«Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου»: Δολοφονείται ο Τάσος Τούσης, η μάνα του σκύβει τον φιλάει νεκρό - Γεννήθηκε ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου & του Μίκη (βίντεο)
34 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τον θάνατο του Γιάννη Ρίτσου
Στις 11 Νοεμβρίου 1990 πεθαίνει ο Γιάννης Ρίτσος, ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές. Έργο του ο «Επιτάφιος», ο σπαραγμός της μάνας. Μιλά για τον Τάσο Τούση, δολοφονημένο από τους χωροφύλακες στις κινητοποιήσει των καπνεργατών το 1936.
Πρωί του Σαββάτου 9 Μαΐου 1936 ο νεαρός αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης δεν πήγε για δουλειά.
Ο κλάδος του είχε κηρύξει απεργία, οπότε, αντί να εξυπηρετεί πελάτες με το παλιό πενταθέσιο όχημα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, σκέφτηκε να περάσει από το σπίτι της μητέρας του να πει μια «καλημέρα».
Η Κατίνα, η μάνα του, τον είδε εκείνο το πρωινό ξαφνικά μπροστά της, στην κουζίνα.
Ηταν χαμογελαστός και είχε ριγμένο ανέμελα στον ώμο το δερμάτινο σακάκι. Ήπιαν καφέ μαζί, κουβέντιασαν, τη χάιδεψε τρυφερά στην πλάτη και έφυγε ανεμίζοντας ένα κόκκινο γεράνι που μόλις είχε κόψει από τη γλάστρα.
Πού να ’ξερε ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε. Σε λίγη ώρα θα έπεφτε νεκρός σε μία από τις πιο αιματηρές διαδηλώσεις που είχε γνωρίσει η συμπρωτεύουσα.
Από τις 29 Απριλίου οι καπνεργάτες της περιοχής είχαν κηρύξει γενική απεργία με βασικά αιτήματα την αναπροσαρμογή του ημερομισθίου, τη βελτίωση των παροχών του κλαδικού ταμείου για τους «παρήλικας και τους φυματικούς» και τη χορήγηση έκτακτου επιδόματος προς τους ανέργους εν όψει των εορτών του Πάσχα.
Στις διεκδικήσεις εντάχθηκαν σταδιακά και αμιγώς πολιτικά αιτήματα, όπως «η χορήγηση γενικής αμνηστίας εις τους πολιτικούς φυλακισμένους, εξορίστους και καταδικασμένους, ιδιαίτερα των καπνεργατικών στελεχών». Καθημερινά οι δρόμοι της πόλης πλημμύριζαν από χιλιάδες μέλη της εργατικής τάξης όλων των κλάδων πλέον, που διαδήλωναν αδιαφορώντας για τις σχετικές απαγορεύσεις που εξέδιδε η Χωροφυλακή. Ο απεργιακός αγώνας θα κλιμακωθεί την Πρωτομαγιά.
Ωστόσο, ακόμη δεν καταγράφονται αξιοσημείωτα έκτροπα, μέχρι που ο (νόμιμος ακόμη) πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς ζητά από την Αστυνομία δραστική καταστολή των κινητοποιήσεων.
Στις 8 Μαΐου 1936, στήνονται απέναντι από τα οδοφράγματα των εργατών πολυβόλα έτοιμα να χρησιμοποιηθούν την επόμενη μέρα κατά του πλήθους!
Αν και από νωρίς την 9η Μαΐου οι κεντρικοί δρόμοι έχουν γεμίσει από αστυνομικούς και διαδηλωτές, η μητέρα του 30χρονου Τάσου δεν ανησυχεί για τον γιο της. Την έχει διαβεβαιώσει κατά τη σύντομη επίσκεψη στο σπίτι της ότι αμέσως μετά θα πήγαινε μέχρι το κοντινό συνεργείο να δει το αυτοκίνητό του, μετά θα περνούσε για κάτι δουλειές από το πρακτορείο των λεωφορείων που εξυπηρετούσαν το Ασβεστοχώρι, τον τόπο όπου είχε γεννηθεί Πρωτοχρονιά του 1906 (12 χιλιόμετρα ανατολικά από την πόλη της Θεσσαλονίκης) και ύστερα θα ανηφόριζε μαζί με κάτι φίλους για τον νεοπαγή οικισμό της Εξοχής.
Μέχρι ενός σημείου ακολουθεί το πρόγραμμά του, αλλά αντί να ανέβει προς την Εξοχή, κατηφορίζει για το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Δεν του πάει η καρδιά να μη συμμετάσχει κι αυτός στο κύμα των αντιδράσεων. Αλλωστε νιώθει κι αυτός οργή για την επαγγελματική εκμετάλλευση, τη φτώχεια και τις κακουχίες που έχει περάσει όλα τα προηγούμενα χρόνια. Τα συνθήματα των διαδηλωτών που ακούγονται από μακριά φθάνουν στα αυτιά του ως κελεύσματα αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον.
Γρήγορα ενώνεται με ένα μπλοκ καπνεργατών, το οποίο όμως μερικά οικοδομικά τετράγωνα παρακάτω έρχεται αντιμέτωπο με ισχυρή αστυνομική δύναμη. Η ώρα είναι λίγο πριν από τις 10.30 το πρωί. Κάποιοι από τους διαδηλωτές αρπάζουν από την κοντινή οικοδομή σπασμένα τούβλα και αρχίζουν να τα πετούν κατά των Αρχών, πριν διασκορπιστούν στους γύρω δρόμους. Μέσα σε λίγα λεπτά τα επεισόδια ξαναρχίζουν και οι ένστολοι πυροβολούν πλέον στον αέρα για εκφοβισμό. Επικρατούν πανικός, φωνές, σαματάς.
Πολύ σύντομα ξανακούγονται πυροβολισμοί, αλλά οι κάννες αυτήν τη φορά έχουν απειλητικά στραφεί προς το πλήθος. Ο Τάσος βρίσκεται στη γωνία των οδών Συγγρού και Πτολεμαίων, μπροστά από το ξενοδοχείο «Μητρόπολις». Κοιτάζει δεξιά και αριστερά αναζητώντας καταφύγιο. Δεν θα προλάβει. «Μπαμ»!
Μια σφαίρα διαπερνά το κρανίο του, από το ένα αυτί στο άλλο. Ολα σκοτεινιάζουν μεμιάς γύρω του. Σωριάζεται. Δεν σαλεύει. Οι σύντροφοί του από το Κομμουνιστικό Κόμμα ξεροκαταπίνουν. Μαζεύονται από πάνω του, αλλά είναι πλέον αργά. Ξηλώνουν μια ξύλινη πόρτα, τοποθετούν πάνω το νεκρό κορμί και οργισμένοι κατευθύνονται προς το Διοικητήριο. Κάποιοι βάφουν κόκκινα τα μαντίλια τους με το αίμα που έτρεχε από τους κροτάφους του άτυχου νεαρού, του πρώτου νεκρού της εργατικής διαδήλωσης. Εντός των επόμενων ωρών θα σκοτωθούν άλλοι 10 εργάτες, ηλικίας από 17 έως 32 ετών.
Η φωτογραφία που συγκλόνισε τον Γιάννη Ρίτσο. Η τραγική μάνα, γονατιστή πάνω απ' το παιδί της
Ο ανατριχιαστικός σπαραγμός της μάνας
Η μητέρα του Τάσου εξακολουθεί να μην ανησυχεί. Ακούει όμως από τις γειτόνισσες να λένε ότι «σήμερα μπορεί να γίνει μεγάλο κακό με τόσους αγριεμένους αστυνομικούς και διαδηλωτές στον δρόμο». Ο νους της πηγαίνει στις δύο κόρες της, τη Μαρίκα και την Τασούδα (Αναστασία). Παρά τη γενική απεργία δουλεύουν σε ένα εργοστάσιο με καραμέλες, καθώς το αφεντικό τις έχει αναγκάσει να δουλεύουν κρυφά. Πώς θα γυρνούσαν σπίτι με τέτοιο χαλασμό στους δρόμους; Αποφασίζει να πάει να τις πάρει. Κατηφορίζει την οδό Ρακτιβάν και φθάνει μέχρι το Διοικητήριο. Εκεί αντικρίζει το οργισμένο πλήθος που φωνάζει συνθήματα. Διακρίνει τους εργάτες που έχουν σηκώσει στους ώμους την πόρτα με το άψυχο σώμα. Αρχίζει να νιώθει μέσα της ότι κάτι δεν πάει καλά. Τρέμει λίγο.
Αδυνατεί να καταλάβει από τόσο μακριά ποιος είναι που έχει σκοτωθεί, αλλά με το που βλέπει μονάχα το τσουλούφι από τα μαλλιά να εξέχει, κάνει μαύρες σκέψεις. Πλησιάζει διστακτικά. Διακρίνει πλέον καθαρά τα γνώριμα χέρια που κρέμονται κάτω, το χρώμα από το σακάκι, όλα. Είναι ο Τάσος της, το παιδί της. Τρέχει προς το μέρος του ουρλιάζοντας. Σπρώχνει τον κόσμο με όση δύναμη έχει για να περάσει, να βεβαιωθεί. Ξαφνικά ακούγονται νέοι πυροβολισμοί. Ο όχλος αφήνει την πόρτα καταγής και πέφτει στο χώμα να προστατευτεί. Στη μέση απομένει μονάχα η Κατίνα.
Γονατίζει ολομόναχη πάνω από τον Τάσο και αρχίζει να του χαϊδεύει απαλά το πρόσωπο, να μπλέκει τα δάχτυλα στα σγουρά μαλλιά του, να τον φιλάει στο στόμα προσπαθώντας μάταια να του δώσει πνοή ζωής. Αδιαφορεί για όσα συμβαίνουν γύρω της. Γι’ αυτήν υπάρχει εκεί μονάχα το παιδί της. Μοιρολογεί με όση δύναμη της απομένει. Σπαράζει. Γδέρνει με τα νύχια τα μάγουλά της, μα δεν νιώθει πόνο. Θρηνεί το γλυκύτατό της τέκνο. «Κανείς μην αγγίξει πάνω του, παιδί μου είναι δικό μου. Σιωπή· σιωπή· κουράστηκε, κοιμάται το μωρό μου». Ενας διερχόμενος φωτογράφος αποτυπώνει τη στιγμή του οδυρμού της γονατιστής μάνας...
Η φωτογραφία της μάνας που είδε ο Ρίτσος
Την επόμενη μέρα της δολοφονίας, Κυριακή 10 Μαΐου, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει τη φωτογραφία της θρηνούσας μάνας στην πρώτη σελίδα και ο Γιάννης Ρίτσος διαβάζει το ρεπορτάζ. Ταράζεται. Τα μάτια του μεγάλου ποιητή δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από την ανατριχιαστική εικόνα. Παρά το γεγονός ότι βασανίζεται από φυματίωση, κλείνεται δύο μερόνυχτα στη σοφίτα του σπιτιού του, επί της οδού Μεθώνης 30 στα Εξάρχεια, χωρίς να φάει. Εν μέσω αιμοπτύσεων ξεκινά να γράφει συγκλονισμένος τον «Επιτάφιο», μια σειρά από 14 θρηνητικά ποιήματα σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο. «Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου, πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου. Πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;»...
Τα πρώτα τρία ποιήματα δημοσιεύονται στις 12 του μηνός στον «Ριζοσπάστη» και ολόκληρο το αριστούργημα κυκλοφορεί σύντομα από τον εκδοτικό οίκο της εφημερίδας σε 10.000 αντίτυπα – αριθμός-ρεκόρ για εκείνη την εποχή. Εξαντλούνται σχεδόν όλα.
Τα τελευταία 200 θα καούν λίγο καιρό αργότερα μπροστά στους Στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία, κατ’ επιταγή του δικτατορικού καθεστώς που έχει επιβάλει ο Ιωάννης Μεταξάς από τις 4 Αυγούστου. Η οριστική μορφή της συλλογής του «Επιτάφιου», όπως ονομάστηκε, θα εκδοθεί είκοσι χρόνια αργότερα, το 1956, περιλαμβάνοντας και επιπλέον έξι ποιήματα ως συνέχεια των προηγούμενων.
Η μελοποίηση του Μίκη
Το 1957 ο Ρίτσος θα στείλει ένα αντίτυπο της ποιητικής συλλογής στον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος ζει στο Παρίσι. Οπως θα εξομολογηθεί ο γνωστός μουσικοσυνθέτης, «μια μέρα μου λέει η Μυρτώ (σ.σ.: η σύζυγός του) να πάμε να ψωνίσουμε για το βράδυ. Πήγαμε σε ένα ελληνικό μπακάλικο και εγώ περιμένοντας στο αυτοκίνητο είχα μαζί μου τον “Επιτάφιο”. Εβρεχε. Αρχίζω να τον ξεφυλλίζω. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, χαράζω πεντάγραμμο στα περιθώρια των σελίδων και αρχίζω να γράφω μουσική για τα ποιήματα. Μελοποιώ και τα είκοσι». Ετσι θα γεννηθούν, μεταξύ άλλων, τα τραγούδια «Μέρα Μαγιού», «Να ’χα τ’ αθάνατο νερό», «Πού πέταξε τ’ αγόρι μου» και τόσα άλλα, με την αξεπέραστη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Κι η οικογένεια Τούση τι απέγινε; Η γυναικά του Έλλη νοσηλευόταν σε σανατόριο από φυματίωση όταν παντρεύτηκε τον Τάσο. Τον ακολούθησε κι αυτή λίγα χρόνια αργότερα από σηψαιμία.
Το 1975 η Μαρίκα Μπόχαλη-Τούση, αδελφή του δολοφονημένου Τάσου, αν και αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα όρασης, καταφέρνει να μάθει να γράφει.
Το πρώτο της γράμμα ήταν μια ευχαριστήρια επιστολή προς τον Γιάννη Ρίτσο. Ο ποιητής θα της απαντήσει: «Με εξαιρετική συγκίνηση διάβασα το απρόσμενο γράμμα σας. Επιτρέψτε μου λοιπόν να σας θεωρώ αδελφή μου, όπως σαν αδελφό μου ένιωσα και τραγούδησα τον ήρωα και μάρτυρα αδελφό σας».
Δείτε αποκόμματα από εφημερίδες της εποχής
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr