Μανώλης Χιώτης: Ο σολίστας του μπουζουκιού που φοβήθηκε ακόμη και ο Τζίμι Χέντριξ, έκανε 4χορδο το μπουζούκι & παααάμε: Περασμένες μου αγάπες... - Αφιέρωμα από τη Μηχανή Του Χρόνου! (φωτό-βίντεο)
Ο Χιώτης την δεκαετία του ’40 έπαιζε κιθάρα. Κατα τον Μεσοπόλεμο, έφυγε για Αμερική όπου και έπαιζε ως κιθαρίστας, ενώ ήρθε σε επαφή με την αφρο-κουβανέζικη-λατιν μουσικη, το μπλουζ και τη τζαζ.
Ο Χιώτης την δεκαετία του ’40 έπαιζε κιθάρα. Κατα τον Μεσοπόλεμο, έφυγε για Αμερική όπου και έπαιζε ως κιθαρίστας, ενώ ήρθε σε επαφή με την αφρο-κουβανέζικη-λατιν μουσικη, το μπλουζ και τη τζαζ.
Γυρνώντας, επινόησε το 4-χορδο μπουζούκι, ώστε να πιάνει ακόρντα κιθάρας και όχι τριχόρδου… Η τεχνική του ήταν κιθαριστική, εξού και τα απίστευτα σόλο που είχε βγάλει. Το πόσο τον επιρρέασε η λ’άτιν μουσική είναι εμφανές σε κλίμακες και ρυθμούς: όλα του σχεδόν τα τραγούδια είναι ρούμπες, σάμπες… αλλά και το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος που έφτιαξε ορχήστρες «λαϊκες» με λάτιν όργανα (πνευστά, κρουστά κτλ. κτλ), γράφει η Μηχανή του Χρόνου.
Περίφημο παράδειγμα το «Περασμένες μου Αγάπες», ρούμπα απ” τις λίγες, με ίσως το καλύτερο σόλο που έχει παιχτει ποτέ σε έγχορδο! Και μιλάμε για τρελές ταχύτητες. Ο Χιώτης ήταν όλα τα λεφτα! Ειναι η εποχη που τον ακουσε ο Jimi Hendrix κι εντυπωσιαστηκε…
Το τραγούδι του Μανώλη Χιώτη «Την έδιωξα κι όμως την αγαπώ» βρέθηκε στο αρχείο του Jimi Hendrix την εποχή που ο Χιώτης έκανε περιοδεία στην Αμερική… και λες πώς είναι δυνατόν;!
Κι όμως ο Χέντριξ με το Χιώτη είχαν βρεθεί στο Σικάγο όταν έπαιζαν σε διπλανά μαγαζιά κι έτσι γνωρίστηκαν, ενώ τον θεωρούσε τον μεγαλύτερο δεξιοτέχνη στο είδος του! Και ανατριχιάζεις, πώς σήμερα… που υποτίθεται ότι τα «ξέρουμε όλα», χωρίς να καταλαβαίνουμε, «σνομπάρουμε» τη γνησιότητά μας και τη μοναδικότητά μας!
Περασμένες μου αγάπες
«Ο Χιώτης είναι ο καλύτερος κιθαρίστας στον κόσμο», ομολόγησε ο Τζιμι Χεντριξ, μετά από ένα ρεσιτάλ στο Σικάγο.
Η εξαιρετική εκπομπή του Χρήστου Βασιλόπουλου «Η Μηχανή του Χρόνου» εριξε φως στην πολυτάραχη ζωή του Μανώλη Χιώτη, του αριστοκράτη-ρεμπέτη που ξεκίνησε από τις προσφυγο-γειτονιές του Ναυπλίου, μπήκε στα σαλόνια των Αθηνών και κατέκτησε τις καλύτερες πίστες της Αμερικής.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 21 Μαρτίου του 1921, κατ΄άλλους το 1920, όπου είχε πάει η οικογένειά του από το Ναύπλιο, καταγώμενος απο την Χίο, γιος του βαρύμαγκα και καβγατζή Πειραιώτη Διαμαντή Χιώτη και μιας δυναμικής γυναίκας που διατηρούσε στο Ναύπλιο το πιο αριστοκρατικό μπαρ, έχοντας πελάτες της τους φραγκάτους της εποχής εκείνης και σερβιτόρες τις πιο όμορφες κοπέλες, στα χέρια των οποίων μεγάλωσε ο Μανώλης, με τα χάδια, τα φιλιά και τις τρυφερές φροντίδες τους, μέσα στη χλιδή και στα πλούτη της σπάταλης μητέρας του που δεν άφησε ποτέ να του λείψει τίποτα, πραγματικό αρχοντόπουλο, που διατήρησε μέχρι τον πρόωρο θάνατό του την αριστοκρατική του εμφάνιση και τον χαρακτήρα του.
Από μικρός διδάχτηκε κιθάρα, βιολί, ούτι και μπουζούκι, ενώ άρχισε να εργάζεται σαν επαγγελματίας μουσικός το 1936 στην ηλικία των 15 χρόνων, μετακομίζοντας από το Ναύπλιο στην Αθήνα, πλάι στον Στράτο Παγιουμτζή, υπογράφοντας παράλληλα συμβόλαιο ως «διευθύνον πρίμο όργανο» στην Columbia και γνωρίζεται με τον Μπαγιαντέρα.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση εισάγει για πρώτη φορά αυτός στις εμφανίσεις του τον ενισχυτή και διαμορφώνει στο οργανοποιείο του Ζοζέφ το 4χορδο μπουζούκι, (4 ζεύγη χορδών αντί τα γνωστά 3), ενώ στο πάλκο χρησιμοποιεί δυο μπουζούκια, ένα με μεταλλικές χορδές κι ένα με χορδές από έντερα ώστε η χροιά του να μοιάζει περισσότερο με ούτι, ενώ είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε και τα τέσσερα δάχτυλα, (ενίοτε και τα πέντε), στο τόσο μοναδικό και ιδιαίτερο παίξιμό του.
Πάντα πρωτοπόρος και τολμηρός, δεν δίστασε ούτε στην προσωπική του ζωή, αφού απήγαγε την πρώτη του γυναίκα την Ζωή Νάχη, όταν αυτή ήταν 14 ετών και την οποία παντρεύτηκε το 1954, αποκτώντας μαζί της δυό παιδιά.
Ανήλικη ήταν και η δεύτερη γυναίκα του όταν την γνώρισε, η Μαίρη Λίντα, παρτενέρ του στην χρυσή εποχή μέχρι το 1966 οπότε και χώρισαν μετά από 7 χρόνια γάμου. Αγάπησε και αγαπήθηκε από την τρίτη του γυναίκα την Μπέμπα Κυριακίδου με την οποία έκανε τις τελευταίες του εμφανίσεις στη σκηνή.
…με τη Μαρία Κάλλας και τη Γκρέις Κέλλυ
Αξεπέραστος δεξιοτέχνης, σαν «ειρηνοποιος» ο Χιώτης θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην κόντρα μεταξύ Κάλλας και Γκρέις Κέλλυ. Είναι η εποχή που Ωνάσης και Ρενιέ του Μονακό, αποφασίζουν να τα βρουν με ένα ταξίδι στο Αιγαίο. Η επεισοδιακή κρουαζιέρα θα έχει ευτυχή κατάληξη χάρη στον Μανώλη Χιώτη, που κατάφερε με τις πενιές του μπουζουκιού του να «λιώσει τον πάγο», να αμβλύνει τις αντιθέσεις και να συμφιλιώσει τις δυο μεγάλες κυρίες, έτσι τα δυο ζευγάρια στήθηκαν για πρώτη φορά με πλατύ χαμόγελο μπροστά στο φακό για μια ιστορική φωτογραφία.
Η «Μηχανή του χρόνου» παρουσίασε σπάνιο υλικό του 1948 με τον Μανώλη Χιώτη να βάζει για πρώτη φορά μέσα στο κινηματογραφικό κάδρο το «απαγορευμένο» μπουζούκι, προσθέτοντας την τέταρτη διπλή χορδή, βάζοντάς το «στην πρίζα» και συγκρούοντας το κατεστημένο του ρεμπέτικου με τη «νομιμοποίηση» του λαϊκού οργάνου, ανοίγοντας νέους δρόμους στο λαϊκό τραγούδι. Τότε συγκρούστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη και άλλους ρεμπέτες της εποχής.
Δυο δεκαετίες αργότερα, οι αντιδράσεις για το «ευτελές όργανο» εξακολουθούσαν, ακόμα και εάν επρόκειτο για τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη. Ο Χιώτης θα είναι αυτός που θα συνενώσει τις δυο κορυφαίες δυνάμεις του ελληνικού τραγουδιού και θα «εξαγνίσει» το μπουζούκι στην ιστορική παρουσίαση του «Επιταφίου» στο θέατρο «Κεντρικόν» το 1961 με σολίστα τον ίδιο και ερμηνευτές τούς Μπιθικώτση, Καζαντζίδη, Μαρινέλλα, Μαίρη Λίντα και παρουσιάστρια τη Μάρω Κοντού (νάτος πάλι ο μαϊντανός). Από τα απρόοπτα, η κατάρρευση του Μπιθικώτση μπροστά στην κατάμεστη αίθουσα και η γενναία στάση του Χιώτη που κατάφερε να τον επαναφέρει στη σκηνή. Ακολουθούν «Λιποτάκτες», «Πολιτεία» και «Αρχιπέλαγος».
«Μανώλης Χιώτης: Ο σολίστας που φοβήθηκε ο Τζίμι Χέντριξ» ήταν ο τίτλος της εκπομπής του Χρ. Βασιλόπουλου όπου ο δημοσιογράφος αναζήτησε και βρήκε τα πρόσωπα που έζησαν την μυθική συνάντηση των δυο ανδρών και επιβεβαιώνουν τον θαυμασμό του κορυφαίου ρόκερ στο πρόσωπο του Έλληνα μουσικού, για τον οποίο είχε πει: «Ο Χιώτης είναι ο μεγαλύτερος σολίστας».
Ακόμη ποιος ήξερε πριν την εκπομπή εκτός από τους πολύ μυημένους, το άγνωστο παρασκήνιο στον Λευκό Οίκο, όταν ο Ελληνας βιρτουόζος έπαιξε για τα γενέθλια του Αμερικανού προέδρου Τζόνσον…
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν και τα πιο δραματικά. Χωρίζει με την Λίντα, πράγμα που του στοίχησε πολύ και ο καρκίνος αρχίζει να τον κατατρώει. Τελευταίο τραγούδι με την φωνή (κατά παραγγελία) του Νίκου Χατζηαντωνίου:
«Θα κάνω ότι πέθανα, να δω ποιοι μ’ αγαπούνε»…
Δε θέλω πια…
Πεθαίνει ανήμερα των γενεθλίων του στις 21 Μαρτίου 1970 στην γενέτειρά του Θεσσαλονίκη, ενώ ο θλιβερός επίλογος γράφεται στο Α’ νεκροταφείο με παρούσες και τις 3 συντρόφισσες της ζωής του, τη στιγμή που ο Γιάννης Καραμπεσίνης παίζει με το μπουζούκι του Χιώτη τα «Ηλιοβασιλέματα».
Μια ζωή μοιρασμένη ανάμεσα στην πίκρα, τον ενθουσιασμό, τη δόξα, το μεγαλείο και την αδικία…
Οπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Μανώλης Χιώτης: «Δεν υπάρχουν μπουζουξήδες, αλλά μπουζουκιστές».
Στην Ομονοια στην οδό Ιωνος, υπηρχε ενα στενόμακρο μαγαζάκι του Μαριου Δαλέζιου που έμεινε γνωστό σαν το «Στρατηγείο του Ρεμπέτικου».
«Όποιος δεν ήπιε ούζο στου «Μάριου» δεν λογίζεται μπουζουξής, δεν έχει θέση στην οικογένειά μας», έλεγε ο Μάρκος Βαμβακάρης.
Ολοι πέρασαν από κει. Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Κώστας Βίρβος, Μάρκος, Στράτος, Χιώτης, Τσιτσάνης, Κηρομύτης, Σπόρος…
Αξιοσημείωτη είναι μια μαρτυρία-εμπειρία που έζησε στου «Μάριου» τα παιδικά του χρόνια, ο Γιάννης Σταματίου – «Σπόρος»:
«Όταν με πήγε για πρώτη φορά στο μπαράκι ο συνάδελφός μου ο Σπύρος Ευσταθίου, φορούσα το καπέλο του σχολείου με την κουκουβάγια και κρατούσα από το ένα χέρι τα βιβλία και από το άλλο το μπουζούκι. Την είχα κάνει κοπάνα από το σχολείο κι όταν γύρισα στο σπίτι, ο πατέρας μου μού έδωσε ένα χέρι ξύλο, για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου. Εγώ όμως είχα βαφτιστεί μπουζουξής μέσα στου «Μάριου». Εκεί έγινα μάρτυρας μιας πολύ γερής κόντρας ανάμεσα στον Τσιτσάνη και τον Χιώτη.
Ένα μεσημέρι κάθονταν σε διπλανά τραπέζια και συζητούσαν έντονα για το μουσικό ύφος στο λαϊκό τραγούδι. Σε κάποια στιγμή ο Τσιτσάνης υψώνει τη φωνή του και με τη γνωστή θεσσαλιώτικη προφορά του του λέει: «Τι είναι αυτά ρε που γράφεις τελευταία; Δεν ακούγονται για λαϊκά. Όλο μάμπο και σουίνγκ μου είσαι, όλο μοντέρνα».
Ο Χιώτης εκνευρίστηκε και είπε στον Τσιτσάνη:
«Ό,τι και να μου πεις, εγώ σε παίζω ολόκληρο πάνω στην κιθάρα μου».
«Κι εγώ σε παίζω ολόκληρο πάνω στο μπουζούκι μου», απάντησε ο Τσιτσάνης.
«Θα σου δείξω ποιος είναι ο Χιώτης», είπε θυμωμένος ο Μανώλης και μέσα σε μια βδομάδα είχε έτοιμες δύο συνθέσεις του, δύο βαριά λαϊκά με κοινωνικό χαρακτήρα: «Σύρτε και φέρτε τον παπά» και «Τι θέλεις, μάνα δυστυχισμένη, κι όλο τον Χάρο παρακαλείς».
Τα τραγούδησε και τα δύο ο Τάκης Μπίνης κι έγιναν επιτυχίες της εποχής. Όταν βγήκαν τα τραγούδια, ο Χιώτης πήρε υπομάλης τον δίσκο των 78 στροφών, τον πήγε στου «Μάριου», τον έβαλαν στο πικάπ κι όλοι έμειναν ικανοποιημένοι από το βαρύ στυλ που έγραψε ο Χιώτης.
Στο πατάρι του «Μάριου» τέλος ήταν που βαφτίστηκα «Σπόρος» λέει ο Γιάννης Σταματίου… όταν με αποκάλεσε έτσι ο Μανώλης Χιώτης, επειδή φορούσα κοντό πανταλόνι κι έπαιζα πολύ ωραίο μπουζούκι».
Ηταν ένα απόσπασμα από το βιβλίο του αείμνηστου Πάνου Γεραμάνη (1945-2005) «Η ζωή μου ένα τραγούδι», που δυστυχώς δεν πρόλαβε να το δει και να το χαρεί, αφού κυκλοφόρησε λίγο μετά το θάνατό του.
Ο φίλος Swearengen συμπληρώνει για τον Μανώλη Χιώτη…
«Ο Χιώτης έχει ορίσει απόλυτα το όργανο που λέγεται μπουζούκι. Υπό μια έννοια το στοίχειωσε κιόλας, αφού ακόμη και σήμερα κάθε μουσικός που θέλει να λέγεται έτσι, με τις Χιώτικες φράσεις παλεύει κυρίως. Ο άνθρωπος ήταν πολύ μπροστά απ” οποιονδήποτε μουσικό του λαϊκού πενταγράμμου. Σχεδόν φευγάτος. Για παράδειγμα σ” αυτό εδώ το «Καμηλιέρικο», ο τύπος παίζει καθαρές rock n” roll φόρμες, ξερές πεντατονικές. Είναι απίστευτο. Αμφιβάλλω εάν ο ήχος αυτός είχε παιχτεί τότε εν Ελλάδι.
…και συνεχίζει
Πιστεύω ότι ο Χιώτης είχε μελετήσει πολύ τον μεγάλο Τζάνγκο Ράϊνχαρτ. Δική μου εκτίμηση είναι, αλλά ακούω αυτό το swing ηχόχρωμα σε πολλές δουλειές του.
Σίγουρα το σόλο από το «Περασμένες μου Αγάπες» δεν είναι από τα πιό δύσκολά του, έχει παίξει φράσεις που δύσκολα παίζονται ακόμη και από βιρτουόζους επιπέδου Πολυκανδριώτη. Μπορεί να πει κανείς ότι έχει παίξει πράγματα που σχεδόν ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να παίξει. Πχ, εάν προσέξει κανείς, θα διαπιστώσει μικρά τεχνικά ψεγάδια στο σόλο «Φαντασία», έναν απίστευτο καταιγισμό φράσεων. Πρόσεξε εδώ, τί κάνει ο σατανάς, πώς διάβολο έχει κατορθώσει να μπάσει τις ντιμινουϊτες του, μέσα στη δημοτική φόρμα.
Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Δεν υπάρχουν, που λένε κι οι πιτσιρικάδες. Μια πραγματική ιδιοφυϊα, που βέβαια δεν θα μπορούσε ποτέ να περάσει απαρατήρητη. Παράλληλα, ένας πολύ ευαίσθητος και ακέραιος άνθρωπος. Όταν είχαν μπουζουριάσει τον Θεοδωράκη στον Ωρωπό, ο Χιώτης «έγραψε» κανονικά τους ασφαλίτες που σημείωναν ονόματα επισκεπτών και πήγε να τον δει στο επισκεπτήριο, την ίδια στιγμή που πολλοί άλλοι δήθεν σύντροφοί του, εξαφανιστήκαν κάνοντας την πάπια»…
Απίστευτο κομμάτι, από τις 78 στροφές, εξαιρετικά σπάνιο και όχι τόσο γνωστό, με πρόζα…ΨΆΞΤΕ ΤΟ !!!
Ο Χιώτης λέει: «-Προσοχή προσοχή, οι επιβάται εις τα θέσεις των. Σε λίγα δευτερόλεπτα αναχωρούμε». Ισως το καλύτερο τραγούδι που έγραψε ο Μανώλης Χιώτης ανεξαρτήτως εποχής. Αυτή η τρελή εισαγωγή είναι κυριολεκτικά το κάτι άλλο!!! Το κομμάτι είναι απλά ΤΕΛΕΙΟ από κάθε άποψη. Με την Πόλυ Πάνου και τον Χιώτη η πρώτη εκτέλεση, ενώ βγήκε και με την Ρένα Ντάλια και τον Γιάννη Τατασόπουλο αργότερα.
Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr