Story of the day: Το μέντιουμ Ελένη Κικίδου που βοηθούσε στην εξιχνίαση εγκλημάτων με τις διαισθητικές της ικανότητες-Είχε αντιστασιακή δράση στην κατοχή και βοηθούσε τα παιδιά και τους ηλικιωμένους
Βοήθησε στην εξιχνίαση ειδεχθών εγκλημάτων. Στην κατοχή οργάνωνε συσσίτια και με το όνομα «Παυφλόσκαγια Νούμερο 13» βοηθούσε στον αντιστασιακό αγώνα μέχρι που φυλακίστηκε.
Γράφει η Νίκη Παπάζογλου στο newsbeast.gr
Προ των πυλών του πολέμου, υπήρξε η μικρότερη μαθήτρια της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών που είχε ιδρύσει ο απόστρατος του Πολεμικού Ναυτικού, Άγγελος Τανάγρας και άλλων ομοειδών οργανώσεων του εξωτερικού. Μέχρι το τέλος της ζωής της, άνοιγε την πόρτα του διαμερίσματός της στο Πεδίον του Άρεως σε όποιον είχε ανάγκη τη βοήθειά της, χωρίς να ζητά αντίτιμο.
Η Ελένη Κικίδου, το μέντιουμ της Ελλάδας, είναι σίγουρο πως άφησε τη δική της σφραγίδα στη σύγχρονη ιστορία χάρη στις διαισθητικές της ικανότητες.
Η ζωή της δεν θα μπορούσε σίγουρα να χαρακτηριστεί συνηθισμένη, το ίδιο και η διαίσθησή της, καθώς και οι τηλεπαθητικές της ικανότητες, τις οποίες προσέφερε χωρίς αμοιβή, διαφοροποιώντας τη γνωστή εικόνα των μέντιουμ που έχουμε στο μυαλό μας.
Ο Άγγελος Τανάγρας και η Εταιρεία Ψυχικών Ερευνών
Ως η μικρότερη μαθήτρια του Άγγελου Τανάγρα, του ιδρυτή της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών που πραγματοποιούσε έρευνες στην Ελλάδα στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, πήρε μέρος στα πειράματα μακράς απόστασης και είχε μάθει να αυτόυπνωτίζεται αναπτύσσοντας με αυτόν τον τρόπο τη διαισθητική της ικανότητα. Τα πειράματα της διάσημης ομάδας του Τανάγρα συγκροτούνταν άλλωστε από σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής, από ανθρώπους του πνεύματος και της διανόησης της δεκαετίας του ’30, όπως ο Άγγελος Σικελιανός και η σύζυγός του, ο λογοτέχνης Παύλος Νιρβάνας, ο πανεπιστημιακός Παναγιώτης Βλαστός κ.ά.
«Όταν πρωτοσυνάντησα τον Άγγελο Τανάγρα με πλημμύρισε δέος» διηγούνταν η Ελένη Κικίδου. «Ήταν κομψός και είχε έναν αέρα ξεχωριστό. Με πλησίασε – μικρό κορίτσι ήμουν τότε- και μου είπε: Καλημέρα Ελενίτσα. Κι εγώ ένιωσα μπροστά του πολύ μικρή αισθάνθηκα συστολή και φόβο που γρήγορα έγινε σεβασμός και θαυμασμός στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που υπήρξε για εμένα Δάσκαλος και τολμώ να πω και πνευματικός μου πατέρας. Κάθε μέρα που περνούσα στη σχολή του Τανάγρα ήταν για μένα ένα μεγάλο μάθημα. Όχι μόνο μάθημα πάνω στην επιστήμη της παραψυχολογίας, αλλά μάθημα ζωής. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως ο Τανάγρας επειδή ήμουν παιδάκι και μάλιστα πολύ όμορφο, όπως έλεγαν, με έπαιρνε από το χέρι και συστήνοντάς με στους ακροατές των διαλέξεων τους έλεγε «Να σας συστήσω και τον Βενιαμίν μας». Ήμουν η μικρότερη σε ηλικία από όλα τα μέντιουμ της ομάδας που έπαιρναν μέρος στα πειράματα.
Αυτουπνωτιζόμασταν ώστε να μπορούμε μόνοι μας να ελέγχουμε την κατάσταση. Ο Δάσκαλος ήθελε να μην αφηνόμαστε σε άλλους να μας υπνωτίσουν για να μην πέφτουμε θύματα υποβολής», διευκρίνιζε σε παλαιότερη συνέντευξή της.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Όμως η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της κατοχής σήμανε και το τέλος της ερευνητικής πορείας τόσο της Ελένης Κικίδου, όσο και την Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών. Ο πόλεμος βρήκε τα μέλη της εταιρείας διασκορπισμένα. Η Ελένη παραμένει στην Αθήνα, προσπαθώντας να επιβιώσει. Χάρη στη φήμη των ιδιαίτερων ικανοτήτων της, η διαισθητικός, δεν πέρασε απαρατήρητη από τους ιταλούς κατακτητές, ούτε όμως και από τους ανθρώπους της αντίστασης, οι οποίοι δεν άργησαν να την στρατολογήσουν.
«Θυμάμαι τον ήχο από τις ρόδες των αυτοσχέδιων καροτσιών που έφτιαχναν μικρά παιδιά σκελετωμένα. Μ’ αυτά γυρνούσαν στα μέρη που έτρωγαν οι κατακτητές κι έπαιρναν ό,τι έβρισκαν για να χορτάσουν την πείνα τους. Σ’ αυτά τα καρότσια μετέφεραν άψυχα σκελετωμένα κορμιά με πρησμένες κοιλιές στους δρόμους της Αθήνας» αναπολούσε λυπημένη.
Σε ηλικία 16 χρονών η Ελένη Κικίδου είχε ήδη «στρατολογηθεί» από τον αντιστασιακό Γιάννη Ματσούκα πίσω από το δημαρχείο της Αθήνας.
«Πίσω από το Δημαρχείο της Αθήνας, στην πλατεία Κοτζιά, έγινε η πρώτη συνάντηση. Είχα αγωνία αλλά και πάλι δεν είχα συνειδητοποιήσει πού έμπλεκα. Ο πόλεμος ήταν άγριος κι έπρεπε να επιβιώσω. Εκείνο το απόγευμα όμως έμπαινα για τα καλά στην Αντίσταση, και το ήξερα, ένιωθα ότι θα έπαιζα τη ζωή μου κορώνα γράμματα. Τον Γιάννη, τον σύνδεσμό μου στην Αντίσταση, τον γνώρισα από τον Αχιλλέα Ζούπα, μεγάλη φυσιογνωμία στον Αγώνα κατά των Γερμανών και οικογενειακό μας φίλο. Εκείνος μου έδωσε το κωδικό όνομα: Παυφλόσκαγια Νούμερο 13» θα διηγηθεί χρόνια αργότερα η ίδια.
Για ένα περίπου χρόνο, από το 1940 έως και το 1941, οργάνωνε συσσίτια στο κέντρο της Αθήνας. Κατάφερε να εξασφαλίζει σε καθημερινή βάση τρόφιμα αλλά με αφορμή αυτά σύναψε θερμές σχέσεις και με τον Ιταλό στρατηγό Τζελόζο. Αυτή ήταν άλλωστε και η αποστολή της: να βρεθεί δίπλα στους ανώτατους αξιωματικούς του ιταλικού στρατού, ούτως ώστε να μπορεί να «διαβάζει» τα σχέδια τους. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που κατάφερε να αποσπάσει διάφορες πληροφορίες για τις κινήσεις τους.
Οι καλές της σχέσεις και οι ικανότητές της οδήγησαν στην ανάθεση κι άλλων αποστολών. Αρχικά κλήθηκε να βοηθήσει στην απελευθέρωση φυλακισμένων συναγωνιστών της. Στην συνέχεια, όταν η Αντίσταση αποφάσισε την απαγωγή του Τζελόζο, η Κικίδου κρίθηκε η καταλληλότερη για να βοηθήσει στο δύσκολο έργο. Έπρεπε να οδηγήσει τον στρατηγό σε ένα συγκεκριμένο σημείο για να γίνει η απαγωγή. Η διπλή ταυτότητα και τα χαρίσματά της όμορφης ελληνίδας ήταν η ουσιαστική αιτία της σύλληψής της. Η αφορμή όμως δόθηκε όταν μεσολάβησε για να απελευθερώσει τέσσερις συναγωνιστές της, που είχαν συλληφθεί.
«Ελευθέρα Ορεινή Ελλάς
Υπαρχηγείου Ηπείρου
Αγαπημένη μου Παυλόφσκα Νίτσα. Εδώ στα βουνά που βρίσκομαι υπάρχουν πολλαί πατριώται σαν και εμένα και πολλαίς Κυρίαις Σαν και εσένα, και αι οποία Κυρίας και Κύριοι έχουν τας μητέραις των και τας Κυρίας των εις ταις διάφοραι φυλακαίς και στρατόπεδα. Σε παρακαλώ Νίτσα μου να φροντίσης δια μέσου του Μεγάλου να μας φανής χρήσιμος καθώς πάντοτε, διότι είναι απολύτως ανάγκη να σώσουμε αυτούς τους ανθρώπους που λέγονται Έλληνες και δια τους οποίους εσύ ενδιαφέρεσαι, αυτή τη φορά όμως θέλω να δείξεις την μεγαλυτέραν δύναμιν διότι πρόκειται περί αδελφού μιας πραγματικής Παυλόφσκας, η οποία βρίσκεται κοντά μου με τα αντάρτικά της ρούχα και άρματα εις τα όρη της Ορεινής Ελευθέρας Ελλάδας. Ονομάζεται Δημήτρις Μαζετσίδης του Θωμά, δικηγόρος ετών 23. Κάτοικος Ιωαννίνων. Εύπορος και από την καλλιτέραν οικογένειαν των Ιωαννίνων και επειδή είναι πλούσιος, τον μισούσε ένας Λοχίας Ιταλός και τον κατηγόρισε δια κομουνιστήν μόνον και μόνον δια να τον εκδικηθεί. Τώρα ευρίσκεται εις το Στρατόπεδον συγκεντρώσεων Βονίτσης. Σε παρακαλώ Νίτσα μου, να φέρεις το αποτέλεσμα όσον τον δυνατόν νωρίτερα και εν ανάγκη θα τον ζητήσεις οπωσδήποτε να τον πάρης εις το σπίτι σου και λεπτά θα έλθουν δια την τροφήν του μόλις ελθή αυτού θα συνεννοηθείς με το σπίτι του εις τα Ιωάννινα. Εις την Κατωτέρω διεύθυνσιν....», έγραφε μια από τις επιστολές που έλαβε η Ελένη.
«Ο Τζελόζο έφευγε για μερικές μέρες στην Ιταλία. Με ρώτησε τι ήθελα να μου φέρει και τότε μου δόθηκε η ευκαιρία να του πω για τους τέσσερις κρατούμενους που έπρεπε να απελευθερωθούν... Ήταν κάτι που δεν το περίμενε. Αισθάνθηκα ότι αυτό που του ζητούσα ήταν πολύ δύσκολο, αλλά έπρεπε να προχωρήσω. Το επόμενο σχέδιο ήταν να απαγάγουν οι αντάρτες τον Ιταλό αξιωματούχο. Εγώ έπρεπε να τον οδηγήσω σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Δεν πρόλαβα. Τον είχαν ήδη μεταφέρει στην Ιταλία κι εγώ βρισκόμουν φυλακισμένη κάπου έξω από τη Ρώμη» εξιστορεί στα απομνημονεύματά της.
Φυλακίστηκε αρχικά στην Ιταλία και στη συνέχεια με τη βοήθεια ανταρτών φυγαδεύτηκε στην Αίγυπτο, απ’ όπου και επέστρεψε μετά τη λήξη του πολέμου.
Η Μέση Ανατολή
Κατά την παραμονή της στην Αίγυπτο η φήμη της αυξάνει. Ο εντοπισμός χαμένων αντικειμένων, ιδιαίτερης αξίας στην πλειονότητά τους , κάνει διάσημη τη διαισθητικό όχι μόνο στα στενά γεωγραφικά όρια της χώρας αλλά και στο εξωτερικό. Οι τίτλοι των εφημερίδων της εποχής σκιαγραφούν τον σεβασμό αλλά και την απήχηση που είχαν τα ιδιαίτερα χαρίσματά της.
ΒΡΑΔΥΝΗ 03/03/56: «Το μέντιουμ Ελένη Κικίδου βρήκε το κλεμμένο βαρύτιμο περιδέραιο... Εις την Αλεξάνδρειαν οι επιτυχίες του εξαιρετικού μέντιουμ δεν ήσαν λίγες. Οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι κατέβαλαν κάθε φροντίδα δια παροχή κάθε ευκολίας εις αυτήν...».
Βέβαια οι υπηρεσίες της δεν σταμάτησαν εκεί. Ακόμα κι όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, η Ελένη Κικίδου ανέπτυξε στενές σχέσεις με τον καλλιτεχνικό κόσμο καθώς και με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. Εκτός από την διαισθητική της ικανότητα, αρκετές φορές χρησιμοποιούσε και την μέθοδο της ύπνωσης, χωρίς όμως να παίρνει χρήματα.
Οι άνθρωποι που όσο έζησε ζήτησαν τη βοήθειά της πολλοί. Μερικοί από αυτούς εξέφρασαν στα γραπτά τους την ευγνωμοσύνη τους στο πρόσωπό της.
«Έψαχνα για μέρες το χρυσό μου βραχιόλι, οικογενειακό κειμήλιο, και το διαμαντένιο δαχτυλίδι που μου είχε κάνει δώρο ο σύζυγός μου. Δεν μπορούσα να το βρω πουθενά. Φώναξα τις δύο οικιακές βοηθούς που απασχολούσαμε εγώ και η κόρη μου, η οποία έμενε στο κάτω διαμέρισμα. Και οι δύο με δάκρυα στα μάτια αρνήθηκαν τα πάντα. Μην ξέροντας τι άλλο να κάνω απευθύνθηκα στην Κικίδου, η ο ποία μου είπε «Πήγαινε σπίτι σου και θα τα βρεις. Η αλήθεια είναι πως δεν πείστηκα. Ωστόσο λίγες μέρες αργότερα, καθώς η κόρη μου έψαχνε στα συρτάρια της κάτι, ανακάλυψε ένα μικρό βελούδινο τσαντάκι στο οποίο βρισκόταν το βραχιόλι και το δαχτυλίδι. Τα είχε βάλει η ίδια εκεί επιστρέφοντας από μια έξοδο της. Ούτε εκείνη, ούτε εγώ, θυμόμασταν ότι της τα είχα δώσει να τα φορέσει και δεν μου τα είχε επιστρέψει» διηγείται η κυρία Λούλα Χαρίση.
Εκτός από αυτές τις περιπτώσεις όμως στην Κικίδου απευθύνονταν και περιπτώσεις ανθρώπων που αντιμετώπιζαν προβλήματα λόγω της ψυχοσύνθεσής τους. Η ίδια θα δηλώσει σε μετέπειτα συνέντευξή της πως «οι περισσότερες περιπτώσεις ανθρώπων, που απευθύνονται σε δήθεν µμέντιουμ, είναι όσοι δεν έχουν αυτοπεποίθηση, όσοι δεν πιστεύουν στον εαυτό τους και αντιμετωπίζουν ψυχολογικά και σεξουαλικά προβλήματα».
Η εξιχνίαση ειδεχθών εγκλημάτων
Η Ελένη όμως δεν συνέβαλε μόνο στην εξέλιξη, η ορθότερα στον πειραματισμό των παραψυχολογικών πειραμάτων, στην αντίσταση, και στην επίλυση των προβλημάτων των καλλιτεχνών της εποχής. Βοήθησε ενεργά την έρευνα της ελληνικής αστυνομίας σε περιπτώσεις ειδεχθών εγκλημάτων. Μετά από επίσκεψη στον τόπο του εγκλήματος υποδείκνυε επιτυχώς τα χαρακτηριστικά του δολοφόνου και τον τρόπο του εγκλήματος.
«Ο Δράκος της Βουλιαγμένης»
Η πρώτη περίπτωση στην εξιχνίαση της οποίας συνέβαλε ενεργά η ενόραση του μέντιουμ είχε γίνει γνωστή ως ο «Δράκος της Βουλιαγμένης». Τον Αύγουστο του 1953, ο δημόσιος υπάλληλος Θεόδωρος Δέγλερης και η φίλη του Σοφία Μαναβάκη, βρίσκονται σε ερημική τοποθεσία στο Μικρό Καβούρι, την ώρα που κάποιος πυροβολεί εν ψυχρώ σκοτώνοντας τον άντρα. Η γυναίκα σοκαρισμένη, στέκει ακίνητη για μερικά λεπτά αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί, όταν εμφανίζεται ένας άνδρας με το πρόσχημα να βοηθήσει. Αντ’ αυτού, υποδυόμενος πως εξετάζει το σφυγμό του νεκρού, κλέβει το ρολόι του και την τσάντα της κοπέλας κι εξαφανίζεται τρέχοντας στο σκοτάδι. Όταν φτάνει η αστυνομία, διαπιστώνεται ο θάνατος του Δέγλερη ενώ η Μαναβάκη, συγκλονισμένη, αδυνατεί να περιγράψει τα χαρακτηριστικά του δράστη. Τις επόμενες ημέρες οι εφημερίδες μεταφράζουν τη σιωπή σε ενοχή.
«Έχει μυστικόν η Μαναβάκη;» («εφημερίδα «Η Απογευματινή» - 7/8/1953),
«Η Μαναβάκη γνωρίζει, αλλά δεν θέλει να αποκαλύψη τον δράστη του διπλού εγκλήματος εν Βουλιαγμένη;» (εφημερίδα «Η Καθημερινή» - 8/8/1953).
Οι προσαγωγές των υπόπτων δεν αποφέρουν καρπούς το ίδιο και η αναπαράσταση του εγκλήματος, αλλά και οι διαδοχικές καταθέσεις της Μαναβάκη. Από το αρχείο ανασύρονται φάκελοι παλιότερων επιθέσεων που έχουν συμβεί στην περιοχή και οι εφημερίδες μιλούν πλέον επίσημα για το Δράκο της Βουλιαγμένης. Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 30 Ιουλίου, στην ίδια περιοχή ο Μιχάλης Καλλίτσης και η Ελισάβετ Καπρή είχαν δεχθεί, από άγνωστο, επίθεση με χειροβομβίδα με αποτέλεσμα να τραυματισθούν ελαφρά. Επιπλέον, επανεξετάζεται σοβαρά η παλιότερη υπόθεση του θανάτου του 23χρονου φοιτητή Φώτη Προβελέγγιου, ο οποίος το απόγευμα της 11ης Φεβρουαρίου του 1952 κι ενώ βρισκόταν με μία φίλη του σε ερημικό σημείο στο Μικρό Καβούρι, τραυματίστηκε θανάσιμα όταν δέχτηκε στον κρόταφο μια μεγάλη πέτρα.
Τότε είναι που ο αστυνομικός συντάκτης της εφημερίδας «Ακρόπολις», Θόδωρος Δράκος, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να ζητήσει τη βοήθεια της Κικίδου για να αποκαλυφθεί ο δράστης του στυγερού εγκλήματος.
«Στις 2.30 μ.μ. (…) μετέβην εντελώς απρόοπτα στον αριθμόν 19 της οδού Μετσόβου και εζήτησα να ιδώ την κυρία Ελένην Κικίδου, αναγνωρισμένο μέντιουμ της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών» θα γράψει ο ίδιος την επόμενη ημέρα στην «Ακρόπολη». «Εγνώριζα καλώς από σχετικές επιστημονικές μελέτες ότι υπάρχουν άτομα τα οποία έχουν το χάρισμα να ‘’βλέπουν’’ μέσα στο μυαλό ενός ανθρώπου και να διαβάζουν τη σκέψη του, όπως σε ένα βιβλίο. Επίσης, μπορούν να ζήσουν έντονα κάτι που έγινε και να το παραστήσουν με κάθε λεπτομέρεια. Κι εγώ ήθελα να μάθω πώς ακριβώς διεπράχθη το έγκλημα, ποιος ήταν ο δράστης του, γιατί εγκλημάτισε, πώς ακολούθως διέφυγε και πού σήμερα βρίσκεται κρυμμένος και αγωνιά».
Αν και στην αρχή η Κικίδου αρνείται, ισχυριζόμενη πως η «αποκάλυψη του δράστη είναι έργον των ανακριτικών αρχών», το ίδιο βράδυ μεταβαίνει στον τόπο του εγκλήματος.
«Η κυρία Κικίδου οδηγούμενη από τη διορατικότητά της, απ’ την εκπληκτική διαίσθησή της πατάει ακριβώς στα βήματα του δολοφόνου. Νοιώθει έναν απερίγραπτον κλονισμόν, γέρνει πάνω στον ώμο της φίλης της. Και ξαφνικά αρχίζει να περιγράφει με εκπληκτικές λεπτομέρειες την σκηνήν της δολοφονίας».
Την επόμενη μέρα η εφημερίδα Ακρόπολις δημοσιεύεται με πηχυαίο τίτλο «Το μέντιουμ Ελένη Κικίδου, χθες την 10ην νυκτερινήν εις το Μικρό Καβούρι όπου εδολοφονήθη ο Δέγλερης, απεκάλυψε τον Δράκο της Βουλιαγμένης» και με επεξηγηματικό υπέρτιτλο: «Με την βοήθειαν της ‘’διοράσεως’’ προς ανακάλυψιν του δολοφόνου».
Η περιγραφή που έδωσε όπως καταγράφηκε στην εφημερίδα «Ακρόπλις», της 19/08/1953:
«Ο δολοφόνος τους επλησίασε πολύ κοντά, πίσω από την πλάτη τους, στο πεύκο. Κάθισε εκεί τρία τέταρτα της ώρας και παρακολούθησε όλην την συνομιλίαν τους και τις τρυφερότητές τους. Έπειτα έφυγε από κει και ήρθε σ’ αυτό εδώ το πεύκο πλαγίως σε απόσταση δύο μέτρων. Τη στιγμή αυτήν η νέα ήτο ξαπλωμένη κατά γης. Επάνω της ο Δέγλερης εις τρυφεράν περίπτυξιν. Τότε ο δολοφόνος εκάθησε οκλαδόν και τους σημάδεψε και πυροβόλησε Είναι ψύχραιμος και έχει μια φοβερή κακία μέσα του. Δεν είναι τόσο κουτός, όσο τον φαντάζονται. Είναι ψηλός, μελαχρινός, έχει αφήσει τα πέδιλά του μακριά. Πυροβολεί επανειλημμένως και φεύγει […] προς την αντίθετον κατεύθυνσιν και κρύβεται. Έπειτα κρύβει το πιστόλι κάτω από το μέρος των βράχων και επανέρχεται προς το θύμα του. Ο Δέγλερης δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει. Του πιάνει το σφυγμό δήθεν και του κλέβει το ρολόι. Κλέβει ακόμα την τσάντα. Την ανοίγει, παίρνει το πορτοφόλι […]. Έπειτα εξαφανίζεται προς τον Λαιμόν. […] Παίρνει μεταφορικόν μέσον, πιθανώς βάρκα και περνά απέναντι. Ξέρει από θάλασσα κι έχει ξαναμπή σε θάλασσα. Το ένα πόδι του είναι πληγωμένο από τις πέτρες, όπως έτρεχε ξυπόλητος. Έχει επίσης χαλασμένα δόντια … Του λείπουν πολλά δόντια […]Το πιστόλι είναι τυλιγμένο με σπάγκους και είναι κάτω από μια πέτρα. […[ Δεν είναι μεγάλο πιστόλι […] και δεν είναι δικό του. Ο δολοφόνος το έχει κλέψει από καιρό. Είναι υψηλός, αδύνατος, με εξαϋλωμένη φυσιογνωμία […]. Φορεί σκούρο παντελόνι και κοντό υποκάμισο. Φορεί τώρα λινά παπούτσια. Πρώτα φορούσε πέδιλα. Καφέ πέδιλα, μεγάλα, νούμερο 42. Όχι πολύ εφθαρμένα. […] Κανείς δεν τον υποπτεύεται[…]Το όνομά του αρχίζει από Σ.»
Πολλά χρόνια αργότερα, η Ελ. Κικίδου θα πει, περιγράφοντας εκείνη την εμπειρία της: «Πριν αναμειχθώ στην υπόθεση δεν είχα ασχοληθεί ιδιαίτερα, ούτε παρακολουθούσα ιδιαίτερα τα δημοσιεύματα στις εφημερίδες. […] Το πείραμα διήρκεσε περίπου 1-2 ώρες. […] Όταν φτάσαμε στον τόπο του εγκλήματος, περπάτησα στα βήματα του δολοφόνου. Διότι έχει αποδειχθεί επιστημονικώς -αυτό λέγεται πείραμα ψυχομετρίας- ότι οι άνθρωποι αφήνουν την αύρα τους, μια ενέργεια, από κει που πέρασαν. Έρχεται σαν μια φωτογραφία στον εγκέφαλο. Είναι κάτι φοβερό. […] Όλα τα έπιανα εν εγρηγόρσει, σαν ταινία. Δηλαδή, ‘‘είδα’’ όλο το έγκλημα, όπως έγινε. […] Το καταπληκτικό ήταν ότι έκανα ακριβώς την κίνηση δείχνοντας την ουλή […].Δηλαδή, φωτογραφία. Πόντο δεν έπεσα έξω. Είπα στον Θ. Δράκο να έρθει κοντά μου για να μην μου φύγει η εικόνα: ‘’Έχει μια ουλή από χαλασμένα δόντια’’. […] Ήταν πολύ άγριο πράγμα, για μένα ήταν μια τραγωδία. Αρρώστησα ψυχικά για τρεις μήνες, επειδή είχα καταβάλει μεγάλη προσπάθεια, αλλά και συναισθηματικά […]»
Η έρευνα που ακολουθεί βασιζόμενη στα στοιχεία της Ελένης Κικίδου, αποδίδει καρπούς . Το πιστόλι εξετάζεται, παίρνονται καταθέσεις από τον στρατό, ανακρίνονται οι θαμώνες της περιοχής. Οι αρχές συλλαμβάνουν τον 25χρονο Μιχάλη Στεφανόπουλο, ο οποίος αν και αρνείται αρχικά τις κατηγορίες στο τέλος ομολογεί .
«Εγώ ήμουν καταδικασμένος μόνο να βλέπω… Δεν θυμάμαι πως μου ήρθε να τραβήξω το πιστόλι και να ρίξω μία, δυο, τρεις, τέσσερις φορές… Κι έπειτα ήρθε η χαρά. Η κοπέλα ήταν πια ανυπεράσπιστη. Έτρεξα να τη βοηθήσω. Ήταν δικιά μου πια η κοπέλα. Ο φίλος της ξεψυχούσε. Ήταν δικιά μου, με καταλαβαίνεις; Και την αγκάλιασα και την έσυρα κοντά μου κι εκείνη νόμισε ότι ήθελα να την βοηθήσω κι εγώ την έπιανα… Έπειτα, όλα τελείωσαν. Είχα συνέλθει… Με κυρίευσε ο φόβος της τιμωρίας κι έφυγα», δήλωνε ο δράστης στους δημοσιογράφους....
Κατά τη δίκη οι ένορκοι δεν πείθονται από τα επιχειρήματα υπεράσπισης, έτσι ο ένοχος χωρίς κανένα ελαφρυντικό καταδικάζεται σε θάνατο για τη δολοφονία του Θ. Δέγλερη και σε κάθειρξη 24 ετών για την απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά των Σ. Μαναβάκη, Μιχ. Καλλίτση και Ελ. Καπρή, για τις κλοπές και την οπλοκατοχή και οπλοχρησία. Οι αξιωματικοί που είχαν αναλάβει τις έρευνες και την προανάκριση χαρακτήρισαν τον δράστη «κοινό εγκληματία» και την πράξη του «ιδιαζόντως ειδεχθής».
Πέντε μήνες αργότερα, στις 10 Αυγούστου «εις την θέσιν Τούρλος της Αιγίνης εξετελέσθησαν ο Μιχαήλ Στεφανόπουλος, γνωστός ως Δράκος της Βουλιαγμένης και δύο έτεροι θανατοποινίται, οι οποίοι είχον καταδικασθή δι’ εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. […] Κατά την ώραν της εκτελέσεως ο Στεφανόπουλος εζήτησε να του δέσουν τους οφθαλμούς και να του λύσουν τα χείρας […]» (εφημερίδα «Η Απογευματινή» - 10/8/1954).
Σαράντα έξι χρόνια αργότερα, η Ελ. Κικίδου, η οποία συνέβαλε αποφασιστικά στη διαλεύκανση της υπόθεσης, θα σχολιάσει σχετικά: «Η εκτέλεση του Στεφανόπουλου με στεναχώρησε, με πείραξε ψυχολογικά. Δεν θέλω να γίνομαι πρόξενος κακού σε κανένα. Ας το βρει από κάπου αλλού, όχι από μένα, αυτή είναι δουλειά της αστυνομίας και μόνο, άλλωστε πολλές φορές απειλήθηκε και η ίδια μου η ζωή».
«Το ειδεχθές έγκλημα πάθους»
Παρόλα αυτά, τέσσερα χρόνια μετά, η Ελένη Κικίδου θα βοηθήσει εκ νέου στη διαλεύκανση ενός ακόμη ειδεχθούς εγκλήματος.
Τον Αύγουστο του 1957, ο καύσωνας που ταλαιπωρεί την Αθήνα είναι πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, μέχρι που μια πρωτοφανή δολοφονία παίρνει τη θέση του, συγκλονίζοντας το πανελλήνιο. Ο Δημήτρης Πέπες, σιδηροδρομικός υπάλληλος, βρίσκεται δολοφονημένος μέσα στο κλειδωμένο σπίτι του, στην οδό Μοναστηρίου 87 στον Κολωνό. Φέρει 18 μαχαιριές και φορά μόνο τα εσώρουχά του. Ο νεκρός οικογενειάρχης βρισκόταν μόνος στην Αθήνα, η γυναίκα του και το ανήλικο παιδί του παραθέριζαν στο χωριό. Το δωμάτιο ήταν πλημμυρισμένο στο αίμα. Κανένας γείτονας δεν έχει ακούσει φασαρία το προηγούμενο ή τα προηγούμενα βράδια. Στο σπίτι δεν εντοπίζονταν σημάδια πάλης και δεν έλειπαν άλλα αντικείμενα εκτός από το ρολόι του θύματος.
Οι πρώτες σκέψεις των αρχών ήταν πως επρόκειτο για «έγκλημα πάθους» και άρχισε να ερευνά την προσωπική ζωή του θύματος. Σύντομα οι αρχές πείστηκαν ότι το έγκλημα ήταν σεξουαλικό κι έτσι οι έρευνες στράφηκαν σε συγκεκριμένα άτομα. Ανακρίθηκαν σε μια εβδομάδα περίπου χίλιοι ύποπτοι.
«Έκφυλοι, σαδισταί, μεγάλα μαχαίρια, κ.α δοθέντος ότι υπάρχει η εκδοχή ότι το έγκλημα ήτο σεξουαλικής μορφής, εφ όσον ανευρέθησαν ίχνη επιμαρτυρούντα τούτο», έγραφαν οι εφημερίδες.
Για άλλη μια φορά όμως οι προσπάθειες της αστυνομίας δεν καταλήγουν πουθενά. Τότε, ο ρεπόρτερ Δράκος και η μένταλιστ Κικίδου συνεργάζονται για ακόμα μια φορά με την αστυνομία βοηθώντας στην εύρεση του δολοφόνου.
Το μέντιουμ επισκέπτεται και πάλι τον τόπο του εγκλήματος, υποδεικνύοντας τα χαρακτηριστικά του δολοφόνου και τον τρόπο που πραγματοποίησε το έγκλημα. Έπειτα από 10 ημέρες ανακοινώνεται η σύλληψη του οικοδόμου Χατζηχρήστου. Ο Χατζηχρήστος, πατέρας 5 παιδιών, είχε γνωρίσει το θύμα μερικές μέρες νωρίτερα και σύναψε μαζί του ομοφυλοφιλικές σχέσεις. Το μοιραίο λάθος που συνέβαλε την σύλληψή του ήταν το ότι πούλησε το κλεμμένο ρολόι σε ανταλλακτήριο, το οποίο είχε κρατήσει τα πλήρη στοιχεία του.
Οι εφημερίδες της εποχής θα γράψουν και πάλι:
«Η κυρία Κικίδου βοήθησε αφιλοκερδώς στην εξιχνίαση του εγκλήματος Πέπε…» Απογευματινή 21/08/57)
Για άλλη μια φορά η βοήθειά της συγκίνησε το πανελλήνιο. Εκείνοι όμως που την θυμούνταν περισσότερο ήταν οι απλοί άνθρωποι, τους οποίους βοήθησε μέσα από την προσπάθειά της, να δημιουργήσει την Κιβωτό του Νώε, ένα τριώροφο κτίριο ειδικά διαμορφωμένο σε ξενώνα για παιδιά και ηλικιωμένους το καλοκαίρι.
Άλλωστε όπως η ίδια δήλωνε:
«Έχω ένα χρέος ηθικό προς τον Δάσκαλό μου Άγγελο Τανάγρα. Χρέος να ανοίξω τις όποιες ικανότητες έχω για το καλό των ανθρώπων και όχι το αντίθετο. Χρέος να πω την επιστημονική αλήθεια και να μην αφήσω τους αδύναμους ανθρώπους να πέσουν θύματα αυτής της ανασφάλειάς τους. Θύματα δήθεν μάγων και καφετζούδων. Απατεώνων δηλαδή». Παρά τις ενοράσεις της, η Ελένη Κικίδου δεν δεχόταν ποτέ να αναφέρεται ως μέντιουμ, ως ενδιάμεσος δηλαδή μεταξύ αυτού του κόσμου κι ενός άλλου...
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr