Γιάννης Νικολάου: οι κυριακάτικες εφημερίδες μόνο ξύλα για το τζάκι δεν έχουν μαζί με τα cd και τα dvd

Μια συνέντευξη από καρδιάς με τον αξιόλογο τραγουδοποιό στο «Μουσικόραμα» και στη Μαρία  Παπαδάκη

Ο Γιάννης Νικολάου, γνωστός και μη εξαιρετέος ταλαντούχος και πολυμορφικός συνθέτης και ενίοτε ερμηνευτής και στιχουργός των τραγουδιών του, μου μιλάει εφ’ όλης της ύλης στο ΜΟΥΣΙΚΟΡΑΜΑ. Ακολουθείστε τα μουσικά χνάρια νότα-νότα, λέξη-λέξη και μπείτε στην κουβέντα μας.

 

Μαρία: Γεια σου Γιάννη! Καλώς όρισες ξανά στο σπίτι μας! Για πες μου, πως ξεκίνησες ν’ ασχολείσαι με τη μουσική;

  Γιάννης: Γεια σου Μαρία! Καλώς σας βρήκα ξανά!

Είχα σαν πρώτο ερέθισμα τον πατέρα μου που έπαιζε κιθάρα ισπανική και χαβάγια. Βέβαια δεν ήταν επαγγελματίας, αλλά του άρεσε πάρα πολύ και τραγουδούσε και ισπανόφωνα τραγούδια πολύ καλά. Του άρεσαν τα ελαφριά τραγούδια της εποχής εκείνης, όχι τα βαριά.


 Όμως, να πάμε πιο παλιά. Ο παππούς μου ο Γιάννης ήτανε ρεμπέτης. Μου έμαθε πολλά ρεμπέτικα τραγούδια. Τραγουδούσε τα κλασσικά ρεμπέτικα  Βαμβακάρη, Τσιτσάνη κι’ άλλα τέτοια. Ήτανε ταξιτζής. Και τότε, μέσα στ’ αυτοκίνητα είχανε πικ-απ, που παίρνανε σαρανταπεντάρια δισκάκια.

Άλλο ερέθισμα ήταν η γειτονιά που μεγάλωσα και λεγότανε «Τα Κρητικά». Εκεί, μένανε πολλοί μουσικοί. Σκέψου ότι στο σοκάκι στη Σκρα που μεγάλωσα εγώ, έμενε ο μεγάλος μαέστρος Γιώργος Κουρουπός, ο Τάκης Μπουγάς κι’ ο Γιάννης Συνοδινός ο δάσκαλός μου. Μιλάμε, σ’ ένα στενάκι τόσο δα, μένανε όλοι αυτοί οι σπουδαίοι μουσικοί. Μουσικό στενό μπορείς να το πεις δηλαδή. Ακριβώς πάνω από μένα έμενε ο Άκης ο Τουρκογιώργης και όλοι οι Socrates. Ο Αντώνης ο Τουρκογιώργης με το Σπάθα στη Μουσών και πιο κάτω στη γούβα ένας εκ των Τερμιτών, ο Αντώνης ο Μιτζέλος. Κι’ ο Δήμος Μούτσης από τον Προφήτη Ηλία είναι. Στο πιο πάνω στενό από μένα έμενε κι’ ο μεγάλος Μουντάκης. Από την ταράτσα μου έβλεπα το σπίτι του. Η γειτονιά μου λοιπόν ήταν γεμάτη μουσικούς. Πως να μην επηρεαστώ...

Στα σουβλατζίδικα δε που πηγαίναμε από τα τζουκμπόξ, μπορούσες ν’ ακούσεις από το «Κορίτσι του Μάη», μέχρι Καζαντζίδη στο «Είμαι ένα κορμί χαμένο». Αυτά όλα λοιπόν ήταν ερεθίσματα για ν’ ασχοληθώ με τη μουσική. Θυμάμαι όμως πως από πολύ μικρός φωτογραφιζόμουνα συνεχώς με την κιθάρα του πατέρα μου, όπως ακριβώς κάνουν κι οι γιοι μου τώρα. Τα πρώτα μου ακόρντα τα έβλεπα από φωτογραφίες από διάσημους που πιάνανε τις συγχορδίες και προσπαθούσα να βάλω κι’ εγώ τα χέρια μου στις ίδιες θέσεις. Έτσι ξεκίνησα.


Ήταν βέβαια κι’  ο έρωτας που μου χτύπησε νωρίς την πόρτα και μόλις δώδεκα χρονών έγραψα το πρώτο ερωτικό μου τραγούδι.

Υπάρχει ακόμη ένα γεγονός που με ώθησε να προχωρήσω στη μουσική. Όταν ήμουν 18 χρονών, σε μια σχολική γιορτή ένας Σκωτσέζος μουσικός ο Howe Stewart, μ’ άκουσε να παίζω Beatles, με πλησίασε και μου είπε «φίλε μου, όσα χρόνια είμαι στην Ελλάδα δεν άκουσα κανέναν να παίζει τους Beatles τόσο καλά. Θες να γνωριστούμε; Είμαι κι’ εγώ μουσικός και καθηγητής».

Είχε σπίτι στον Προφήτη Ηλία και ήταν πολύ σπουδαίος μουσικός. Έπαιζε τέσσερα- πέντε όργανα πολύ καλά. Οσμίστηκε ταλέντο σε μένα και μου πρότεινε να παίξουμε μαζί. Έμαθα πολλά απ’ αυτόν, να κάνω αρμονίες και τόσα άλλα. Παίξαμε διαχρονικό ξένο ρεπερτόριο, Αμερικάνικα, Εγγλέζικα, μόνο Αγγλόφωνα τραγούδια φυσικά. Παίζαμε τα καλοκαίρια στη Σαντορίνη και τους χειμώνες εδώ, στα μπαράκια του Πειραιά. Κοντά του άρχισα να βλέπω τη μουσική μ’ άλλο μάτι, γιατί αλλιώς είναι να παίζεις σ’ ένα στενό περιβάλλον και να μην έχεις καλύτερους από σένα να μετρηθείς κι’ αλλιώς να παίζεις με κάποιον, που όχι μόνο είναι καλύτερος από σένα, αλλά είναι και τόσο σπουδαίος μουσικός που καμιά φορά σε κάνει να λες «γιατί παίζει τώρα αυτός μαζί μου». ..

Στη Σαντορίνη λοιπόν άρχισα να γράφω τραγούδια, απ’ το  ’83 ως το ’86 που έπαιζα με τον Σκωτσέζο.

 

 Μαρία: Πως και δεν έγραψες ξενόγλωσσα τραγούδια μετά απ’ αυτό;

  Γιάννης: Δεν μπορούσα να γράψω, γιατί οι γνώσεις μου στ’ Αγγλικά δεν ήταν τόσο σπουδαίες ώστε να μπορέσω να γράψω στίχο. Μιλούσα καλά τα Αγγλικά, αλλά μόνο μιλούσα. Δε σημαίνει ότι όποιος μιλάει Αγγλικά πρέπει να γράφει και ποίηση ή στίχο. Το ίδιο συμβαίνει μ’ όλες τις γλώσσες. Βλέπουμε και πολλούς Έλληνες οι οποίοι πάνε να γράψουν στίχο και γράφουν βλακείες. Το να κάνεις ομοιοκαταληξία δε σημαίνει ότι γράφεις και καλό στίχο. Στη γλώσσα μου όμως έγραφα στίχους. Είχα γράψει τότε και το «Ρεμάλι», το «ταξιδιάρικο πουλί», το «Λαθρεπιβάτης της αγάπης σου θα γίνω», το «Ανησυχώ». Πολλά κομμάτια που ακούστηκαν πολύ κι’ άλλα κομμάτια που δε γίνανε γνωστά, όπως το «Ο ξένος». Και πολλά απ’ αυτά δεν τα ηχογράφησα κιόλας.

 

  Μαρία: Όταν πρωτοξεκινούσες ήταν στη μόδα τα συγκροτήματα και ξέρω πως σκαρώσατε ένα συγκρότημα με τον Αντώνη το Μιτζέλο. Για πες μου γι’ αυτό.

  Γιάννης: Ναι. Αυτό το συγκρότημα λεγότανε «Πυρολάτρες» «Fire-worshippers», στ’ Αγγλικά βέβαια, μιας κι’ ήταν της μόδας τότε τα Αγγλικά ονόματα στα γκρουπάκια. Ο Αντώνης έπαιζε και μπάσο όταν χρειαζότανε. Είχαμε και το Χάρη στα τύμπανα και παίζαμε σε κινηματογράφους όπως στο «Βαρβάρα», σε μικρά μπαρ και σε πάρτι.

 

 Μαρία: Παίζατε και στις ταράτσες των σπιτιών σας;

   Γιάννης: Στο πλυσταριό του Μιτζέλου κάναμε πρόβες..

 

 Μαρία: Απίθανο! Για πες μου τώρα Γιάννη, πως δημιουργούνται οι «Λαθρεπιβάτες»;

  Γιάννης: Επιστρέφοντας απ’ τη Σαντορίνη, πήγα σε μια μπουάτ στη Φρεατίδα και άκουσα τον Παντελή το Θαλασσινό να παίζει. Είδα λοιπόν μια ιδιαιτερότητα σ’ αυτόν και ειδικά στη φωνή του και σκέφτηκα να του προτείνω ν’ ακούσει τα τραγούδια μου. Τ’ άκουσε και του άρεσαν τόσο πολύ, που σχεδόν δεν το πίστευε ότι είναι δικά μου. Μου ζήτησε λοιπόν την άδεια να τα παίζει κι’ αυτός εκεί. Του τάδωσα, τα έμαθε και τάπαιζε. Ήταν δε ο πρώτος μετά από μένα πούπαιξε τα τραγούδια μου. Έλεγε το «Ανησυχώ», το «Για όλα φταίει η μοναξιά». Το «Ρεμάλι» κι’ έτσι ήρθε ο πρώτος μας δίσκος. Ο Παντελής είχε γράψει κι’ ένα τραγούδι που λεγόταν «Το γραφείο». Είχα μελοποιήσει κι’ άλλα του κομμάτια όπως το «Μπήκ’ ο Νοέμβρης», το «Κρυώνω». Το «Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε», που είναι πάλι σε στίχους του Παντελή, δεν τόχαμε βγάλει ακόμα.  Είχαμε κι’ ένα άλλο που λεγότανε «Το πορτατίφ», καθώς επίσης και το «Λαθρεπιβάτης της αγάπης σου θα γίνω»


Μετά, ανακαλύψαμε ότι ταιριάζουμε και σαν άνθρωποι και κάναμε πολύ παρέα. Ένα διάστημα βέβαια δεν δουλέψαμε μαζί, αλλά μετά αρχίσαμε και δουλεύαμε και μαζί κι’ έγινε το περίφημο ντουέτο ο Γιάννης και ο Παντελής, ο Παντελής κι’ ο Γιάννης, αλλά όχι οι «Λαθρεπιβάτες». Οι «Λαθρεπιβάτες» γίνανε όταν ο Ηλίας ο Μπενέτος ο σπουδαίος παραγωγός έψαχνε να βρει κάτι πιο εμπορικό απ’ τα ονόματά μας και μας είπε «παιδιά, πρέπει να βγείτε ως ντουέτο και πρέπει να σας βρούμε ένα τίτλο, ένα όνομα». Έψαξε λοιπόν μέσ’ στα τραγούδια, ανακάλυψε το «Λαθρεπιβάτης της αγάπης σου θα γίνω» κι’ από κει βαφτιστήκαμε «Λαθρεπιβάτες».

 

 Μαρία: Και πότε μπήκατε για πρώτη φορά στη δισκογραφία σαν «Λαθρεπιβάτες»;

  Γιάννης: Το 1987.

 

 Μαρία: Συνεργαστήκατε με πάρα πολλούς και σπουδαίους καλλιτέχνες επί σκηνής, έτσι δεν είναι;

  Γιάννης: Φαντάσου ότι ήμασταν τόσο τυχεροί, που η πρώτη μας δουλειά ήταν με τη Χαρούλα την Αλεξίου, το Χάρρυ Κλυνν και τον Διονύση τον Θεοδόση στο Ζυγό, στην Πλάκα.

 

 Μαρία: Είχατε συνειδητοποιήσει τότε, που ήσασταν τόσο μικροί, την επιτυχία που κάνατε;

  Γιάννης: Δεν ήμασταν και τόσο μικροί Μαρία μου. Εγώ ήμουνα 27 στα 28 κι’ ο Παντελής στα 30. Φαινόμαστε βέβαια μικροί, δε λέω..

 

 Μαρία: Τα τραγούδια σου όπως το «Ανησυχώ», το «Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω» και άλλα, γίνανε γνωστά σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα από τότε που τάγραψες. Τι νομίζεις πως τα έκανε να ξεχωρίσουν αμέσως και τόσο, που ακόμα και τώρα ακούγονται πολύ φρέσκα, σα γραφτήκανε μόλις χθες;

  Γιάννης: Το μόνο που μπορώ να σου πω σίγουρα είναι ότι εγώ ούτε που σκέφτηκα ποτέ «πως» και «τι». Τα τραγούδια γραφτήκανε αυθόρμητα κι’ από καρδιάς. Ούτως ή άλλως, εγώ δεν πιστεύω πως αυτός που γράφει τα τραγούδια μπορεί να ξέρει εκ των προτέρων τι θα γίνει μ’ αυτά. Η τιμιότητα, η αγάπη, το πάθος για δημιουργία και προφανώς και το ταλέντο, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, κάνανε αυτά τα τραγούδια διαχρονικά. Βέβαια, είχαν την τύχη νάχουν φοβερές ενορχηστρώσεις, σπουδαίες χαρακτηριστικές φωνές σαν του Θαλασσινού, της Ελένης Δήμου και όλων αυτών που τα τραγούδησαν. Ένα σωρό παράμετροι κάνουν ένα τραγούδι διαχρονικό. Γενικά εγώ δεν πιστεύω στις εξηγήσεις. Πιστεύω ότι η τέχνη πρέπει να είναι απόρροια της ζωής. Κι’ αυτό είναι αρκετό για να καταστήσει διαχρονικό ή όχι ένα τραγούδι.

 

 Μαρία: Έχεις γράψει και τραγούδια Κρητικοφανή, όπως είναι το πολύ γνωστό « Του φεγγαριού» και ολόκληρους δίσκους όπως τους δίσκους «Οι Άγγελοι του έρωτα» και «Στο Νότο ο έρωτας φυσά».

  Γιάννης: Ναι. Είναι οι δουλειές που έκανα στα Χανιά, τον καιρό που έμενα εκεί και ήμουν διευθυντής το Top fm και συνεταίρος στη μουσική σκηνή «Εκεί στο Νότο».

 

 Μαρία: Πως λοιπόν τότε, που ακόμα και τα ίδια τα  Κρητικά τραγούδια, δεν περνούσαν εύκολα τα σύνορα της Κρήτης, εσύ αποφάσισες να γράψεις Κρητικοφανή τραγούδια; Τώρα βέβαια είναι στη μόδα η Κρήτη και τα τραγούδια της και μοιάζει σαν εσύ να έβλεπες μακριά στο μέλλον όταν τάγραφες.

  Γιάννης: Δεν έβλεπα μακριά στο μέλλον. Εγώ σύχναζα σ’ ένα καφενείο εκεί στη Νεάπολη Λασιθίου. Μια μέρα λοιπόν έρχεται ο Μιχάλης Χουρδάκης και μου λέει «έχω κάτι μαντινάδες να βάλεις μουσική», κι’ εγώ του λέω «δεν έχω ιδέα από Κρητική μουσική». Βέβαια, άκουγα Κρητική μουσική, αλλά εννοώ πως δεν την γνώριζα στο βάθος της και δεν την είχα παίξει και ποτέ. Δοκίμασα λοιπόν να το μελοποιήσω πολύ δειλά. Ακόμα κι’ όταν τόχα τελειώσει, δεν ήμουν σίγουρος ότι ήτανε καλό.

Πήγα στο καφενείο που λεγόταν «Πέριξ» κι όταν το τραγούδησα στο Μιχάλη δάκρυσε και μούπε «τα κατάφερες. Είχα δίκιο να στο δώσω». Μετά πήγαμε και βρήκαμε τον πιτσιρικά τον Κώστα το Χρονάκη κι’ έπαιξε λύρα. Πρότεινα να το πούμε Κρητικά και Πειραιώτικα μαζί, δηλαδή ντουέτο. Ο Χρονάκης δεν πίστευε πως θα τον καλούσα ποτέ να το πούμε μαζί, όμως εγώ έδωσα το λόγο μου και του λέω «όταν θα κάνω δίσκο, θάρθεις εσύ να το πεις και κανένας άλλος».


Όταν λοιπόν έκανα το δίσκο «Χωρίς πυξίδα» το 1995, στην fm records, έφερα αεροπορικώς τον Χρονάκη και το είπαμε ακριβώς όπως το γράψαμε. Αυτή είναι η ιστορία της «μαντινάδας του φεγγαριού». Από τότε βέβαια έγινε τεράστια επιτυχία και το παίζουν όλοι , αλλά για μένα η πρώτη εκτέλεση ήταν λίγο πιο.. αεράκι. Το λέω, κι’ ίσως αδικήσω λίγο και το φίλο μου τον Παντελή το Θαλασσινό, γιατί η εκτέλεση που τόπαμε ντουέτο έχει 1.000.000 τόσες επισκέψεις στο youtube. Όμως θεωρώ την πρωτόλεια εκτέλεση πιο αυθόρμητη. Όχι καλύτερη πάλι, γιατί ο Θαλασσινός είναι τεράστιο τραγουδιστικό μέγεθος. Απλά πιο αυθόρμητη, πιο.. αεράκι, όπως σου είπα και προηγουμένως.  Αλλά  όπως και να γίνει κι’ οι δυο εκτελέσεις καλές είναι, η κάθε μια με τα χαρίσματά της.

 

 Μαρία: Για πες μου λίγα λόγια ακόμα για την περίοδο της ζωής σου στην Κρήτη.

  Γιάννης: Η Κρήτη για μένα είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Έχουμε χημεία μεταξύ μας. Τελικά όμως είναι και θέμα γονιδίου. Κι’ οι δύο γιαγιάδες μου είναι Κρητικές. Λιναρτσάκη είναι η μία κι’ η άλλη Πατρόνα Ψαρουδάκη. Έχω αίμα Κρητικό δηλαδή, γι’ αυτό ο άνεμος της Κρήτης μούδινε πάντα έμπνευση, μούδινε ελπίδες, με προστάτευε. Κάθε φορά που πήγαινα στην Κρήτη ήμουνα φοβερά δημιουργικός κι’ αποδείχτηκε τελικά με τραγούδια όπως «Τ’ άγρια πουλιά», «Του έρωτα», το «Ποτέ μου δε μιλώ γι’ αυτήν», το «Όταν σε βλέπω να χορεύεις» με τους Παντερμάκηδες. Και γίνανε πολλά επιτυχίες. Ακόμα, έδωσα πολύ καλά τραγούδια σ’ έναν καταπληκτικό λυράρη τον Στέφανο τον Μεσσαριτάκη. Είναι κάτι Μεσσαρίτικες κονδυλιές, που γίνανε πολύ γνωστές. «Τον πόνο πούχω στην καρδιά», που το γράψαμε με τη Φρόσω τη Γιατρομανωλάκη και το «Άνεμος γίνεσαι». Ακούστηκαν και παίχτηκαν πολύ στο Ηράκλειο.

Ο πιο σημαντικός δίσκος για μένα όμως την περίοδο της Κρήτης ήταν ο δίσκος μου που τιτλοφορείται «Στο Νότος έρωτας φυσά», που τον έγραψα ολομόναχος με το μαγνητόφωνό μου και είναι σημαντικό αυτό. Όπως άλλωστε κι’ αυτά που κάνω τώρα, που είναι όλα σπιτικά, γι’ αυτό μοσχομυρίζουν.

 

 Μαρία: Το «Απόψε γίνε», είναι ένα κομμάτι σου που έχει ερμηνευτεί τρεις φορές από τον Νίκο Νομικό, τον Κώστα Μάτζιο και τον Γιώργο Νταλάρα, Γιατί λες έφτασε να ερμηνευτεί τόσες φορές;

  Γιάννης: Αυτό το τραγούδι βγήκε με το Νομικό κι’ αυτή η εκτέλεση ήταν ατυχής. Η ενορχήστρωση ήταν χάλια. Την είχε κάνει ένας ενορχηστρωτής που ούτε με ρώτησε αν μ’ αρέσει, όπως γίνεται συνήθως. Άσε που ο Νομικός δεν το πίστευε καθόλου. Προώθησε ένα άλλο κομμάτι που λεγότανε «Πάμε Βόρεια» απ’ τους Ζιγκ Ζακ που ήταν της μόδας τότε. Θεώρησε λοιπόν πως η αίγλη του συγκροτήματος θα παρασύρει και το τραγούδι που είπε αυτός. Το δικό μου τραγούδι το παράτησε εκεί πέρα κάπου σε μια γωνιά. Τούχα δώσει κι’ άλλο ένα που λεγόταν «Αρρώστησα», που ήταν πολύ καλό. Ήταν μια ωραία ερωτική μπαλάντα. Ούτ’ αυτό το πρόσεξε. Για να μη στα πολυλογώ, όταν άκουσα το «Απόψε γίνε» μ’ αυτή την ενορχήστρωση τρόμαξα, γιατί εγώ δεν είχα καμιά τέτοια ιδέα γι’ αυτό το τραγούδι. Απορώ πως το σκεφτήκανε κιόλας να το κάνουν έτσι. Αυτό που τους είχα δώσει εγώ ήταν ένα πολύ ευγενές άκουσμα κι έτσι ακούστηκε κατόπιν απ’ τον Μάτζιο. Για το αποτέλεσμα της δεύτερης εκτέλεσης ήμουν υπεύθυνος εγώ. Όσο για την τρίτη εκτέλεση με τον Νταλάρα ούτε αυτή ήταν καλή. Η ενορχήστρωση ήταν πάλι ξένη με τα δικά μου γούστα. Πήγανε και βάλανε μέσα αραβικά βιολιά.

Ο Μάτζιος, όταν το πήρε αυτό το τραγούδι είχε ήδη πολύ ωραία τραγούδια με τον Σταυριανό, αλλά αυτό τον εκτόξευσε. Τούχα δώσει κι’ άλλο ένα το «Ένα τίποτα ζητούσα για να ζήσω», που κι’ αυτό έγινε πολύ γνωστό. Επίσης κι’ άλλο ένα το «Πες μου που πάνε τα πουλιά» σε στίχους του Βαγγέλη του Βελόνια. Ήταν ωραίος δίσκος. Για μένα λοιπόν η πιο έγκυρη εκτέλεση για το «Απόψε γίνε» είναι του Μάτζιου. Με κολακεύει βέβαια ότι το είπε ο Νταλάρας και ερμηνευτικά δεν είναι άσχημο. Τόχει πει ωραία. Ενορχηστρωτικά όμως είναι έγκλημα. Μου τόχουν πάει στην Αραβία, ενώ το τραγούδι είναι Ελληνικό. Μου το ζήτησε επίσης ένας Τούρκος ο Έγκε, αλλά αρνήθηκα να του το δώσω γιατί δεν ήθελε να πληρώσει πνευματικά δικαιώματα.

 

 Μαρία: Είπες για πνευματικά δικαιώματα κι’ έξυσες πληγή Γιάννη. Ποια είναι η γνώμη σου γι’ αυτό; Για τα δικαιώματα των δημιουργών που δεν αποδίδονται σχεδόν πουθενά και ιδιαίτερα στο youtube, αλλά και σε πολλές μουσικές σκηνές που μερικοί ερμηνευτές ούτε καν τους αναφέρουν.  Κι’ αν αποδίδονται δικαιώματα είναι τόσο πενιχρά που δεν φτάνουν όχι για ζωή, αλλά ούτε για μια μικρή ανάσα.

  Γιάννης: Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αδικία απ’ το να μην αναφέρονται αυτοί που είχαν την πρωτόλεια σκέψη να δημιουργήσουν ένα τραγούδι. Ο συνθέτης κι’ ο στιχουργός δηλαδή. Αν δεν ήταν αυτοί, θα υπήρχε το τραγούδι; Όσο για τους τραγουδιστές, η αγνωμοσύνη τους είναι γνωστή. Την ξέρουμε όλοι. Το χειρότερο όμως είναι πως βρήκανε τώρα συμμάχους κάποιους αμόρφωτους κι’ ανεύθυνους ανθρώπους, που μπαίνουν στο εκπορνευμένο πλέον youtube, και ανεβάζουν τραγούδια που τους αρέσουνε για να εκφράσουν, αν είναι άντρες την καψούρα τους, αν είναι γυναίκες το απωθημένο τους.. να κάνουν άγρα αρσενικών. Παίρνουν λοιπόν μέσα στ’ άλλα και τα ωραία τραγούδια, που έχουν γράψει ιστορία, και τα χρησιμοποιούν. Όμως τα ωραία τραγούδια δε χρειάζονται βίντεο κλιπ του κόλου για να φανούν.

 

 Μαρία: Τουλάχιστον, ας τα βάζανε, ας κάνανε το κομμάτι τους, ας τα χρησιμοποιούσαν, αλλά ας αναφέρανε και τους δημιουργούς. Πόση ώρα χρειάζεται να γράψεις ένα ή δυο ονόματα;

  Γιάννης: Αυτό λέω κι’ εγώ. Μακάρι να γινόταν έτσι, αλλά τα χρησιμοποιούν ως προφυλακτικά και μετά τα πετάνε. Κάτσε ρε φίλε, με συγχωρείς. Το βλέπει αυτό ο δημιουργός και σπαράζει η καρδιά του, σαλτάρει, τρελαίνεται. Ο τραγουδιστής φαίνεται εκ των πραγμάτων. Γράφει ας πούμε.. «Δεν μπορώ καθόλου-Λάκης Φούφουτος». Και ποιος μαλάκας τόγραψε αυτό που τραγουδάει ο Λάκης Φούφουτος; Αυτό όμως τόγραψα εγώ ένα βραδάκι στο σαλόνι του σπιτιού μου, νιώθοντας μοναξιά ή έρωτα ή απογοήτευση ή δεν ξέρω κι’ εγώ τι άλλο. Πως το παίρνεις εσύ και το χρησιμοποιείς σαν όχημα να κάνεις τις βόλτες σου; Κι’ όχι μόνο δε λες ένα ευχαριστώ σ’ αυτόν που στο δάνεισε, μα ούτε καν τον αναφέρεις.

Είναι απλά τα πράγματα Μαρία μου. Αυτή η ιστορία πρέπει να τελειώσει. Φτάνει που η ΑΕΠΙ αδικεί κατάφορα τους δημιουργούς, μην έχοντας φροντίσει να εισπράττει απ’ το διαδίκτυο τις επισκέψεις στα βίντεο. Αυτό μόνο στην Ελλάδα γίνεται, στο Τουρμενιστάν δηλαδή. Έτσι έπρεπε να λεγόμαστε.. Τουρκμενιστάν, αφού πουλάμε κιόλας ότι έχουμε και δεν έχουμε στους Τούρκους.

 

 Μαρία: Για τα CD που πουλάνε οι εφημερίδες, τι έχεις να πεις;

  Γιάννης: Έπρεπε να βρεθεί κάποιος τρόπος να διοχετευτεί το «εμπόρευμα», αφού ούτε εταιρείες υπάρχουν πια ούτε δισκάδικα. Έπρεπε να βγει προς τα έξω η δουλειά μας. Αυτοί βέβαια συνδύασαν το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Δεν πουλάνε, επειδή δεν γράφονται πια πράγματα που ενδιαφέρουν τον κόσμο ή επειδή ο κόσμος προτιμάει να βλέπει αυτά τα σιχαμερά δελτία ειδήσεων που τον χειραγωγούν κιόλας, από το να διαβάζει ένα βιβλίο ή ν’ ακούει ένα τραγούδι. Είναι και το άλλο βέβαια.  Οι εφημερίδες είναι πλέον αναξιόπιστες και δεν πάει ο κόσμος να τις αγοράσει για να τις διαβάσει ή επειδή τις εκτιμάει, πάει για τα δώρα.

 Παίρνεις μια εφημερίδα με 4,25 κι’ έχει μέσα το cd του Παπακωνσταντίνου, του Πάριου, κι’ ένα γουέστερν.

 

  Μαρία:  Μόνο ξύλα για το τζάκι δεν έχει..

  Γιάννης: Ε, σιγά-σιγά θα βάλουνε και ξύλα. Ακόμα και πετρέλαιο θα βάλουνε.

Αναγκαστικά λοιπόν, όλοι ενδίδουνε στις εφημερίδες, αφού δεν υπάρχει άλλο μέσον να διοχετευτεί η δουλειά τους στον κόσμο. Ειδικά οι καλλιτέχνες που έχουν ένα βάρος, και εννοώ σε επίπεδο πωλήσεων, βγαίνουνε με τις εφημερίδες. Παίρνεις λοιπόν μια εφημερίδα να δεις την ταινία που έχει βάλει, παίρνεις και το cd. Μ’ αυτό όμως που συμβαίνει, δεν μετράς τις δυνάμεις σου σαν καλλιτέχνης. Αν είσαι μάγκας, πούλα τα στις συναυλίες σου. Φτιάξε ένα περίπτερο και πούλα τα εκεί. Έτσι, για να ξεχωρίζει η τέχνη. Τώρα βέβαια, κακά τα ψέματα, τα παίρνουνε κι’ οι τραγουδιστές απ’ αυτές τις δουλειές. Οι μόνοι ριγμένοι είναι πάλι οι δημιουργοί.

 

 Μαρία: Πρόσφατα βήματά σου στο χώρο και μελλοντικά σου σχέδια δισκογραφικά και επί σκηνής;

  Γιάννης: Επί σκηνής είμαι πολύ ενεργός τον τελευταίο καιρό, προτείνοντας και καινούργια μου κομμάτια, όπως αυτό που έχω γράψει για την πολιτική κατάσταση και λέγεται «Απόψε ας τραγουδήσουμε», το «Εγώ θα μείνω εδώ», το « Ο βασιλιάς των καναπέδων» σε στίχους του Σπύρου Πετρουλάκη. Με το Σπύρο έκανα κι' άλλα δυο. Το ένα το λέει η Λυδία Σέρβου κι' ο στίχος του αναφέρεται στον μητρικό θηλασμό, και το άλλο το λέω εγώ. Ένα άλλο καινούργιο μου τραγούδι σε στίχους της Μαρίας Παπαδάκη είναι το «Τι γυρεύω εγώ εδώ» που ερμηνεύει η Λένα η Αλκαίου. Έχω κάνει και καινούργια για το Σκουλά το Βασίλη όπως το «Ίκαρος», σε στίχους της Φρόσως Γιατρομανωλάκη. 

Ετοιμάζω κι’ έναν δίσκο στον οποίο θα μαζέψω όλα αυτά τα τραγούδια μαζί, συν δυο τραγούδια που έχω για τον Βασίλη το Λέκκα, σε στίχους της Μαρίας Παπαδάκη,  με τον Σκουλά άλλο ένα, με τον φίλο μου τον Παντελή το Θαλασσινό ένα ντουέτο, που είχαμε πει σε μια συναυλία επανένωση των Λαθρεπιβατών που, μερικές δικές μου μπαλάντες με πολιτική υφή και όχι μόνο. Αυτά λοιπόν είναι τα μελλοντικά μου σχέδια και δισκογραφικά.

 

 Μαρία: Για πες μου τώρα, τι νομίζεις πως θ’ αντικαταστήσει τις δισκογραφικές, αφού κλείνουν η μια μετά την άλλη;

  Γιάννης: Το διαδίκτυο νομίζω, αλλά ατυχώς, αφού τα περισσότερα τραγούδια μπορεί όποιος θέλει τα κατεβάζει τσάμπα. Ο καλλιτέχνης από δω και μπρος Μαρία μου το ψωμάκι του θα το βγάζει με κόπο. Θα πρέπει να κάνει πολλές ζωντανές εμφανίσεις. Πάνε οι εποχές που πούλαγες δίσκους κι’ έπαιρνες τα ποσοστά σου και καθάριζες. Τώρα πρέπει να βγαίνεις έξω, να σε βλέπει και να σ’ ακούει ο κόσμος.

Άσε που πιστεύω πως αυτά τα δύο χρόνια θάχουμε κοσμοϊστορικά γεγονότα. Το πράγμα λοιπόν θα καθαρίσει για τα καλά μετά απ’ αυτά τα δύο χρόνια και θ’ αρχίσει πάλι η ανόρθωση των τεχνών και η κοινωνική μετάλλαξη.

 

 Μαρία: Αλήθεια, πως νιώθεις όταν έρχεσαι σε άμεση επαφή με τον κόσμο, στις ζωντανές εμφανίσεις σου;

  Γιάννης: Είναι ένα πάρε-δώσε. Μια αμφίδρομη σχέση. Ο κόσμος νιώθει τη συγκίνησή σου, κι’ εσύ πρέπει να του δείξεις την ευγνωμοσύνη σου. Γιατί, η επιτυχία δεν ανήκει σε κανέναν.

Όταν ας πούμε πάω σ’ έναν χώρο και τον δω να γεμίζει, κοιτάζω τον κόσμο με αγάπη κι’ ευγνωμοσύνη. Δεν του λέω ευχαριστώ με τα λόγια, αλλά του το δείχνω, στέλνοντάς του τη θετική μου ενέργεια, το χαμόγελό μου κι’ ερμηνεύοντας γι’ αυτόν τα τραγούδια μου όσο καλύτερα γίνεται.

 

 Μαρία: Κάποια ιστορία ή κάποιο γεγονός που σου έχει μείνει στην επαφή σου με τον κόσμο;

  Γιάννης: Είναι πάρα πολλά. Μούχει μείνει όμως ένα που συνέβη στην αρχή της καριέρας μου, τότε με τους «Λαθρεπιβάτες». Θυμάμαι πως είχαμε πάει να παίξουμε κάπου στη Βόρειο Ελλάδα. Καήκανε λοιπόν τα ηχητικά. Λέω τότε στον Παντελή «πάμε κάτω να παίξουμε έτσι απλά με τις κιθάρες μας». Κάτσαμε λοιπόν καταμεσής στο θέατρο και παίξαμε εμείς με τις ακουστικές κιθάρες κι’ ο ντράμερ μας μ’ ένα ταμπούρο. Βγάλαμε δυόμιση ώρες παράσταση χωρίς μικρόφωνα κι ήταν η πιο συγκινητική παράσταση που είχα κάνει ποτέ. Ο κόσμος δεν μίλαγε καθόλου. Μας άκουγε με κατάνυξη. Κάνανε ένα κύκλο και μας βάλανε στη μέση. Γίναμε όλοι μια παρέα. Στο τέλος κανείς δεν ήθελε να φύγει, μας αγκάλιαζαν και μας φιλούσαν κι’ αυτό ήταν συγκλονιστικό.

Άλλο ένα επίσης που μούχει μείνει ήταν το ότι απ’ τα μπαράκια που παίζαμε στον Πειραιά, ξαφνικά βρεθήκαμε στην ίδια σκηνή με τη Χαρούλα την Αλεξίου. Εκεί θυμάμαι, ο Παντελής μου έλεγε «κράτα με μαλάκα, θα λιποθυμήσω» κι’ εγώ έτρεμα και του έλεγα «εμένα ποιος θα με κρατήσει;». Βγαίναμε επίσης και κάναμε φωνητικά σε μεγάλες της επιτυχίες όπως το «Η αγάπη είναι ζάλη» και σ’ άλλα που είχε κάνει τότε με το Νικολόπουλο. Η ορχήστρα δε ήταν φοβερή με τους καλύτερους Έλληνες μουσικούς. Ήταν μαζί μας κι’ ο καταπληκτικός Διονύσης Θεοδόσης κι’ ο Χάρρυ Κλυνν ο απίθανος. Κι’ εμείς ήμασταν δυο νέα παιδιά, τα οποία όταν πρωτοξεκινούσαν βρέθηκαν επί σκηνής με τόσο μεγάλους καλλιτέχνες. Ανεβήκαμε στη σκηνή και νομίζαμε πως θα σπάσουνε τα πόδια μας. Ότι δεν θα μας αντέξουν και θα πέσουμε. Για μας ήτανε πολύ σπουδαίο νάμαστε στην ίδια σκηνή ειδικά με τη Χαρούλα. Η Χαρούλα είναι κάτι σαν τη Βέμπο για μένα.

 

 Μαρία: Η δύσκολη κατάσταση που περνάμε στην Ελλάδα, πως σε βρίσκει ψυχολογικά Γιάννη; Τι νομίζεις πως έφταιξε για όλ’ αυτά;

  Γιάννης: Τι έφταιξε. Έφταιξε η ανευθυνότητα των πολιτικών και των δυο μεγάλων κομμάτων που μας κυβερνούν χρόνια.

 

 Μαρία: Υπάρχει λες ελπίδα ανάκαμψης;

  Γιάννης: Θέλουμε δε θέλουμε θ’ ανακάμψουμε, αλλά όχι όπως περιμένουν αυτοί. Εννοείται όχι οικονομική ανάκαμψη. Δε βγαίνει. Αυτό το λένε οι πιο σπουδαίοι επιστήμονες. Εγώ δεν είμαι αριθμολάγνος, αλλά δεν είμαι και ηλίθιος. Δε χρειάζεται νάχεις πάρει ντοκτορά στα οικονομικά για να καταλάβεις ότι αυτοί επίτηδες μας χρεώνουν τόσο πολύ, ώστε να μας πάρουν πιο εύκολα τη χώρα. Κι’ αυτό το ξέρει όλος ο κόσμος, κι’ όποιος δεν το ξέρει ή κάνει πως δεν το καταλαβαίνει ή είναι βλάκας.

 

 Μαρία: Εμείς πώς πρέπει να αντιδράσουμε κατά τη γνώμη σου;

  Γιάννης: Πρώτα απ’ όλα πρέπει ν’ αντιδράσουμε όπως τόπες, κι’ αυτό να το κάνουμε κάθε μέρα, ο καθένας όπως μπορεί και με τα όπλα που διαθέτει. Εγώ προσωπικά και σε συγκεντρώσεις πηγαίνω και αντιδρώ με τα δικά μου όπλα, την κιθάρα μου και τα τραγούδια μου. Τις προάλλες πήγαμε στην πλατεία Κλαυθμώνος, όπου διοργανώσαμε μια μουσική εκδήλωση και καλέσαμε όλους τους φίλους καλλιτέχνες. Ήρθαν 22 και πολύ σπουδαίοι και φωνάξαμε όλοι, μαζί με τα μουσικά λύκεια. Γιατί έχουν βάλει σαν στόχο την εκπαίδευση. Κλείνουν τα πανεπιστήμια οι αλήτες, κάνουν σύντμηση, θέλουν να πεθάνουν τον κόσμο. Κυκλοφορούν μεταλλαγμένα φάρμακα, κλείνουν τα νοσοκομεία, λέγοντας πως κάνουν οικονομία,  την ίδια στιγμή που οι ίδιοι παίρνουν 8.000 ευρώ μισθό και δεν έχουν κάνει καμιά περικοπή. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας παίρνει περισσότερα απ’ τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Άμα όμως τον πληρώνουμε για αξιοθέατο να τον πάμε στο μουσείο της Μαντάμ Τισώ σαν κέρινο ομοίωμα να έχουμε και έσοδα. Τον κύριο αυτόν εγώ τον λέω Πρόεδρο των πριβέ παρελάσεων.

Τους κατηγορώ όλους αυτούς λοιπόν, τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ για καταστροφή της χώρας μας. Και φυσικά ο αρχιερέας όλων των κακών ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου. Πούλησε τη χώρα στους εχθρούς μας. Γιατί, εχθροί μας είναι  οι Γερμανοί. Το δε Δ.Ν.Τ έχει καταστρέψει όποια χώρα άγγιξε. Αφού όμως εμείς ξέραμε τι καταστροφές είχαν κάνει αλλού, γιατί τους φέραμε εδώ; Για πόλεμο; Γιατί πόλεμος είναι, αφού έχουμε θανάτους, αυτοκτονίες, ανέργους.

Κι’ αν είχαμε φύγει απ’ το μπουρδέλο που λέγεται Ευρωπαϊκή κοινότητα, τι περισσότερο κακό θάχαμε πάθει; Θεωρώ υπεύθυνη λοιπόν την κυβέρνηση που ήταν τότε, αλλά και τη σημερινή, καθώς επίσης και την  αντιπολίτευση που δεν αντιδρά σθεναρά. Κατηγορώ και την αριστερά που συγκυβερνά. Το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία είναι ίδια συμμορία. Αυτοί όμως που ξεχώριζαν μια ζωή τη θέση τους, τι γυρεύουν τώρα μαζί τους;  Άσε που λέγονται Δημοκρατική Αριστερά, λες και υπάρχει αριστερά η οποία δεν είναι δημοκρατική.

Πιστεύω λοιπόν πως όλα θ’ αλλάξουν αλλά όχι απ’ το λαό. Απ’ τις διεθνείς συγκυρίες θ’ αλλάξουν. Κι’ αν πας πίσω στην ιστορία, θα δεις ότι ναι μεν αγωνίστηκαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι που είχαν φιλότιμο κι’ όχι πιστωτικές κάρτες, αλλά πάλι οι σύμμαχοι καθάρισαν για μας. Ας πούμε στη ναυμαχία του Ναβαρίνου που έγινε το 1827, ήτανε οι συμμαχικές δυνάμεις, Ρώσοι, Άγγλοι και Γάλλοι, που διώξανε τους Τούρκους, γιατί πάρα πολύ απλά ήθελαν αυτοί την κυριαρχία της Ελλάδας και δεν θέλανε να την αφήσουν στου Μογγόλους. Η ιστορία λοιπόν επαναλαμβάνεται κι οι διεθνείς συγκυρίες θα μας απελευθερώσουν πάλι, γιατί καμιά εσωτερική δύναμη δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Πρώτα απ’ όλα δεν έχουμε αρχηγούς και δεύτερον ο κόσμος είναι πολύ κουρασμένος και απογοητευμένος απ’ το ξύλο που έφαγε στο Σύνταγμα, απ’ την αλητεία του αστυνομικού κράτους που πέταγε ληγμένα καπνογόνα σε γέρους ανθρώπους που ερχόντουσαν με το μετρό να γίνουν ένα με τους υπόλοιπους και να φωνάξουν το δίκιο τους. Άσε που κάθε φορά ξαμολάνε τους μπαχαλάκηδες για να χαλάσουν τις ειρηνικές διαδηλώσεις και τη διαμαρτυρία του κοσμάκη. Αυτό είναι το σενάριο κι’ όλα τ’ άλλα είναι τρίχες. Ξαναλέω λοιπόν πως η Ελλάδα θα σωθεί μόνο από διεθνή γεγονότα και συγκυρίες.

 

 Μαρία: Και μια τελευταία ερώτηση Γιάννη. Αν υπήρχε μηχανή του χρόνου, θα τολμούσες ένα ταξιδάκι; Αν ναι, που θάθελες να πας, στο παρελθόν, στο μέλλον ή κάπου αλλού;

  Γιάννης: Θάθελα να πάω στο παρελθόν για να ξαναδώ τη μάνα μου, τον πατέρα μου, τον παππού μου και τη γιαγιά μου. Θάθελα να γίνω πάλι μικρό παιδί, να βρεθώ στην παλιά μου γειτονιά με τις μουριές γύρω-γύρω. Να βρεθώ στο περιβάλλον που τρέχαμε σαν παιδιά κι’ αργότερα που ερωτευόμασταν σαν έφηβοι. Θάθελα να πω στον πατέρα μου και στη μάνα μου πόσο λάθος έκανα τότε που ζούσαν που δεν τους έλεγα πόσο πολύ τους αγαπώ. Έχω μετανιώσει για πράγματα που δεν είπα και δεν έκανα τότε. Θα τους δω βέβαια κάποια στιγμή φεύγοντας, αλλά σ’ ένα τέτοιο ταξίδι αυτό θα έκανα.

Το μέλλον δε θέλω να το δω, γιατί το μέλλον μόνο οδύνη φέρνει. Το παρελθόν Μαρία μου ούτως ή άλλως είναι το αποκούμπι μας. Εκεί είναι οι μνήμες μας, εκεί κι’ οι ρίζες μας.

 

Μαρία: Σε κάποια εποχή ιδιαίτερη για σένα θάθελες να βρεθείς;

 Γιάννης: Ε.. ναι. Θάθελα να βρεθώ στην εποχή των Beatles. Να πάω να τους δω στο Λονδίνο ή στο Λίβερπουλ.

 

Μαρία: Και να τους αφιερώσεις το τραγούδι που έχεις γράψει γι’ αυτούς ε;

 Γιάννης: Αμέ..

Μαρία: Γιάννη μου χάρηκα πολύ την κουβέντα μας. Ελπίζω κι’ εσύ. Σου εύχομαι το καλύτερο για την προσωπική σου ζωή και για τα σχέδιά σου τα καλλιτεχνικά.

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr