηλεφωνήθηκαν μέχρι την ημέρα της ψηφοφορίας. Είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ένα πολύ καλό κλίμα μεταξύ τους.

Οφείλω να καταθέσω σ’ αυτό το σημείο πως ο Ανδρέας όχι μόνο δεν μετάνιωσε για την επιλογή του, αλλά ήταν πάντα περήφανος γι’ αυτήν. Όσο καιρό συνεργάστηκαν με τον νέο Πρόεδρο, είχαν μια άψογη συνεργασία και ήταν πάντα απόλυτα ικανοποιημένος απ’ τις συναντήσεις και τις συνομιλίες τους. Διαψεύστηκαν έτσι πολλές Κασσάνδρες, που προέβλεπαν ότι πολύ σύντομα θα τελείωνε ο μήνας του μέλιτος μεταξύ Προέδρου και Πρωθυπουργού.

Ο Ανδρέας δεν έπαψε ποτέ να εκφράζεται παντού με τα θερμότερα λόγια για τον Πρόεδρο. Εκτιμούσε τις απόψεις του, την αναλυτική του σκέψη, το ήθος και την ευπρέπειά του. Πίστευε πως στο πρόσωπο του Κ. Στεφανόπουλου είχε βρεθεί και εγκαινιάζονταν και ένα νέο προφίλ Προέδρου, προσιτού, «λαϊκού», απλού, που ιδιαίτερα του άρεσε.

Η συνάντησή τους στο Ωνάσειο ήταν απ’ τις πιο συγκινητικές στιγμές που έζησε εκεί και δεν θα την ξεχάσω ποτέ».

* Ο Γιάννης Διακογιάννης του Ελευθερίου δημοσιογράφος και συγγραφέας, γεννήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1957 και πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 2006.

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr