Δυο ιερά τέρατα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Αλμπέρ Καμύ & ο Ζαν Πωλ Σαρτρ είχαν μια εκρηκτική σχέση που απεικονίζεται σήμερα εδώ με αφορμή τα 100 χρόνια απ'τη γέννηση του συγγραφέα της «Πανούκλας»

Σε μια εποχή βαρβαρότητας στην Ευρώπη, η θέση του Καμύ, ότι το έργο μία υποχρέωση και μόνο έχει, να υπηρετεί την αλήθεια και την ελευθερία, και ο καλλιτέχνης οφείλει να συμμετέχει στη μάχη αλλά να είναι ελεύθερος σκοπευτής, θεωρείται αστική και αντιεπαναστατική.

Της Τιτίκας Δημητρούλια στην Καθημερινή

«Ζούμε σε μια κοινωνία όχι του χρήματος, αλλά αφηρημένων συμβόλων του χρήματος, η οποία υπολογίζει τα πλούτη της με τους αριθμούς ενός αφηρημένου αριθμού συναλλαγών. Σε μια κοινωνία του ψεύδους, η οποία προσπαθεί ως εκ της φύσεώς της να περιβάλλει με ψεύδος τον πυρήνα της εμπειρίας και του σύμπαντός της. Σ’ αυτή την κοινωνία, οι δημοσιογράφοι είναι περισσότεροι από τους συγγραφείς, οι πρόσκοποι της ζωγραφικής περισσότεροι από τον Σεζάν και η ροζ λογοτεχνία και το αστυνομικό μυθιστόρημα έχουν αντικαταστήσει το «Πόλεμος και ειρήνη» και το «Μοναστήρι της Πάρμας». Ο καλλιτέχνης δημιουργεί λοιπόν μόνο επικινδύνως, στην άκρη του γκρεμού, συμμετέχοντας στη μάχη του καιρού του και της Ιστορίας, αλλά αρνούμενος να θυσιάσει στον αγώνα αυτόν την ελευθερία του».



Αυτά έλεγε τον Δεκέμβριο του 1957 ο Αλμπέρ Καμύ στις ομιλίες του στη Σουηδία, όταν του απονεμήθηκε το βραβείο Νομπέλ. Γάλλος της Αλγερίας, με ισπανικό αίμα στις φλέβες του από τη σιωπηλή, αγράμματη μητέρα του, που τον ανέθρεψε ξενοδουλεύοντας όταν πέθανε ο πατέρας του, μεγαλωμένος στο φως και στη φτώχεια της Μεσογείου, φυματικός, ο Καμύ είναι τότε σαράντα τεσσάρων ετών και σε τρία χρόνια θα σκοτωθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Στρατευμένος ενάντια σε κάθε μορφής καταπίεση, έχει ήδη τοποθετηθεί στο ζήτημα της Αλγερίας απορρίπτοντας τη βία από όπου και αν αυτή προέρχεται, και προτείνοντας για την πατρίδα του, την οποία δεν θέλει να χάσει για πάντα, μια λύση ομοσπονδίας.



Ανήκει, όπως δηλώνει, στη γενιά των καλλιτεχνών και των διανοούμενων που έζησαν τη βαρβαρότητα του εικοστού αιώνα και έχουν απόλυτη συνείδηση ότι δεν πρόκειται να ξαναφτιάξουν τον κόσμο. Αλλά μπορούν να τον εμποδίσουν τουλάχιστον να χαλάσει, τοποθετούμενοι αμετακίνητα στο πλευρό όχι εκείνων που φτιάχνουν την Ιστορία, αλλά όσων την υφίστανται. Σε έναν κόσμο που «αναγράφει με την ίδια ευκολία τις λέξεις ελευθερία και ισότητα στις φυλακές και στους ναούς του χρήματος». Σε έναν αιώνα που δεν συγχωρεί στον καλλιτέχνη ούτε τη στράτευση ούτε την απόσυρση, όπως λέει.



Γι’ αυτό κι ο ίδιος, στο πλαίσιο της «αναγκαστικής στρατιωτικής θητείας» και όχι στράτευσης στην εποχή του, την οποία παρομοιάζει με γαλέρα, προσπαθεί να μείνει όρθιος, για να δώσει φωνή σε όσους δεν έχουν, να προασπιστεί την ελευθερία σε όλα τα επίπεδα, και να παλέψει για μια καλύτερη κοινωνία, χωρίς θύματα και θύτες.

Οταν ο Καμύ αποδέχεται το βραβείο Νομπέλ, έχει ήδη διαρρήξει τις σχέσεις του με τον Σαρτρ και την ομάδα του περιοδικού Les Temps Modernes, που με αφορμή την έκδοση του δοκιμίου του «Ο εξεγερμένος άνθρωπος» τον έχουν κατηγορήσει για ασαφή ανθρωπισμό, για αποϊστορικοποίηση των εξεγέρσεων και των επαναστάσεων και θεοποίηση του ανθρώπου, για αδυναμία αντίληψης της διαλεκτικής των επαναστάσεων – με αποτέλεσμα το έργο του να είναι η ψευδο-φιλοσοφία μιας ψευδο-ιστορίας των επαναστάσεων, όπως έγραφε ο στενός συνεργάτης του Σαρτρ, Φρανσίς Ζανσόν. Το Νομπέλ, στο οποίο έχει αντίπαλο τον Αντρέ Μαλρώ, και το ζήτημα της Αλγερίας, στο οποίο οι θέσεις του υπέρ μια συνομοσπονδίας που δεν θα εκδιώκει τους Γάλλους της Αλγερίας από την πατρίδα τους, θεωρούνται μετριοπαθείς και ενδοτικές, επιδεινώνουν την κατάσταση. Ο Σαρτρ επιβεβαιώνει την ηγεμονία του στην παρισινή ιντελιγκέντσια, ο Καμύ γενικώς σιωπά και πεθαίνει νέος.



(photos: spiegel.de)

Στις λιγοστές σελίδες αυτών των ομιλιών στη Σουηδία, τις οποίες επιμελήθηκε και σχολιάζει εύστοχα η Αντιγόνη Βλαβιανού, διαβάζει κανείς τη διαμάχη των δύο φίλων, τη διαμάχη ενός αιώνα, όσον αφορά την τέχνη και τον καλλιτέχνη. Ο Καμύ απορρίπτει την τέχνη για την τέχνη, προασπίζεται τον ρεαλισμό που ωστόσο είναι ανέφικτος λόγω της συνθετότητας του ανθρώπου και του κόσμου, απορρίπτει την τέχνη για την τέχνη όσο και τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό που αναφέρεται στο μέλλον, και μάλιστα με τρόπο αποσπασματικό.

Σε μια εποχή βαρβαρότητας στην Ευρώπη, η θέση του Καμύ, ότι το έργο μία υποχρέωση και μόνο έχει, να υπηρετεί την αλήθεια και την ελευθερία, και ο καλλιτέχνης οφείλει να συμμετέχει στη μάχη αλλά να είναι ελεύθερος σκοπευτής, θεωρείται αστική και αντιεπαναστατική.

Σήμερα, οι καλλιτέχνες, οι συγγραφείς, οι ποιητές βρίσκονται μπροστά σε μια νέα βαρβαρότητα και παρακολουθούν και πάλι τις εξαθλιωμένες μάζες να εισβάλλουν στο κάδρο και να επιβάλλουν την παρουσία τους.

Ολα τα ζητήματα ξανανοίγουν, ενώ η ρηχότητα και η προπαγάνδα, οι Συμπληγάδες Πέτρες της τέχνης κατά τον Καμύ, να καραδοκούν. Ασχέτως αν συμφωνεί κανείς ή αν διαφωνεί με τις θέσεις του, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί τη γνησιότητα και τη μεγαλοσύνη της φωνής του, που μας καλεί να ξαναδούμε χωρίς παρωπίδες τον ρόλο της τέχνης και του καλλιτέχνη στην εποχή μας, την τόσο κοντινή με τη δική του, που δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει τους νέους δικούς της διανοούμενους και καλλιτέχνες.



ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ
Ο καλλιτέχνης και η εποχή του. Ομιλίες στη Σουηδία
μετ. Συλλογικό
Εισαγωγή–Σημειώσεις–Γλωσσική επιμέλεια: Α. Βλαβιανού, εκδ. Καστανιώτη

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr