Το 1992, ο τότε αρχισχεδιαστής του Οίκου Dior, Τζιανφράνκο Φερέ, παρουσίασε στον κόσμο το φόρεμα Palladio. Ηταν εξ ολοκλήρου φτιαγμένο από μεταξωτή κρεπ ζορζέτα. Το ανάγλυφο μπούστο ήταν κεντημένο και –μαζί με τα μανίκια– αναπαριστούσε μια μεικτού ρυθμού αρχαία ελληνική κολόνα, με στοιχεία ιωνικά και κορινθιακά. Το φόρεμα παραμένει εμβληματικό στην ιστορία της υψηλής ραπτικής και έχει αντιγραφεί κατά κόρον. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε που ο Φερέ δεν διατήρησε ατόφιο κάποιον από τους κλασικούς ρυθμούς.
Έναν χρόνο αργότερα, ο γεννημένος στη Χιροσίμα γιαπωνέζος σχεδιαστής Ισέι Μιγιάκε έβγαλε στην αγορά την πρώτη του συλλογή της σειράς Pleats Please (Πιέτες Παρακαλώ), η οποία έπεσε σαν ατομική βόμβα στον χώρο της μόδας. Ο Μιγιάκε ονειρευόταν από χρόνια ένα ύφασμα στο οποίο οι πτυχώσεις θα ήταν μόνιμες και δεν θα «χαλούσαν» με το πλύσιμο ή το σιδέρωμα και το κατάφερε. Ο ίδιος μάς άφησε χρόνους πριν από τρία χρόνια, αλλά οι πιέτες του ζουν και βασιλεύουν. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε που οι πιέτες του Μιγιάκε έγιναν παντελόνια, σακάκια ή ακόμη και τσάντες.
Γράφει η Μαρία Δεδούση στο protagon.gr
Τόσο το φόρεμα του Φερέ όσο και οι πιέτες του Μιγιάκε είχαν εμφανώς αντλήσει την έμπνευσή τους από τα αρχαία ελληνικά ενδύματα, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στη μεγαλειώδη γλυπτική της κλασικής περιόδου. Αυτό έχει τεράστια σημασία, διότι, όπως έχει παρατηρήσει ο βρετανός ιστορικός Νόρμαν Ντέιβις, «η Ελλάδα είναι η χώρα της γλυπτικής, όπως η Ιταλία είναι η χώρα της ζωγραφικής». Το καθαρό, σκληρό «απολλώνιο» φως, λέει ο ιστορικός, ήταν αυτό που ανέδειξε τις πτυχώσεις, τις σκιές, τις γωνίες, τα στοιχεία αυτά που απογείωσαν την ελληνική αρχιτεκτονική και γλυπτική. Το «ελληνικό φως δεν συγχωρούσε καμία ατέλεια».
Τα αρχαία ελληνικά φορέματα είναι η μετουσίωση αυτής της αρχιτεκτονικής και γλυπτικής οφθαλμαπάτης, το ίδιο παιχνίδι του φωτός στην πιο ζωντανή εκδοχή του: οι πτυχώσεις, οι σκιές και οι γωνίες σε κίνηση. Η αποτύπωση αυτή έχει απαραιτήτως τρεις διαστάσεις. Εάν της αφαιρέσεις τη μία, την καθιστάς κακέκτυπο του εαυτού της. Αυτό συμβαίνει και όταν προσπαθείς να την αποδώσεις με μια απλή εκτύπωση.
Η Μαίρη Κατράντζου, όμως, αυτό κάνει: Εκτυπώσεις σε υφάσματα. Για αυτό έχει γίνει διάσημη. Τα πατρόν της είναι σχετικά απλά και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς όταν την παράσταση κλέβουν τα πολύπλοκα prints στα υφάσματα. Είναι αναμφίβολα ταλαντούχα σε αυτό που κάνει και επιτυχημένη, αλλά αυτό που κάνει δεν έχει καμία σχέση με αυτό που της ζήτησαν να σχεδιάσει. Και πιθανώς το ξέρει και η ίδια. Αμφιβάλλω πολύ αν θα έβγαζε αυτά τα ρούχα σε μια από τις πασαρέλες της, εκτός αν ήθελε να καταστρέψει την καριέρα της.
Οι τρεις στολές που παρουσίασε για την τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας δικαίως συγκέντρωσαν τα πυρά όλων, όχι τόσο επειδή είναι «κιτς», αλλά επειδή μοιάζουν πρόχειρες, βιαστικές και ανέμπνευστες, τόσο σε σχεδιασμό όσο και –κυρίως– σε εκτέλεση. Τρεις κίονες εκτυπωμένοι πάνω σε ένα πανί, σαν σχολικό πρότζεκτ γραφιστικής με deadline δύο 24ωρα, για να πιάσεις τη βάση να περάσεις την τάξη.
Το βασικό ερώτημα, όμως, δεν αφορά τη σχεδιαστική δεινότητα της Κατράντζου. Ούτε καν το γιατί δέχτηκε να μπει σε αυτή τη διαδικασία. Αφορά στο πώς η χώρα θέλει να παρουσιάζει τον εαυτό της. Εν προκειμένω, αυτό που φαίνεται να αρκεί είναι ένα «βαρύ» όνομα, αναγνωρίσιμο στο εξωτερικό, μια πολυδιαφημισμένη ανάθεση και παρουσίαση, σαν να θέλουμε να φωνάξουμε «κοιτάξτε, έχουμε κι εμείς διεθνούς φήμης σχεδιαστές μόδας». Ελάχιστα δείχνει να ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Τι προβάλλει, τι αντανακλά και τι συμβολίζει εν τέλει.
Ακριβώς όπως και το τραγούδι της Μαρίνας Σάττι που θα εκπροσωπήσει τη χώρα στη Eurovision, οι στολές της Κατράντζου δείχνουν να πάσχουν από πολύ σοβαρό πρόβλημα ταυτότητας. Είναι τόσο σοβαρό αυτό το έλλειμμα, που στο τέλος μοιάζουν να κοροϊδεύουν το παρελθόν μας, το παρόν μας και κυρίως το μέλλον μας, σε μια φτηνή και πρόχειρη εκδοχή του.
Σαν να λέμε προς κάθε κατεύθυνση «δεν έχουμε τη δυνατότητα να παραγάγουμε κάτι σημαντικό πλέον, δεν έχουμε τα μέσα και το μόνο που κάνουμε στην αναζήτηση πολιτιστικής και ταυτοτικής συνέχειας είναι να αυτοτρολαριζόμαστε». Σαν παραλιακή ταβέρνα με γύψινα κιονόκρανα στην είσοδο, το μενού με τα τζατζίκια σε κακά αγγλικά και λαϊκοπόπ να τσιρίζει από τα μεγάφωνα.
Δεν της αξίζει της πολιτιστικής κληρονομιάς μας αυτό, αλλά κυρίως δεν αξίζει σε μας τους ίδιους. Είναι απόλυτα κατανοητή η ανάγκη προβολής της χώρας στο εξωτερικό, μόνο που όταν αυτή η προβολή γίνεται με όρους τόσης γραφικότητας, στο τέλος δεν μένει τίποτε. Η χώρα έχει τα πάντα: Μέσα από μια παρουσία 3.000 ετών και βάλε, μπορείς να αντλήσεις άπειρα και ετερόκλητα στοιχεία και να τα φέρεις στο σήμερα και να τα πας παρακάτω. Να το κάνεις με δημιουργικότητα, συνέπεια και προσοχή, όχι με σύγχυση, προχειρότητα και παραίτηση.
Νομίζω ότι το μεγάλο μας πρόβλημα δεν είναι το ποιοι είμαστε. Δεν είναι εκεί η σύγχυσή μας. Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε ποιοι θέλουμε να είμαστε. Ενας γραφικός, μικρός λαός με ένδοξο παρελθόν και αβέβαιο παρόν και μέλλον ή ένας λαός που αποδέχεται όλη την πορεία του και κοιτάει πώς μπορεί να προχωρήσει μπροστά;
Ο Ελληνας του 21ου αιώνα δεν δείχνει να ξέρει.
Το 1992, ο τότε αρχισχεδιαστής του Οίκου Dior, Τζιανφράνκο Φερέ, παρουσίασε στον κόσμο το φόρεμα Palladio. Ηταν εξ ολοκλήρου φτιαγμένο από μεταξωτή κρεπ ζορζέτα. Το ανάγλυφο μπούστο ήταν κεντημένο και –μαζί με τα μανίκια– αναπαριστούσε μια μεικτού ρυθμού αρχαία ελληνική κολόνα, με στοιχεία ιωνικά και κορινθιακά. Το φόρεμα παραμένει εμβληματικό στην ιστορία της υψηλής ραπτικής και έχει αντιγραφεί κατά κόρον. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε που ο Φερέ δεν διατήρησε ατόφιο κάποιον από τους κλασικούς ρυθμούς. Εναν χρόνο αργότερα, ο γεννημένος στη Χιροσίμα γιαπωνέζος σχεδιαστής Ισέι Μιγιάκε έβγαλε στην αγορά την πρώτη του συλλογή της σειράς Pleats Please (Πιέτες Παρακαλώ), η οποία έπεσε σαν ατομική βόμβα στον χώρο της μόδας. Ο Μιγιάκε ονειρευόταν από χρόνια ένα ύφασμα στο οποίο οι πτυχώσεις θα ήταν μόνιμες και δεν θα «χαλούσαν» με το πλύσιμο ή το σιδέρωμα και το κατάφερε. Ο ίδιος μάς άφησε χρόνους πριν από τρία χρόνια, αλλά οι πιέτες του ζουν και βασιλεύουν. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε που οι πιέτες του Μιγιάκε έγιναν παντελόνια, σακάκια ή ακόμη και τσάντες. Τόσο το φόρεμα του Φερέ όσο και οι πιέτες του Μιγιάκε είχαν εμφανώς αντλήσει την έμπνευσή τους από τα αρχαία ελληνικά ενδύματα, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στη μεγαλειώδη γλυπτική της κλασικής περιόδου. Αυτό έχει τεράστια σημασία, διότι, όπως έχει παρατηρήσει ο βρετανός ιστορικός Νόρμαν Ντέιβις, «η Ελλάδα είναι η χώρα της γλυπτικής, όπως η Ιταλία είναι η χώρα της ζωγραφικής». Το καθαρό, σκληρό «απολλώνιο» φως, λέει ο ιστορικός, ήταν αυτό που ανέδειξε τις πτυχώσεις, τις σκιές, τις γωνίες, τα στοιχεία αυτά που απογείωσαν την ελληνική αρχιτεκτονική και γλυπτική. Το «ελληνικό φως δεν συγχωρούσε καμία ατέλεια». Τα αρχαία ελληνικά φορέματα είναι η μετουσίωση αυτής της αρχιτεκτονικής και γλυπτικής οφθαλμαπάτης, το ίδιο παιχνίδι του φωτός στην πιο ζωντανή εκδοχή του: οι πτυχώσεις, οι σκιές και οι γωνίες σε κίνηση. Η αποτύπωση αυτή έχει απαραιτήτως τρεις διαστάσεις. Εάν της αφαιρέσεις τη μία, την καθιστάς κακέκτυπο του εαυτού της. Αυτό συμβαίνει και όταν προσπαθείς να την αποδώσεις με μια απλή εκτύπωση. Η Μαίρη Κατράντζου, όμως, αυτό κάνει: Εκτυπώσεις σε υφάσματα. Για αυτό έχει γίνει διάσημη. Τα πατρόν της είναι σχετικά απλά και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς όταν την παράσταση κλέβουν τα πολύπλοκα prints στα υφάσματα. Είναι αναμφίβολα ταλαντούχα σε αυτό που κάνει και επιτυχημένη, αλλά αυτό που κάνει δεν έχει καμία σχέση με αυτό που της ζήτησαν να σχεδιάσει. Και πιθανώς το ξέρει και η ίδια. Αμφιβάλλω πολύ αν θα έβγαζε αυτά τα ρούχα σε μια από τις πασαρέλες της, εκτός αν ήθελε να καταστρέψει την καριέρα της. Οι τρεις στολές που παρουσίασε για την τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας δικαίως συγκέντρωσαν τα πυρά όλων, όχι τόσο επειδή είναι «κιτς», αλλά επειδή μοιάζουν πρόχειρες, βιαστικές και ανέμπνευστες, τόσο σε σχεδιασμό όσο και –κυρίως– σε εκτέλεση. Τρεις κίονες εκτυπωμένοι πάνω σε ένα πανί, σαν σχολικό πρότζεκτ γραφιστικής με deadline δύο 24ωρα, για να πιάσεις τη βάση να περάσεις την τάξη. Το βασικό ερώτημα, όμως, δεν αφορά τη σχεδιαστική δεινότητα της Κατράντζου. Ούτε καν το γιατί δέχτηκε να μπει σε αυτή τη διαδικασία. Αφορά στο πώς η χώρα θέλει να παρουσιάζει τον εαυτό της. Εν προκειμένω, αυτό που φαίνεται να αρκεί είναι ένα «βαρύ» όνομα, αναγνωρίσιμο στο εξωτερικό, μια πολυδιαφημισμένη ανάθεση και παρουσίαση, σαν να θέλουμε να φωνάξουμε «κοιτάξτε, έχουμε κι εμείς διεθνούς φήμης σχεδιαστές μόδας». Ελάχιστα δείχνει να ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Τι προβάλλει, τι αντανακλά και τι συμβολίζει εν τέλει. Ακριβώς όπως και το τραγούδι της Μαρίνας Σάττι που θα εκπροσωπήσει τη χώρα στη Eurovision, οι στολές της Κατράντζου δείχνουν να πάσχουν από πολύ σοβαρό πρόβλημα ταυτότητας. Είναι τόσο σοβαρό αυτό το έλλειμμα, που στο τέλος μοιάζουν να κοροϊδεύουν το παρελθόν μας, το παρόν μας και κυρίως το μέλλον μας, σε μια φτηνή και πρόχειρη εκδοχή του. Σαν να λέμε προς κάθε κατεύθυνση «δεν έχουμε τη δυνατότητα να παραγάγουμε κάτι σημαντικό πλέον, δεν έχουμε τα μέσα και το μόνο που κάνουμε στην αναζήτηση πολιτιστικής και ταυτοτικής συνέχειας είναι να αυτοτρολαριζόμαστε». Σαν παραλιακή ταβέρνα με γύψινα κιονόκρανα στην είσοδο, το μενού με τα τζατζίκια σε κακά αγγλικά και λαϊκοπόπ να τσιρίζει από τα μεγάφωνα. Δεν της αξίζει της πολιτιστικής κληρονομιάς μας αυτό, αλλά κυρίως δεν αξίζει σε μας τους ίδιους. Είναι απόλυτα κατανοητή η ανάγκη προβολής της χώρας στο εξωτερικό, μόνο που όταν αυτή η προβολή γίνεται με όρους τόσης γραφικότητας, στο τέλος δεν μένει τίποτε. Η χώρα έχει τα πάντα: Μέσα από μια παρουσία 3.000 ετών και βάλε, μπορείς να αντλήσεις άπειρα και ετερόκλητα στοιχεία και να τα φέρεις στο σήμερα και να τα πας παρακάτω. Να το κάνεις με δημιουργικότητα, συνέπεια και προσοχή, όχι με σύγχυση, προχειρότητα και παραίτηση. Νομίζω ότι το μεγάλο μας πρόβλημα δεν είναι το ποιοι είμαστε. Δεν είναι εκεί η σύγχυσή μας. Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε ποιοι θέλουμε να είμαστε. Ενας γραφικός, μικρός λαός με ένδοξο παρελθόν και αβέβαιο παρόν και μέλλον ή ένας λαός που αποδέχεται όλη την πορεία του και κοιτάει πώς μπορεί να προχωρήσει μπροστά; Ο Ελληνας του 21ου αιώνα δεν δείχνει να ξέρει. Πηγή: Protagon.gr
Το 1992, ο τότε αρχισχεδιαστής του Οίκου Dior, Τζιανφράνκο Φερέ, παρουσίασε στον κόσμο το φόρεμα Palladio. Ηταν εξ ολοκλήρου φτιαγμένο από μεταξωτή κρεπ ζορζέτα. Το ανάγλυφο μπούστο ήταν κεντημένο και –μαζί με τα μανίκια– αναπαριστούσε μια μεικτού ρυθμού αρχαία ελληνική κολόνα, με στοιχεία ιωνικά και κορινθιακά. Το φόρεμα παραμένει εμβληματικό στην ιστορία της υψηλής ραπτικής και έχει αντιγραφεί κατά κόρον. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε που ο Φερέ δεν διατήρησε ατόφιο κάποιον από τους κλασικούς ρυθμούς. Εναν χρόνο αργότερα, ο γεννημένος στη Χιροσίμα γιαπωνέζος σχεδιαστής Ισέι Μιγιάκε έβγαλε στην αγορά την πρώτη του συλλογή της σειράς Pleats Please (Πιέτες Παρακαλώ), η οποία έπεσε σαν ατομική βόμβα στον χώρο της μόδας. Ο Μιγιάκε ονειρευόταν από χρόνια ένα ύφασμα στο οποίο οι πτυχώσεις θα ήταν μόνιμες και δεν θα «χαλούσαν» με το πλύσιμο ή το σιδέρωμα και το κατάφερε. Ο ίδιος μάς άφησε χρόνους πριν από τρία χρόνια, αλλά οι πιέτες του ζουν και βασιλεύουν. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε που οι πιέτες του Μιγιάκε έγιναν παντελόνια, σακάκια ή ακόμη και τσάντες. Τόσο το φόρεμα του Φερέ όσο και οι πιέτες του Μιγιάκε είχαν εμφανώς αντλήσει την έμπνευσή τους από τα αρχαία ελληνικά ενδύματα, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στη μεγαλειώδη γλυπτική της κλασικής περιόδου. Αυτό έχει τεράστια σημασία, διότι, όπως έχει παρατηρήσει ο βρετανός ιστορικός Νόρμαν Ντέιβις, «η Ελλάδα είναι η χώρα της γλυπτικής, όπως η Ιταλία είναι η χώρα της ζωγραφικής». Το καθαρό, σκληρό «απολλώνιο» φως, λέει ο ιστορικός, ήταν αυτό που ανέδειξε τις πτυχώσεις, τις σκιές, τις γωνίες, τα στοιχεία αυτά που απογείωσαν την ελληνική αρχιτεκτονική και γλυπτική. Το «ελληνικό φως δεν συγχωρούσε καμία ατέλεια». Τα αρχαία ελληνικά φορέματα είναι η μετουσίωση αυτής της αρχιτεκτονικής και γλυπτικής οφθαλμαπάτης, το ίδιο παιχνίδι του φωτός στην πιο ζωντανή εκδοχή του: οι πτυχώσεις, οι σκιές και οι γωνίες σε κίνηση. Η αποτύπωση αυτή έχει απαραιτήτως τρεις διαστάσεις. Εάν της αφαιρέσεις τη μία, την καθιστάς κακέκτυπο του εαυτού της. Αυτό συμβαίνει και όταν προσπαθείς να την αποδώσεις με μια απλή εκτύπωση. Η Μαίρη Κατράντζου, όμως, αυτό κάνει: Εκτυπώσεις σε υφάσματα. Για αυτό έχει γίνει διάσημη. Τα πατρόν της είναι σχετικά απλά και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς όταν την παράσταση κλέβουν τα πολύπλοκα prints στα υφάσματα. Είναι αναμφίβολα ταλαντούχα σε αυτό που κάνει και επιτυχημένη, αλλά αυτό που κάνει δεν έχει καμία σχέση με αυτό που της ζήτησαν να σχεδιάσει. Και πιθανώς το ξέρει και η ίδια. Αμφιβάλλω πολύ αν θα έβγαζε αυτά τα ρούχα σε μια από τις πασαρέλες της, εκτός αν ήθελε να καταστρέψει την καριέρα της. Οι τρεις στολές που παρουσίασε για την τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας δικαίως συγκέντρωσαν τα πυρά όλων, όχι τόσο επειδή είναι «κιτς», αλλά επειδή μοιάζουν πρόχειρες, βιαστικές και ανέμπνευστες, τόσο σε σχεδιασμό όσο και –κυρίως– σε εκτέλεση. Τρεις κίονες εκτυπωμένοι πάνω σε ένα πανί, σαν σχολικό πρότζεκτ γραφιστικής με deadline δύο 24ωρα, για να πιάσεις τη βάση να περάσεις την τάξη. Το βασικό ερώτημα, όμως, δεν αφορά τη σχεδιαστική δεινότητα της Κατράντζου. Ούτε καν το γιατί δέχτηκε να μπει σε αυτή τη διαδικασία. Αφορά στο πώς η χώρα θέλει να παρουσιάζει τον εαυτό της. Εν προκειμένω, αυτό που φαίνεται να αρκεί είναι ένα «βαρύ» όνομα, αναγνωρίσιμο στο εξωτερικό, μια πολυδιαφημισμένη ανάθεση και παρουσίαση, σαν να θέλουμε να φωνάξουμε «κοιτάξτε, έχουμε κι εμείς διεθνούς φήμης σχεδιαστές μόδας». Ελάχιστα δείχνει να ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Τι προβάλλει, τι αντανακλά και τι συμβολίζει εν τέλει. Ακριβώς όπως και το τραγούδι της Μαρίνας Σάττι που θα εκπροσωπήσει τη χώρα στη Eurovision, οι στολές της Κατράντζου δείχνουν να πάσχουν από πολύ σοβαρό πρόβλημα ταυτότητας. Είναι τόσο σοβαρό αυτό το έλλειμμα, που στο τέλος μοιάζουν να κοροϊδεύουν το παρελθόν μας, το παρόν μας και κυρίως το μέλλον μας, σε μια φτηνή και πρόχειρη εκδοχή του. Σαν να λέμε προς κάθε κατεύθυνση «δεν έχουμε τη δυνατότητα να παραγάγουμε κάτι σημαντικό πλέον, δεν έχουμε τα μέσα και το μόνο που κάνουμε στην αναζήτηση πολιτιστικής και ταυτοτικής συνέχειας είναι να αυτοτρολαριζόμαστε». Σαν παραλιακή ταβέρνα με γύψινα κιονόκρανα στην είσοδο, το μενού με τα τζατζίκια σε κακά αγγλικά και λαϊκοπόπ να τσιρίζει από τα μεγάφωνα. Δεν της αξίζει της πολιτιστικής κληρονομιάς μας αυτό, αλλά κυρίως δεν αξίζει σε μας τους ίδιους. Είναι απόλυτα κατανοητή η ανάγκη προβολής της χώρας στο εξωτερικό, μόνο που όταν αυτή η προβολή γίνεται με όρους τόσης γραφικότητας, στο τέλος δεν μένει τίποτε. Η χώρα έχει τα πάντα: Μέσα από μια παρουσία 3.000 ετών και βάλε, μπορείς να αντλήσεις άπειρα και ετερόκλητα στοιχεία και να τα φέρεις στο σήμερα και να τα πας παρακάτω. Να το κάνεις με δημιουργικότητα, συνέπεια και προσοχή, όχι με σύγχυση, προχειρότητα και παραίτηση. Νομίζω ότι το μεγάλο μας πρόβλημα δεν είναι το ποιοι είμαστε. Δεν είναι εκεί η σύγχυσή μας. Το μεγάλο μας πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε ποιοι θέλουμε να είμαστε. Ενας γραφικός, μικρός λαός με ένδοξο παρελθόν και αβέβαιο παρόν και μέλλον ή ένας λαός που αποδέχεται όλη την πορεία του και κοιτάει πώς μπορεί να προχωρήσει μπροστά; Ο Ελληνας του 21ου αιώνα δεν δείχνει να ξέρει. Πηγή: Protagon.gr