Μεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι, οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό: Ανεπανάληπτος, δραματικά επίκαιρος o Κώστας Βάρναλης που μας άφησε σαν σήμερα!

«Η ποίηση του Βάρναλη», γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης, «δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από  την αρχή μπαρούτι· κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά γυμνάσματα και δοκιμές και περιπλανήσεις στους λειμώνες των ασφόδελων. Μ᾿ άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από  την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα πούπεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού». Και τι ομορφότερος τρόπος άραγε, για να περιγράψει κανείς το έργο του Βάρναλη…

«Η ποίηση του Βάρναλη», γράφει ο Μενέλαος Λουντέμης, «δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από  την αρχή μπαρούτι· κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά γυμνάσματα και δοκιμές και περιπλανήσεις στους λειμώνες των ασφόδελων. Μ᾿ άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από  την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα πούπεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού». Και τι ομορφότερος τρόπος άραγε, για να περιγράψει κανείς το έργο του Βάρναλη…


O Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και μας άφησε στις 16 Δεκ. του 1974. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες.


Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος.


Ο Βάρναλης απαγγέλλει Βάρναλη-Η μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου


Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.




Ο Ρένος Αποστολίδης διαβάζει Κώστα Βάρναλη και μιλά για τη ζωή του μεγάλου ποιητή.

Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα καιμετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο


 .




Ο Μάνος Κατράκης σε μια συγκλονιστική απαγγελία του ποιήματος Οι Μοιραίοι-τραγούδι Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ. Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.




Οι πόνοι της Παναγιάς. Κ.Βάρναλης, Λ. Θάνος, Ν. Ξυλούρης





Ο Μίκης Θεοδωράκης ερμηνεύει τους Μοιραίους.

Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.




Οι Μοιραίοι, από τον Αντώνη Καλογιάννη και την ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης



Δείτε ορισμένα από τα πιο γνωστά του ποιήματα:

Ἡ μπαλάντα τοῦ κυρ-Μέντιου

Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια

καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!

Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ

τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!

 

Μεροδούλι, ξενοδούλι!

Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,

οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ

καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.

 

Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,

παραβγαίνανε στὴν παίδεια

μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,

φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!

 

Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,

ἀνηφόρι, κατηφόρι,

καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,

ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.

 

Εἴκοσι χρονῶ γομάρι

σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι

κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ

τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.

 

Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι

(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)

ὄργωνα στὰ ρέματα

τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.

 

Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»

κουβαλοῦσα πολυβόλα

νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ

γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.

 

Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη

ἐκουβάλησα τὴ νύφη

καὶ τὴν προῖκα της βουνό,

τὴν τιμή της οὐρανό!

 

Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα

μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα

στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ

νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.

 

Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του

μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του

καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:

«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!

 

Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει

ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.

Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,

νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!

 

-Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!

-Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!

-Ἀντραλίζομαι!... Πεινῶ!...

-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»

 

Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα

παρασφίξουνε τὰ γέρα,

θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,

τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!

 

Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ

θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι

κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ

(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),

 

Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ

στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,

τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του

νὰ φιλάει τὰ γένια του!

 

Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα

κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,

μὲ πετάξανε μακριὰ

νὰ μὲ φᾶνε τὰ θεριά.

 

Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω

στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:

«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν

καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!

 

Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη

ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,

σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ

τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!

 

Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε

ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!...»

Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ

πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.

 

Τότενες τὸ μαῦρο φίδι

τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι

πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ

βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:

 

«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια

κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,

μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ

κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.

 

Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,

μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου

θὰ τὸ βρῇς. Ὅπου ποθεῖ

λευτεριά, παίρνει σπαθί.

 

Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου-

τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!

Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ

γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.

 

Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο

χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!

Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς

θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.

 

Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει

κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει

κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ

σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».

 

Οἱ μοιραῖοι

Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,

μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,

(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)

ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,

ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,

νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.

 

Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο

καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,

ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο

τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!

Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται

ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!

 

(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα

καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,

ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα

γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,

λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,

χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)

 

Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα

παράλυτος - ἴδιο στοιχειὸ

τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα

στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,

στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη

κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.

 

-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!

-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!

-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!

-Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!

«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα

δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.

 

Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα

πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,

σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα

ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:

δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!

προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!

 

Το σοννέτο

Σαν άστρ' ο πάγος μες τοκοκκινέλι

τρεμολάμπει· μοσκοβολάν, κοράλλια

σγουρά, στο δίσκο οι φράουλες. Μαϊστράλια

θυμητικά ξυπνώντας, άγουρη Ελλή,

της καρδιάς μου το χάρτινο καστέλλι

σαλεύεις· κι ω θαμπωτική μου ντάλια,

Ρίκα, γελάς οπίσω απ' τη βαντάλια·

και παίζει με τον ήλιο, ως χρυσό τέλι,

κοκέττ' Ανθή, του πνέματός σου η χάρη!

Βλογημένη ολωνώ σας ή σκληράδα!

στης έμπνευσης τα ηλύσια καβαλάρη

με πάει που του σοννέτου η βρυσομάνα

τρέχει με δεκατέσσερις αράδα

κάνουλες μέλι, γάλα, ουράνιο μάνα.





Σπανιότατο ντοκουμέντο: Βάρναλης απαγγέλει Βάρναλη - υπέργηρος συγκινητικότατος!!

Ακολουθήστε το eirinika.gr στο Google News για ενδιαφέρουσες ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλες τις αναρτήσεις του eirinika.gr