''Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα'' - Μια σπουδαία παράσταση με τις Καραμπέτη και Πρωτόπαππα να σας αφήνουν με το στόμα ανοιχτό! (φωτό)

Καλέ, αυτή δεν μας ακούει, ούτε μας βλέπει!» διαπιστώνει η Θέμις Μπαζάκα ανεμίζοντας τα χέρια της μπροστά στην Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η οποία ατενίζει το άπειρο αγνοώντας την. Δύο ηθοποιοί βρίσκονται επί σκηνής, αλλά παίζουν… σε άλλο έργο η καθεμία. Η πρώτη φορά μοντέρνα μπλούζα με κεντημένα παγόνια, η δεύτερη κοστούμι εποχής με κρινολίνο (αριστουργηματικά τα γλυπτικά κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη ). Μα τι συμβαίνει;

Καλέ, αυτή δεν μας ακούει, ούτε μας βλέπει!» διαπιστώνει η Θέμις Μπαζάκα ανεμίζοντας τα χέρια της μπροστά στην Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η οποία ατενίζει το άπειρο αγνοώντας την. Δύο ηθοποιοί βρίσκονται επί σκηνής, αλλά παίζουν… σε άλλο έργο η καθεμία. Η πρώτη φορά μοντέρνα μπλούζα με κεντημένα παγόνια, η δεύτερη κοστούμι εποχής με κρινολίνο (αριστουργηματικά τα γλυπτικά κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη ). Μα τι συμβαίνει;



Της Ιλεάνα Δημάδη, athinorama.gr

Ω, βέβαια, τα πάντα στο θέατρο είναι μια θαυμαστή ψευδαίσθηση! Αυτήν τη θεμελιώδη σύμβαση τιμά με τη δαιμόνια σκηνοθεσία του ο Γιάννης Χουβαρδάς. Γιατί με μια δραστική μετα-δραματική χειρονομία εισάγει στην παράσταση μια σειρά από σύντομες σκηνές-ιντερμέδια που σχολιάζουν το έργο του Ο’Νιλ και συνάμα το ίδιο το θέατρο. Σε αυτές τέσσερις ηθοποιοί (Χ. Τσιτσάκης, Θ. Μπαζάκα, Μ. Λυμπεροπούλου και Γ. Κοτανίδης ), οι οποίοι παριστάνουν κάποιους από εμάς, τους θεατές του Εθνικού Θεάτρου, ανεβοκατεβαίνουν στη σκηνή, σχολιάζουν τα τεκταινόμενα και ψυχαναλύουν τους ήρωες του έργου, διαβάζουν φωναχτά τις σκηνικές οδηγίες, κάνουν χωρατά, έχουν το… θράσος να μιλούν ακόμη και στο κινητό («Έλα, μαμά! Στο Εθνικό είμαι και βλέπω μια τρομερή παράσταση» ), ενώ ταυτίζονται ανά στιγμές με τους ρόλους των κουτσομπόληδων γειτόνων των Μάνον που υπάρχουν στο έργο.



Αυτό ήταν: ένα παλιό έργο έγινε πάλι νέο και όλοι μαζί, θεατές και ηθοποιοί, συνένοχοι σε ένα παράδοξο σκηνικό συμβάν. Ίσως όμως ο σκηνοθέτης κάνει μια ανοικονόμητη χρήση αυτού του –ομολογουμένως ευφυούς– ευρήματος, εκνευρίζοντας όσους θεατές δεν αποδεχτούν εξαρχής το παιγνιώδες χιούμορ του και κουράζοντας όσους δεν αντέχουν τις πολύωρες παραστάσεις. Δεν υπάρχουν κορυφώσεις ή ρυθμικοί καλπασμοί στους σκηνοθετικούς χρόνους του Χουβαρδά. το σασπένς και οι συναισθηματισμοί ουδέποτε τον ενδιέφεραν. Η θεατρικότητα αποθεώνεται, το ίδιο και η αποστασιοποίηση. Μικρόφωνα-ψείρες κάνουν τις φωνές απόκοσμες, κάμερες στήνονται στην άδεια σκηνή και γκρο πλαν στο πρόσωπο των ηθοποιών προβάλλονται μεγεθυσμένα στους τρεις τοίχους της σκηνής. Ο Χουβαρδάς μας θυμίζει διαρκώς τους δύο πόλους της παράστασής του. Το θέατρο αποτελεί μίμηση της πραγματικότητας, ο ηθοποιός παριστάνει πως είναι κάποιος άλλος και ο θεατής αποδέχεται την όλη σύμβαση με τη διεστραμμένη χαρά του ηδονοβλεψία. Όμως και η ζωή μας (ή τουλάχιστον η πεποίθησή μας ότι την ορίζουμε ) είναι ίσως μια ψευδαίσθηση.



Ως παράδειγμα, οι ήρωες στο «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» μάταια παλεύουν για την ευτυχία, την αγάπη και την ελευθερία. Είναι όμηροι του παρελθόντος και των πατρογονικών λαθών. Κουβαλούν τα πάθη των αρχαίων Ατρειδών – αναμνήσεις εκείνων είναι, τοποθετημένοι στη Νέα Αγγλία των ΗΠΑ το 1865. Διυλίζοντας όμως το τραγικό τους υπόβαθρο στον πυρηνικό αντιδραστήρα της ψυχανάλυσης, που στην εποχή της συγγραφής του «Πένθους» (1929-1931 ) έκανε τα πρώτα της βήματα, ο Ο’Νιλ εισάγει τις καινοτόμες τότε φροϊδικές ανακαλύψεις στη χαρακτηρολογία και ρίχνει το ανάθεμά του στο μεγάλο φάντασμα της εποχής του, τον πουριτανισμό. Οι συναρπαστικές ερμηνείες του θιάσου αντισταθμίζουν τις όποιες αντιρρήσεις για τη σκηνοθεσία, με αδιαφιλονίκητες πρωταγωνίστριες τις Μαρία Πρωτόπαππα, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και Θέμιδα Μπαζάκα. Η πρώτη ως Λαβίνια-Ηλέκτρα, με μια ιδιάζουσα σωματικότητα –κάτι ανάμεσα σε θλιμμένη πριγκίπισσα και δηλητηριώδη αράχνη– κι ένα διαρκώς σφιγμένο πρόσωπο-μάσκα, γίνεται ο δύστηνος άγγελος, ο δαίμονας της καταστροφής όλων μέσα στη μάταιη προσπάθειά της να ζήσει «μια στιγμή ευτυχίας σε πείσμα των νεκρών». Έπιασα τον εαυτό μου να παρακαλά για την ευτυχία της. έτσι αναπόδραστα πιάστηκα κι εγώ στα δίχτυα της απόλυτης ερμηνείας της.



Η Καραμπέτη, πάλι, κουβαλά κάτι από τη θωριά της Κατίνας Παξινού-Κριστίν Μάνον στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου το 1947 και ταυτόχρονα εμποτίζει το ρόλο με τη δική της προσωπικότητα. Όσο για τη Θέμιδα Μπαζάκα-θεατής, είμαι πια πεπεισμένη: είναι η πιο μοντέρνα και τολμηρή ηθοποιός της γενιάς της. το υποκριτικό της σφρίγος με αιφνιδιάζει κάθε φορά. |

ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ-ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ, 2105288100. Διάρκεια: 170΄.

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr