Είναι η 26χρονη δολοφόνος εγγονή της «Τίγρης του Κορωπίου»; - Η ιστορία επαναλαμβάνεται;

Στην ίδια ηλικία περίπου με την γιαγιά της προέβει σε έαν φριχτό έγκλημα η 26χρονη δολοφόνος στο Κορωπί 

Τον Οκτώβριο του 1963 η Ελένη Παπαϊωάννου  πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα Κορωπίου και λέει στους αστυνομικούς: “Έβαλα φωτιά και έκαψα τον άνδρα μου. Ήρθα να παραδοθώ. Δεν μετανοώ”.

Πενήντα τρία χρόνια αργότερα, η εγγονή της πρωταγωνιστεί σε μια δολοφονία που συγκλονίζει από χτες την κοινή γνώμη, όπως ακριβώς και η γιαγιά της.

Η υπόθεση της τίγρης του Κορωπίου όπως γράφει η Αθηνά Τζίμα στην Μηχανή του Χρόνου

Στις 23 Οκτωβρίου του 1963, ώρα 10 το βράδυ, ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου κοιμόταν στο σπίτι του, καλυμμένος με μια κουβέρτα. Η σύζυγός του Ελένη, περπατούσε στις μύτες των ποδιών της για να μην τον ξυπνήσει και σιγά σιγά, έκλεισε όλα τα παράθυρα και κλείδωσε τις πόρτες του σπιτιού. Χωρίς να πει κουβέντα, τον περιέλουσε με βενζίνη και πέταξε πάνω του ένα αναμμένο σπίρτο. Ο Παπαϊωάννου τυλίχτηκε στις φλόγες και άρχισε να ουρλιάζει, αλλά η Ελένη πρόλαβε να φύγει απ’ το σπίτι. Οι απόκοσμες κραυγές του ξύπνησαν τον γείτονα, ο οποίος έτρεξε να βοηθήσει. Η πόρτα όμως ήταν κλειδωμένη και δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. 
Η Ελένη Παπαϊωάννου είχε ήδη φτάσει στο αστυνομικό τμήμα Κορωπίου, όπου ομολόγησε: “Έβαλα φωτιά και έκαψα τον άνδρα μου. Ήρθα να παραδοθώ. Δεν μετανοώ”. Όταν οι αρχές άνοιξαν τις πόρτες του σπιτιού, βρήκαν το απανθρακωμένο χέρι του Παπαϊωάννου γαντζωμένο στο χερούλι του παραθύρου. 

Η Ελένη Παπαϊωάννου ήταν 27 χρόνων και μητέρα δύο παιδιών, όταν αποφάσισε να σκοτώσει τον άντρα της. Πριν από λίγο καιρό, το θύμα είχε επιτεθεί σε έναν άλλο άντρα, εν ονόματι Βασιλείου, που πίστευε ότι ήταν ο εραστής της γυναίκας του. Το δικαστήριο έστειλε κλήση στο σπίτι τους καλώντας τον σε δίκη, αλλά η Παπαϊωάννου την έκρυψε και ο άντρας της δεν εμφανίστηκε ποτέ. Η δίκη πραγματοποιήθηκε ερήμην του και καταδικάστηκε σε 20 μέρες φυλάκιση. Την ημέρα που το θύμα έμαθε την απόφαση του δικαστηρίου, η Ελένη αγόρασε τρία μπιτόνια βενζίνης από το παντοπωλείο. Το απόγευμα έστειλε την μικρή τους κόρη για να πάρει άλλα δύο και το βράδυ, πήγε τα παιδιά στο σπίτι της μητέρας της και τα άφησε εκεί. 

Δεν ήθελε να δουν τον πατέρα τους να καίγεται ζωντανός. Η δίκη της Παπαϊωάννου Οι καταθέσεις των μαρτύρων περιέγραφαν δύο πολύ διαφορετικές καταστάσεις. Ο αδελφός του Παναγιώτη Παπαϊωάννου και η σύζυγός του, κατέθεσαν ότι η Ελένη ήταν μία ανήθικη γυναίκα, που διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον Βασιλείου πριν και μετά το γάμο της. Ο άντρας της ντρεπόταν να κυκλοφορήσει στην κοινωνία, γιατί “είχε κέρατα και όλοι τον κορόιδευαν”. Η Ελένη έφευγε απ’ το σπίτι και αναγκαζόταν να μεσολαβήσει η μητέρα της για να γυρίσει πίσω στον άντρα και τα παιδιά της. 
Το θύμα, σύμφωνα με τον αδελφό του, ουδέποτε χτύπησε ή φώναξε στη γυναίκα του. Ήταν ένα υποδειγματικός σύζυγος και στοργικός πατέρας, που ανεχόταν υπομονετικά τις απιστίες της Ελένης. 

Η εκδοχή της Ελένης 
Όμως, οι καταθέσεις άλλων μαρτύρων δεν έδιναν την ίδια εικόνα. Ο Παπαϊωάννου ήταν ένας αθεράπευτος γυναικάς, που συνήθιζε να λέει περήφανα ότι “το ξένο είναι πιο γλυκό”. Μεθούσε συχνά και απειλούσε τη γυναίκα του ότι θα τη διώξει απ’ το σπίτι. Η κατάθεση της κατηγορούμενης αποκάλυψε την τραγική της ιστορία. Η μητριά της την έστειλε να γίνει υπηρέτρια στο σπίτι του θύματος, όταν ήταν 15 χρονών. Ο Παπαϊωάννου τη βίασε. 

Τότε τα αδέρφια της τον ανάγκασαν να την παντρευτεί, επειδή την ατίμασε. Απέκτησαν δύο παιδιά για τα οποία δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ. Σπαταλούσε όλα του τα χρήματα στο ποτό, ενώ η οικογένειά του πεινούσε. Όταν η Ελένη του ζήτησε χρήματα για να αγοράσει γάλα, της είπε να βγει στο πεζοδρόμιο. Όπως  είπε στο δικαστήριο, όταν τόλμησε να ξαναζητήσει λεφτά ο σύζυγός της άρπαξε ένα μαχαίρι και απείλησε να τη σκοτώσει. 

Δεν του έδωσε την κλήση του δικαστηρίου, γιατί φοβήθηκε ότι ο άντρας της θα γινόταν έξαλλος και θα σκότωνε τον Βασιλείου, με τον οποίο η Παπαϊωάννου δεν είχε ποτέ ερωτική σχέση. Ο ίδιος ο Βασιλείου αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε ανάμειξη με την κατηγορούμενη. Το θύμα τον είχε δει μια μέρα να μιλάει με την Παπαϊωάννου, έξω από ένα ζαχαροπλαστείο, όπου αντάλλασσαν τυπικούς χαιρετισμούς. 
Του επιτέθηκε και του έκοψε τη μύτη. Η κατηγορούμενη φοβήθηκε για τη ζωή της, όταν ο σύζυγός της έμαθε την απόφαση του δικαστηρίου και τον σκότωσε, πριν προλάβει να της κάνει κακό. Ολοκλήρωσε την κατάθεσή της με τα εξής λόγια: “Μετανιώνω για αυτό που έκανα, επειδή δεν έπρεπε να αφαιρέσω τη ζωή ενός ανθρώπου. Αλλά η ζωή μου είχε γίνει μαρτύριο.

Τώρα χρωστάω μια ζωή. Πάρτε την. Μόνο γλιτώστε τα παιδιά μου από τα χέρια του κουνιάδου μου”. Οι ένορκοι πίστεψαν την ιστορία της και αναγνώρισαν τα ελαφρυντικά “του πρότερου έντιμου βίου” της. Η “Τίγρης του Κορωπίου” απέφυγε το εκτελεστικό απόσπασμα και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 18 ετών. Καθώς τη μετέφεραν στις φυλακές, η Ελένη Παπαϊωάννου χαμογελούσε, γιατί κατάφερε να αποδείξει την κακοποίηση που δεχόταν στα χέρια του συζύγου της.... 

 

 

 

 

 

 

 

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr