Μαρίκα Κοτοπούλη-η μεγάλη ηθοποιός του θεάτρου, η γυναίκα που έζησε τον απόλυτο αλλά «παράνομο» έρωτα με τον Ίωνα Δραγούμη-126 χρόνια από τη γέννηση της-Αφιέρωμα

Γεννήθηκε στις 3 Μαΐου 1887 στην Αθήνα, πάνω στα σανίδια της σκηνής ενός θεάτρου, αφού οι ωδίνες του τοκετού της πρωταγωνίστριας και μάνας της, Ελένης Σιλιβάκου, διέκοψαν την παράσταση του έργου «Οι Μυλωνάδες» στο θέατρο Ευτέρπη, προκειμένου να μεταφερθεί ετοιμόγεννη στο σπίτι.

Γεννήθηκε στις 3 Μαΐου 1887 στην Αθήνα, πάνω στα σανίδια της σκηνής ενός θεάτρου, αφού οι ωδίνες του τοκετού της πρωταγωνίστριας και μάνας της, Ελένης Σιλιβάκου, διέκοψαν την παράσταση του έργου «Οι Μυλωνάδες» στο θέατρο Ευτέρπη, προκειμένου να μεταφερθεί ετοιμόγεννη στο σπίτι.



Λίγες ώρες αργότερα, στο σπίτι της, στην οδό Γιατράκου 10 στο Μεταξουργείο, ο πατέρας του κοριτσιού Δημήτρης, έγραφε πίσω από το εικόνισμα της Παναγίας: «Σήμερα, 3 Μαΐου 1887, γεννήθηκε η Μαρίκα μας».



Εμφανίστηκε στη σκηνή βρέφος σε περιοδεία των γονέων της στο έργο "Ο αμαξάς των Άλπεων". Δύο χρόνια μετά, το μικρό κορίτσι θα πει την πρώτη λέξη πάνω στη σκηνή: «Μάκβεφ». Ακούστηκε σαν πυροβολισμός στην αφετηρία της καριέρας της που το τέρμα της σχεδόν έφτασε ως το τέρμα της ζωής της, στις 11 Σεπτεμβρίου 1954.



Διακρίθηκε περισσότερο ως τραγωδός στα έργα ξένων κι Ελλήνων κλασικών συγγραφέων. Επίσης η ερμηνεία από την Κοτοπούλη των σύγχρονων συγγραφέων θεωρείται ανεπανάληπτη. Λέγεται πως η Μαρίκα Κοτοπούλη δε διακρινόταν για την εξωτερική της εμφάνιση, ωστόσο πάνω στη σκηνή ήταν τόσο δυνατή η ταύτισή της με τους ρόλους της, που την μετέβαλαν σε καλλονή και γοήτευε και τους πιο δύσκολους θεατές της.

 

Κορυφαία στιγμή στην καριέρα της ήταν η συμμετοχή της στην τριλογία του Αισχύλου, Ορέστεια το 1904. Σε ηλικία μόλις 17 ετών προκάλεσε σεισμό στα ελληνικά θεατρικά δρώμενα, απαγγέλοντας για πρώτη φορά αρχαίο δράμα στην Δημοτική γλώσσα.
Η προσφορά της στη σκηνική κληρονομιά είναι τεράστια και για πολύ θα αποτελεί παράδειγμα μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Η απήχηση της έως σήμερα αντανακλάται στον ετήσιο θεσμό απονομής του επάθλου Κοτοπούλη σε αξιόλογες Ελληνίδες ηθοποιούς (η Μελίνα Μερκούρη, η Έλλη Λαμπέτη και η Άννα Συνοδινού ήταν από τις πρώτες που πήραν αυτό το βραβείο).



Εκτός από το θέατρο, η Κοτοπούλη έπαιξε και στον κινηματογράφο, στην ελληνοτουρκική παραγωγή Κακός δρόμος (1933), βασισμένη σε μυθιστόρημα του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Από την ταινία αυτή, δυστυχώς δεν διασώζεται ούτε ένα καρέ.



Η προσωπική της ζωή ήταν θυελλώδης, ιδιαίτερα στα νεανικά της χρόνια και περιελάμβανε τόσο άνδρες όσο και γυναίκες. Η πολύκροτη σχέση της με τον πολιτικό και στοχαστή Ίωνα Δραγούμη από το 1909 έως τον Αύγουστο του 1920, υπήρξε σκανδαλώδης για τα δεδομένα της εποχής, καθώς το ζευγάρι συζούσε χωρίς την επισημοποίηση ενός γάμου.

 

Αυτή η ωραία μικρόσωμη γυναίκα είδε εκείνον που θα της χάριζε το Απόλυτο να μπαίνει την Άνοιξη του 1909 στο καμαρίνι της, σ’ ένα θέατρο της Πόλης, στο διάλειμμα της πρώτης πράξης. Συνοδευόταν από δύο φίλους του που μιλούσαν ακατάπαυστα ενώ αυτός καθισμένος παράμερα την παρατηρούσε. Αυτός ήταν τριάντα ενός χρόνων. Αυτή μόλις είκοσι δύο. «Είμαι ο Ίωνας Δραγούμης», της συστήθηκε και η χειραψία τους έγινε αγκαλιά, πάθος και πόνος, κατακραυγή.



Αυτός ήταν γόνος μιας από τις καλύτερες οικογένειες της Αθήνας, ακόλουθος του υπουργείου των Εξωτερικών και στο κοντινό μέλλον θύτης και θύμα της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας. «Σου τάραξα τη ζωή σου», θα του πει ύστερα. Εκείνη ήταν μόνο μια θεατρίνα, αλλά ήδη, για τα μέτρα της εποχής, διάσημη. Είδε «έναν άνδρα λιγνό, στεγνό και κάπως αυστηρό. Σοβαρό και σεμνό μαζί». Εκείνος είδε μια γυναίκα «που κάποτε μοιάζει με αγόρι, προπάντων όταν χτενίζει τα μαλλιά της και τα φτιάχνει κολλητά στο κεφαλάκι της. Και η φωνή της είναι αγορίστικη».



Έζησαν την αρχή του έρωτά τους στους δρόμους και στα δωμάτια της Πόλης. Εκείνος θα εξομολογηθεί: «Τη φίλησα στο στόμα και μου είπε, “έλα πάλι, θέλω να δω κάτι”, την ξαναφίλησα και τι ρώτησα τι ήθελε να δει. “Μ’ αρέσει η ζέστη που βγαίνει από το στόμα σου”, μου εξήγησε». Η σχέση τους, παθιασμένη, καταγράφηκε στα ημερολόγιά του. Πίσω από τις εξομολογήσεις του υπάρχει η Ελλάδα που ζει μερικές από τις δραματικότερες στιγμές της.



Εκείνος, αν και φανατικός ιδεολόγος, εκείνη αν και παθιασμένη πρωταγωνίστρια, ζουν κυρίως για να είναι ερωτευμένος ο ένας με τον άλλο. Μέχρι τις 31 Ιουλίου (13 Αυγούστου με το σημερινό ημερολόγιο) του 1920, την ημέρα που τον εκτέλεσαν ως εμπλεκόμενο στην απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου, οι σελίδες των ημερολογίων παίρνουν φωτιά από τα επεισόδια των εραστών. Εκείνη έχει κι άλλον αγαπημένο, «τον επίσημο εραστή» καθώς γράφει. Όμως, κι αν ζηλεύει συνεχίζει να την ερωτεύεται.

Στα έντεκα χρόνια της ιστορίας τους θα θελήσουν να παντρευτούν, μα δε θα το κάνουν. Θα τη σώσει από τη μορφίνη, θα τη χτυπήσει, θα τον βρίσει, θα κλάψει γι’ αυτήν, θα αρνηθεί την καριέρα της γι’ αυτόν, θα «προπηλακιστούν», εκείνος θα εξοριστεί, εκείνη θα τον περιμένει, θα ζήσουν στιγμές και καταστάσεις που πολλά από τα μυθιστορήματα θα ζηλέψουν.



Υπεύθυνος της εκτέλεσης-δολοφονίας του λέγεται πως ήταν ο ένθερμος υποστηριχτής του Βενιζέλου και πατέρας της πρώην αγαπημένης του Δραγούμη, Πηνελόπης Δέλτα, ο Εμμανουήλ Μπενάκης. Εκείνη όταν έμαθε το θάνατό του, «Αφήνει έρημους τας Αθήνας, την πόλιν των μεγάλων και μοναδικών θριάμβων της, απορφανίζει την Ελλάδα από την επίδειξιν της υψυλής τέχνης της, μεταβαίνουσα εις Αίγυπτον…», όπως έγραψε ένα περιοδικό της εποχής.

Τέσσερα χρόνια μετά την δολοφονία του Δραγούμη (από υποστηρικτές του Βενιζέλου, με πρωταίτιο τον αξιωματικό Παύλο Γύπαρη) η Μαρίκα παντρεύτηκε τον Γιώργο Χέλμη, το 1924, ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση του θεάτρου της. Δεν απέκτησαν παιδιά. Ο Άγγελος Τερζάκης έγραψε γι’ αυτήν: «Θεώρησα πάντα εθνική ευτυχία να υπάρχουν τέτοια πρόσωπα υψωμένα σε σύμβολα. Αυτές είναι οι μορφές που βγάζουν τους λαούς από την ανωνυμία».



Η μεγάλη ηθοποιός αφιέρωσε την ζωή της στο θέατρο και, υπό την διδασκαλία, την προστασία και την προσωπική καθοδήγησή της μπόρεσε να αναδυθεί η σπουδαιότερη γενιά ηθοποιών του 20ου αιώνα. Καλλιτεχνικά τέκνα της ήταν: η Ελένη Παπαδάκη, ο Δημήτρης Χορν, η Άννα Συνοδινού, η Έλλη Λαμπέτη, η Ειρήνη Παππά, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Ντίνος Ηλιόπουλος κ.α.

Το 1950, τέσσερα χρόνια πριν το θάνατό της, της απονεμήθηκε το παράσημο του Ταξιάρχη, από τον βασιλιά Παύλο. Η Μαρίκα Κοτοπούλη πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 1954. Άλλες πηγές αναφέρουν ως ημερομηνία θανάτου την 11 Σεπτεμβρίου 1954.
Στην Αθήνα υπάρχει και το "Μουσείο Μαρίκας Κοτοπούλη", το οποίο βρίσκεται στην οδό Αλέξανδρου Παναγούλη στο Δήμο Ζωγράφου.

Πηγές: wikipedia, Athens Voice.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Μαρίκα Κοτοπούλη facebook page

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr