Ο σκηνοθέτης και η πρωταγωνίστρια του Αντέλ Εξαρχόπουλος σε συνεντεύξεις τους για την ταινία της εβδομάδας με τον έρωτα των δύο γυναικών

Η «Ζωή της Αντέλ» αναστάτωσε το Φεστιβάλ Κανών όχι μόνο με την ερωτικά τολμηρή ιστορία, αλλά και με τον επιβλητικό τρόπο με τον οποίο απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα.

Η «Ζωή της Αντέλ» αναστάτωσε το Φεστιβάλ Κανών όχι μόνο με την ερωτικά τολμηρή ιστορία, αλλά και με τον επιβλητικό τρόπο με τον οποίο απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα. Ο Γαλλοτυνήσιος σκηνοθέτης της, γνωστός μας από το εξίσου συναρπαστικό «Κους Κους με Φρέσκο Ψάρι», μιλάει στον Χρήστο Μήτση και στο Αθηνόραμα για τις προκλητικές σκηνές της, την Αντέλ Εξαρχόπουλος αλλά και γιατί αποφάσισε να αλλάξει τον τίτλο της ταινίας του.
 


Tι σας τράβηξε το ενδια­φέρον στο graphic novel της Ζιλί Μαρό «Le bleu est une couleur chaude» («Blue angel» );

Είχα εδώ και καιρό στο νου μου ένα διαφορετικό σχέδιο με ηρωίδα μια νεαρή κοπέλα παθιασμένη με το θέατρο. Όταν διάβασα το κόμικς, τοποθέτησα την ηρωίδα που είχα σκεφτεί μέσα στην πλοκή και πάνω εκεί άρχισα να αναπτύσσω το σενάριο. Ο κόσμος που περιγράφει η Μαρό είναι γοητευτικός και η ιστορία της συναρπαστική. Ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνει την πρώτη συνάντηση των δύο κοριτσιών με εντυπωσίασε. Γιατί η μία έλκεται από την άλλη; Είναι τα μαλλιά της; Το βλέμμα της; Το περπάτημά της; Τα θέματα της μοίρας και των συμπτώσεων με ενδιαφέρουν πολύ: πόσο δηλαδή παρασυρόμαστε και καθοριζόμαστε απ’ όσα μας συμβαίνουν ή επεμβαίνουμε και διαμορφώνουμε την πραγματικότητα. Δεν έχω ξεκάθαρη απάντηση, γι’ αυτό και το τέλος της ταινίας είναι ανοιχτό, καθώς βλέπουμε τις πορείες δύο άλλων χαρακτήρων να διασταυρώνονται. Θα χαθούν; Θα συναντηθούν ξανά;

Το ότι πρόκειται για ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι διαφοροποιεί την οπτική της ταινίας πάνω στις ηρωίδες της; Τι θα ήταν διαφορετικό αν η ερωτική ιστορία αφορούσε ένα αγόρι κι ένα κορίτσι;

Ίσως τίποτα, ίσως τα πάντα. Δεν αντιμετώπισα το θέμα μου ως εξαίρεση, δεν έχω άλλωστε να πω κάτι ακτιβίστικο για την ομοφυλοφιλία. Οπότε από τη μια πλευρά πρόκειται για ένα ζευγάρι όπως όλα τα άλλα, από άποψη ηθική, ψυχολογική, ιδεολογική, όμως από την άλλη θα ήταν ισοπεδωτικό να πω ότι δεν έχει καμία σημασία το ότι η Αντέλ και η Εμά είναι γυναίκες. Αν είχαμε δύο διαφορετικές γυναίκες, θα είχαμε μια διαφορετική ταινία, πόσο μάλλον αν είχαμε ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.

Πώς έγινε η επιλογή των πρωταγωνιστριών;

Είχα τη Λεά Σεϊντού στο νου μου για το ρόλο της Εμά, διότι οι δυο τους μοιάζουν πολύ και ως φυσική παρουσία και ως χαρακτήρας. Η Λεά είναι δυναμική, έχει αποφασιστική κι επιβλητική παρουσία, είναι σέξι, κυρίως όμως μοιάζει στην Εμά και ως προς τις απόψεις της. Προέρχεται από μεγαλοαστική οικογένεια, είναι κοινωνικά ενεργή και ταυτόχρονα έχει μια εσωτερική μελαγχολία, κάτι πολύ ενδιαφέρον σε σχέση με την εξωστρέφειά της. Την Αντέλ Εξαρχόπουλος τη διάλεξα από την πρώτη στιγμή που την είδα στο κάστινγκ. Έχει μια αθωότητα που ξεχειλίζει, ένα πάθος για ζωή πολύ δυνατό. Βγήκαμε για φαγητό και καθόμουν και την παρατηρούσα πώς έτρωγε. Με χαρά, με βουλιμία. Ακριβώς όπως και η Αντέλ της ταινίας.


Γιατί την Κλεμεντίν του βιβλίου τη βαφτίσατε κινηματογραφικά Αντέλ;
Όταν ψάχνεις να βρεις έναν ηθοποιό για το ρόλο τον οποίο έχεις γράψει, θέλεις αυτός να ταιριάζει στις προδιαγραφές που έχεις στο νου σου. Όταν όμως τον βρεις, κάνεις κι εσύ βήματα προς αυτόν. Έτσι ο ρόλος της Κλεμεντίν προσαρμόστηκε ως ένα σημείο στην Εξαρχόπουλος κι εκείνη μπήκε τόσο βαθιά στο χαρακτήρα, που τον μεταμόρφωσε σε Αντέλ. Η αλλαγή ονόματος ήταν κάτι ουσιαστικό, λοιπόν, όχι ένα απλό τρικ.

Πόσο δύσκολο ήταν να επιτύχετε τέτοιο ρεαλισμό όσον αφορά τις ερωτικές σκηνές, οι οποίες έχουν και μεγάλη διάρκεια;

Δεν ξεχωρίζω αυτές τις σκηνές από τις υπόλοιπες. Η μεγάλη ερωτική σκηνή κρατά μόλις έξι λεπτά, ενώ εκείνη του πάρτι στο σπίτι της Αντέλ, για παράδειγμα, ή της δεύτερης συνάντησής τους στο καφέ είναι πολύ μεγαλύτερες. Η παιδεία μας μας έχει μάθει να νιώθουμε αμήχανα απέναντι σε ένα γυμνό κορμί και αυτό είναι κάτι που πρέπει κάποια στιγμή να ξεπεράσουμε. Εγώ ήθελα να δείξω την ομορφιά ενός γυμνού κορμιού, να κινηματογραφήσω τις ερωτικές σκηνές σαν πίνακες, ενώ ταυτόχρονα να διατηρήσω τον ίδιο αφηγηματικό ρυθμό που έχουν οι υπόλοιπες σκηνές. Νομίζω πως αν «μάζευα» τη διάρκειά τους θα υπήρχε πρόβλημα εσωτερικού ρυθμού, μια αφηγηματική ασυμφωνία.
Φημίζεστε για τον εξαντλητικό τρόπο προετοιμασίας και τις πολλές λήψεις που κάνετε…

Είναι αλήθεια ότι χρειάζομαι χρόνο και για τις πρόβες, και για το γύρισμα. Η ψηφιακή τεχνική βοηθάει πολύ σε αυτό και μπορείς να πας πλέον ένα πλάνο όσες φορές θέλεις. Συχνά αφήνω την κάμερα να γυρίζει και μετά το «cut», οπότε υπήρξαν σκηνές που τις γυρίσαμε και 100, και 200 φορές… Τεράστια ποσότητα υλικού, πολλή δουλειά και στο μοντάζ, αλλά νιώθω την υποχρέωση να επαναλάβω ένα πλάνο ώσπου να βρω τη στιγμή ειλικρίνειας που θέλω.


Αντέλ Εξαρχόπουλος: «Μια γυμνή σκηνή είναι πολύ πιο εύκολη από μια συναισθηματική»

Για χάρη της ο Αμπντελατίφ Κεσίς άλλαξε τον τίτλο της ταινίας του («Η Ζωή της Αντέλ» ), ενώ για πρώτη φορά ο Χρυσός Φοίνικας απονεμήθηκε όχι μόνο στον σκηνοθέτη μιας ταινίας αλλά και στις πρωταγωνίστριές της. Δικαίως, γιατί η 19χρονη Γαλλίδα ελληνικής καταγωγής Αντέλ Εξαρχόπουλος ήταν η ερμηνευτική αποκάλυψη των φετινών Κανών και μίλησε στον Χρήστο Μήτση και στο Αθηνόραμα για τις προκλήσεις της πιο τολμηρής ταινίας της χρονιάς.
 


Η υποδοχή του φιλμ στο φεστιβάλ ήταν αποθεωτική. Το περιμένατε;

Δεν έχω την ανάλογη πείρα, αλλά από τα γυρίσματα κατάλαβα πως αυτή θα ήταν μια διαφορετική ταινία που, αν μη τι άλλο, δεν θα περνούσε απαρατήρητη. Φυσικά και δεν το περίμενα όλο αυτό και τώρα νιώθω λίγο αποπροσανατολισμένη. Είναι καινούργιο για μένα και προσπαθώ να μείνω συγκεντρωμένη σε όσα σκεφτόμουν προτού έρθω εδώ και σε όσα θέλω να κάνω όταν γυρίσω στο Παρίσι και στην κανονική μου ζωή.
Η ταινία έχει απόλυτα ρεαλιστικό ύφος, το ίδιο και οι ερμηνείες της. Πόσο αυτοσχεδιαστικές ήταν αυτές; Το σενάριο άλλαξε αρκετά τόσο κατά τη διάρκεια των προβών όσο και των γυρισμάτων. Ο χαρακτήρας της Αντέλ βρίσκεται κοντά σε αυτό που είμαι στην αληθινή ζωή, οπότε στην πορεία βρήκα πράγματα να προσθέσω ή να αφαιρέσω ώστε να γίνει ο ρόλος πιο ειλικρινής και πιο ενδιαφέρων – δεν είμαι και η Μέριλ Στριπ να μπορώ να υποδυθώ κάτι τελείως ξένο προς τον εαυτό μου! Επίσης, ενώ έπρεπε να ακολουθήσουμε πιστά τους διαλόγους, έπειτα από είκοσι πρόβες και είκοσι διαφορετικές λήψεις μιας σκηνής όλο και κάτι αλλάζει. Ακόμη και απλά βλέμματα ή χειρονομίες είναι λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά.

Πώς συνεργαστήκατε με τον Αμπντελατίφ Κεσίς για να φτάσετε από τον χαρακτήρα που υπάρχει στο κόμικς της Ζιλί Μαρό σε αυτόν της ταινίας;

Ο ίδιος μιλάει πολύ, είναι επεξηγηματικός και αναλυτικός. Είναι ιδιαίτερα απαιτητικός βέβαια, κάποιες στιγμές σε φέρνει στα όριά σου. Σε βάζει στην ατμόσφαιρα του φιλμ, δουλεύει με πολλές πρόβες, γυρίζει πολλές φορές το ίδιο πλάνο, αλλά σε αφήνει ελεύθερο να φτάσεις στο ρόλο και από το δικό σου δρόμο. Φέρνει στοιχεία του χαρακτήρα κοντά σε εσένα και δέχεται να αλλάξεις ακόμα και πράγματα καθοριστικά. Εγώ, για παράδειγμα, σιχαίνομαι τα θαλασσινά και μου αρέσει το σπαγκέτι. Έτσι η σκηνή στο τραπέζι με τους γονείς στήθηκε όλη πάνω σε αυτό, καθώς ο Κεσίς είχε σχεδιάσει κάτι ανάλογο, το οποίο όμως εξελισσόταν διαφορετικά. Ή η μουσική που ακούει η Αντέλ. Αφού συζητήσαμε για το στιλ και το είδος, επέλεξα εγώ κάποια τραγούδια, κάποια άλλα ο Κεσίς και ο μουσικός υπεύθυνος και γεμίσαμε ένα iPod το οποίο είχα πάντα μαζί μου και το άκουγα μέχρι το τέλος των γυρισμάτων.

Πέρα από τις ερωτικές σκηνές, υπάρχουν πολλές άλλες ιδιαίτερα απαιτητικές ερμηνευτικά. Ποιες αποδείχτηκαν τελικά οι δυσκολότερες;

Μια γυμνή σκηνή είναι πολύ πιο εύκολη από μια συναισθηματική, από κάποια που απαιτεί ψυχολογικές εντάσεις και μεταπτώσεις. Αν αισθάνεσαι καλά με το σώμα σου, δεν ­νιώθεις αμήχανα στις ερωτικές σκηνές, ενώ στις άλλες αναρωτιέσαι διαρκώς πώς μπορείς να βγάλεις κάτι αληθινό, κάτι βαθύ για τον χαρακτήρα σου. Βέβαια το πώς θα εξελιχτεί κάθε σκηνή εξαρτάται από τη σκηνοθετική βοήθεια και τους συμπρωταγωνιστές σου κι ευτυχώς η σχέση μου με τη Λεά [σ.σ.: Σεϊντού] ήταν εξαιρετική. Ήταν πραγματικά τέλεια και όποιος έχει δει την ταινία καταλαβαίνει ότι δεν θα μπορούσαμε να φτάσουμε αλλιώς σε αυτό το αποτέλεσμα.

Αν ο παρτενέρ σου στις ερωτικές σκηνές ήταν αγόρι, πιστεύεις πως αυτές θα ήταν διαφορετικές;

Υπάρχει στην αρχή μια ερωτική σκηνή με τον φίλο της Αντέλ. Πόσο διαφορετική είναι; Πραγματικά δεν ξέρω, αλλά σίγουρα έχει σημασία ότι η Λεά είναι γυναίκα. Τις πρώτες φορές ήταν πιο περίεργη και αμήχανη η ατμόσφαιρα, αλλά σιγά σιγά το βρήκαμε και το διασκεδάζαμε. Κάναμε πλάκα ανάμεσα στις λήψεις, πειράζαμε η μία την άλλη και βρίσκαμε τρόπο να ηρεμούμε. Όσο cool κι αν είσαι όμως, αυτές είναι σίγουρα σκηνές υψηλής έντασης.

Όταν ξεκινούσες την καριέρα σου, φανταζόσουν ότι θα σου επεφύλασσε ανάλογες προκλήσεις; Τις αποζητούσες ή τις φοβόσουν;

Ακόμη στο ξεκίνημα είμαι, αν και βρέθηκα σε σχολή υποκριτικής από πολύ μικρή, ύστερα από επιλογή των γονιών μου. Εκεί κατάλαβα ότι μου άρεσε να παίζω ρόλους, σαν χόμπι φυσικά, ώσπου το πράγμα σοβάρεψε. Πρώτα ήρθε το θέατρο, αλλά η εμπειρία της κάμερας είναι πιο γοητευτική. Αυτό πάντως που μου αρέσει περισσότερο σε αυτήν τη δουλειά είναι ότι σου επιτρέπει να ζεις διαφορετικές ζωές και όσο πιο συναρπαστικές είναι αυτές τόσο μεγαλύτερες προκλήσεις κρύβουν. Είναι κάτι το οποίο φαντάζεσαι όταν πρωτοξεκινάς, αλλά σίγουρα τρομάζεις όταν τις βλέπεις μπροστά στα μάτια σου. Μετά την «Αντέλ» είμαι λιγότερο φοβισμένη, αλλά έχω πολύ δρόμο ακόμα για να νιώσω κάποια σιγουριά.

Έχεις κάποιους συναδέλφους σου ως πρότυπο;

Είναι μεγάλη η λίστα… Θαυμάζω την Τίλντα Σουίντον, τον Βενσάν Κασέλ, τον Έντουαρντ Νόρτον, για να πω μόνο μερικούς σύγχρονους. Μου αρέσουν ο Λεονάρντο­ ντι Κάπριο, η Κέιτ Γουίνσλετ, ο Ζαν Ντιζαρντέν... Η ερμηνεία του στο «The Artist» ήταν σπουδαία από κάθε άποψη, ενώ πιστεύω πως βοήθησε πολύ τους Ευρωπαίους ηθοποιούς να έχουν ευκολότερη πρόσβαση στις αμερικανικές παραγωγές. Αυτό είναι κάτι το οποίο ενδιαφέρει κι εμένα, χωρίς απαραίτητα να έχει να κάνει με το Χόλιγουντ. Θα μου άρεσε πάντως να βρεθώ εκεί και να γνωρίσω έναν διαφορετικό κινηματογραφικό κόσμο.

Το να βρεθείς στην Ελλάδα, από όπου και κατάγεστε;

Θα το ήθελα πολύ και σχεδιάζω να το κάνω φέτος πάση θυσία. Η αλήθεια είναι πως μπορεί το επίθετό μου να είναι 100% ελληνικό, από τον παππού μου, αλλά ξέρω ελάχιστα πράγματα για τη χώρα και σχεδόν καμία ελληνική λέξη. Θα επανορθώσω όμως...


Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr