Οι χρήσιμοι οικονομολόγοι και οι άλλοι-άρθρο του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Είτε είναι νομπελίστες είτε όχι, αρκετοί οικονομολόγοι του καιρού μας αντιμετωπίζουν με διαφοροποιημένα συναισθήματα πολλές νέες και πολύπλοκες εξελίξεις. Κάποιοι από αυτούς, οι πιο πολιτικοποιημένοι και νάρκισσοι, λαϊκίζουν ασυστόλως –ενίοτε δε παραληρούν.
Είτε είναι νομπελίστες είτε όχι, αρκετοί οικονομολόγοι του καιρού μας αντιμετωπίζουν με διαφοροποιημένα συναισθήματα πολλές νέες και πολύπλοκες εξελίξεις. Κάποιοι από αυτούς, οι πιο πολιτικοποιημένοι και νάρκισσοι, λαϊκίζουν ασυστόλως –ενίοτε δε παραληρούν. Όμως, στην άλλη όχθη υπάρχουν οικονομολόγοι που σκέπτονται και προσπαθούν, μέσα από την πολυπλοκότητα της σημερινής πραγματικότητας, να καταλάβουν. Αυτοί είναι οι χρήσιμοι οικονομολόγοι, που αύριο ή μεθαύριο τα γεγονότα και η Ιστορία θα τους δικαιώσουν –όπως συνέβη στο παρελθόν με όλους αυτούς που διαχώριζαν την φαντασίωση από την πραγματικότητα και τις συνθήκες που αυτή δημιουργεί.
Στην εποχή μας, ο κόσμος μας –τον οποίο άλλοι θεωρούν επίπεδο και άλλοι όχι– βιώνει από οικονομικής πλευράς δύο σημαντικά φαινόμενα. Το πρώτο και σημαντικότερο είναι η, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, παγκόσμια κυριαρχία διαφόρων μορφών καπιταλισμού, που ανταγωνίζονται μεταξύ τους και «υπακούουν» σε διαφορετικά πολιτικά συστήματα. Ο αμερικανικός, ο ευρωπαϊκός, ο κινεζικός, ο αφρικανικός, ο ινδικός, ο λατινοαμερικανικός –είναι μορφές καπιταλισμού με κοινά χαρακτηριστικά αλλά και ιδιομορφίες στο επίπεδο λειτουργίας τους, που οδηγούν σε διαφορετικά αποτελέσματα κοινωνικού περιεχομένου.
Μία άλλη ιδιαιτερότητα αυτών των καπιταλισμών είναι τα επίπεδα διαφθοράς τους, τα οποία συνδέονται άμεσα και με τις πολιτικές εξουσίες που τους κινούν. Οι μη δημοκρατικοί καπιταλισμοί είτε είναι στο έπακρον διεφθαρμένοι (Κίνα, Νιγηρία, Ρωσία, Βενεζουέλα, Λευκορωσία, κ.α.), με αποτέλεσμα να διαθέτουν συγκριτικά πλεονεκτήματα που οι αντίστοιχοι δημοκρατικοί δεν έχουν. Επίσης, οι μη δημοκρατικοί καπιταλισμοί, ως εκ της πολιτικής τους φύσεως, είναι κοινωνικά πιο άδικοι –πράγμα που επίσης αποτελεί κορυφαίο συγκριτικό πλεονέκτημα σε μία παγκοσμιοποιημένη οικονομική πραγματικότητα. Πιθανότατα δε το φαινόμενο αυτό να αποτελεί σήμερα έναν από τους παράγοντες που τροφοδότησαν και επιμηκύνουν την κρίση ανεργίας, λιτότητας και υπερχρεώσεως στις χώρες του δημοκρατικού καπιταλισμού και κυρίως στην Ευρώπη.
Τα είκοσι τελευταία χρόνια, έτσι, μετά την κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού και των οικονομικών του δομών, οι μη δημοκρατικές καπιταλιστικές οικονομίες, παρά τις κρίσεις της Ρωσίας και της Ασίας, αναπτύχθηκαν συνολικά με μέσο ετήσιο ρυθμό 5,2% και κατέκτησαν 11% της παγκόσμιας αγοράς –ποσοστό που ήλθε να προστεθεί στο 40% που ήδη κατείχαν το 1990. Είναι δε σαφές ότι μέρος από το ποσοστό αυτό το απέσπασαν από την Ευρώπη, η οποία πριν 23 χρόνια ήταν η πρώτη εμπορική δύναμη στον κόσμο, με ποσοστό συμμετοχής 25% στο παγκόσμιο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών. Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί ακόμα την πρώτη θέση, αλλά με ποσοστό 20% της παγκόσμιας αγοράς. Και το ότι κατέχει την θέση αυτή το οφείλει αποκλειστικά στην επίδοση της γερμανικής οικονομίας, που είναι η τρίτη στον κόσμο σε εξαγωγές.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι χώρες του μη δημοκρατικού καπιταλισμού διαθέτουν πανίσχυρα κρατικά επενδυτικά ταμεία και την ισχυρότερη αποταμίευση στον κόσμο. Μόνον τα αποταμιευτικά διαθέσιμα της Κίνας υπολογίζονται από την Παγκόσμια Τράπεζα σε 4,2 τρισεκατομμύρια δολλάρια. Το ύψος αυτής της αποταμιεύσεως σημαίνει ότι οι αναδυόμενες χώρες, όπως και αυτές του πετρελαϊκού καρτέλ –που είναι και το μόνο πραγματικό στον κόσμο– ελέγχουν και ένα σημαντικό κομμάτι του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού, η κρίση του οποίου, με αφετηρία τις ΗΠΑ, πυροδότησε και τις κρίσεις χρέους της ευρωζώνης.
Αυτές οι κρίσεις χρέους είναι σήμερα το δεύτερο επικίνδυνο φαινόμενο της παγκόσμιας οικονομίας, γιατί στις αναπτυγμένες δημοκρατικές χώρες θέτουν σε μεγάλο κίνδυνο τις παραδοσιακές κοινωνικές ισορροπίες και τα συναφή με αυτές κράτη ευημερίας. Ακόμα χειρότερα, το 2007 η αμερικανική κρίση χρέους, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ ξεπερνά μόνον για το Δημόσιο τα 15,3 τρισεκατομμύρια δολλάρια, έφερε στην επιφάνεια μία συγκλονιστική πραγματικότητα: αυτήν της υπερχρεώσεως του αναπτυγμένου πλούσιου κόσμου με δανεικά από τους θεωρούμενους πτωχούς του πλανήτη μας. Το 2011, η Δύση, με την Ιαπωνία, έφθασε συνολικά να έχει χρέος 40 τρισεκατ. δολλάρια, η αναχρηματοδότηση του οποίου επαφίεται στην Κίνα και στις χώρες που παράγουν πετρέλαιο, όπως η Σαουδική Αραβία.
Πρόκειται για παράξενη κατάσταση, όπου οι πλούσιοι ζουν σε βάρος των φτωχών, όπου Κινέζοι οι οποίοι κερδίζουν λιγότερο από 1.000 ευρώ μηνιαίως διαθέτουν το ήμισυ του εισοδήματός τους για την χρηματοδότηση των μισθών των Αμερικανών δημοσίων υπαλλήλων, στρατιωτών ή ερευνητών –οι οποίοι κερδίζουν πάνω από το δεκαπλάσιο του εισοδήματος των πρώτων. Πρόκειται για ένα σύστημα το οποίο χρηματοδοτεί την αποφυγή της ελληνικής πτωχεύσεως με περισσότερα από 250 δισεκατ. ευρώ και που επιτρέπει στους γηραιότερους να ζουν από την δουλειά των νέων.
Ατυχώς δε, όπως επισημαίνει και ο Ζακ Ατταλί, πολλοί από τους ιθύνοντες πιστεύουν ότι στην Δύση τα βουνά των χρεών θα εξαφανιστούν ως δια μαγείας. Αρνούνται να λάβουν υπ’ όψιν τους ότι η κακή διαχείριση του χρέους καταστρέφει και τους δανειστές και τους οφειλέτες. Δεν βλέπουν ότι σε πολλές δυτικές χώρες οι οποίες υστερούν σε ανταγωνιστικότητα, το δημόσιο χρέος τους υπονομεύει την ανάπτυξή τους και τις εκτοπίζει από τον νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Αυτή η τύφλωση είναι σήμερα ο μεγάλος κίνδυνος για την διεθνή οικονομία. Και ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί πόλεμοι ξεκίνησαν από δανειστές που ήθελαν πίσω τα δανεικά τους…
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr